Το Γαλαξίδι ήταν γεμάτο ήλιο και θάλασσα. Φύσαγε βοριαδάκι∙ οι βάρκες δεμένες αντάλλασαν πεταχτά φιλιά κι αγκαλιάσματα. Οι ψαροταβέρνες ήταν ακόμα κλειστές. Αποφασίσαμε με την Αντιγόνη να πιούμε ζεστό τσάι, δίπλα στο κύμα. Στο τέλος του δρόμου, καθίσαμε στο Art Liotrivi. Άγριος καιρός, μα η θέα στον Κορινθιακό κόλπο μας αντάμειψε με το παραπάνω. Περιμετρικά, το εξωτερικό κομμάτι του μαγαζιού ήταν τυλιγμένο με ένα χοντρό, προστατευτικό κάλυμμα. Η Αντιγόνη έγραφε στο ημερολόγιό της κι εγώ κάπνιζα κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Η Κρέτα, ήσυχη ανάμεσα στα πόδια μας, χωρίς επιλογή, κάπου κάπου να γαβγίζει, δηλώνοντας απλά την παρουσία της.
Επόμενος σταθμός, ο οικισμός Γεννημάκια, λίγα μόλις χιλιόμετρα ψηλότερα από την Ιτέα. Εκείνες τις μέρες διάβαζα την Αναφορά στον Γκρέκο του Καζαντζάκη, που, χωρίς να ξέρω πολλά περί λογοτεχνίας, πιστεύω πως είναι το καλύτερο βιβλίο του. Ένα από τα καλύτερα στοιχεία στην Αντιγόνη, ήταν αυτό της διακριτικότητας∙ όταν διάβαζα, λες και χάνονταν από τον χώρο, ήταν εκεί κοντά μου, σχεδόν χωρίς ανάσα. Ο σεβασμός που δείχνουμε στον σύντροφό μας να ξεπερνάει τα προσωπικά μας πάθη. Όταν εξυψώνεσαι στα μάτια του άλλου, κανείς δεν βγαίνει χαμένος από τους δυο που έτυχε να ερωτευθούν.
Το σπίτι, κάπου κρυμμένο στα λιόδεντρα και στο σκοτάδι. Ένα μπαλκόνι που έβλεπε στη θάλασσα και στον θεό. Να φοβάσαι μη βγάλεις περισσότερη ανάσα από όση χρειάζεσαι. Θεέ μου – τι ζωή ώρες ώρες! Οι στιγμές που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πως αυτό που βιώνει μια συγκεκριμένη στιγμή, είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Η γνώση, πως αυτό που ζεις δεν θα υπάρξει ξανά. Ο Στέφαν Τσβάιχ με ολοκληρώνει γράφοντας στο «Η φυγή στο Θεό»: Ίσως υποφέρω με τη συνείδησή μου, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να υποφέρω με το κορμί μου.
Οι πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, κυλήσανε με έρωτα. Βραδινά στη βεράντα με τα κίτρινα φώτα στον τοίχο, με την Κρέτα ελεύθερη στη νύχτα κι αθώα στην αγκαλιά της Αντιγόνης. Από την άλλη άκρη του ουρανού, έπεσε ένα αστέρι στο τέλος του κόσμου. Ήπιαμε jameson. Καθίσαμε ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Τις εξαίσιες σιωπές μοιραστήκαμε, ίσως κάποια λεπτά ευτυχίας∙ το μόνο που θέλαμε ήταν να θέλουμε. Το πρωί, ανάμεσα στα βράχια και στη θάλασσα –σώματα της επιθυμίας– συνεχίζοντας, επιμένοντας στην ολοκλήρωσή μας, βουτήξαμε στα παγωμένα νερά. Με πόση λαχτάρα θυμάμαι το πάθος να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο∙ την καρδιά μας που άνθιζε στο γιαλό. Σίγουρα δεν ξεχνώ τον φίλο Ηλία Παπακωνσταντίνου, που μας παραχώρησε τον μικρό του Παράδεισο.
Από τον Καζαντζάκη κρατάω ένα όμορφο αίσθημα, μα δεν μου λέει τίποτα να τον διαβάσω ξανά. Τελικά κάτι κατάφερα να σκοτώσω μέσα μου.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Luigi Ghirri. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]