frear

Το βάρος της φόδρας – του Νίκου Παχού

Ούτε συζήτηση για το ποιος έκανε κουμάντο σπίτι μας. Μεγαλώνοντας εμπέδωσα ότι κάθε σύγκρουση μαζί της θα με οδηγούσε σε ήττα. Πέντε παιδιά είχε να μεγαλώσει η μάνα μου η κυρά-Κατίνα, ένας μισθός να μπαίνει σπίτι με αστυνομικό πατέρα. Δεν είχε μάθει στις διασκεδάσεις, πολυτέλειες, απολαύσεις και το εφάρμοζε και σε εμάς σθεναρά. Για να πω την αλήθεια εντελώς καθυστερημένους μας θεωρούσα συγκρίνοντας με τους γύρω. Πάλι καλά που είχα και την Κατερίνα απέναντι να κρατάω επαφή με τις σύγχρονες εξελίξεις.

Χαβανέζα, κολομπίνα, βασίλισσα του διαστήματος. Και τι δεν είχε ντυθεί η Κατερίνα. Έκαναν πάρτυ μασκέ κάθε Απόκριες –εκεί όταν ήμασταν τεσσάρων-πέντε χρόνων– με την αδερφή της την Εύη. Ερχόντουσαν παιδιά από τη Χαλκίδα πολλά. Είχε κι ένα ξάδερφο που πεταγόταν στη μέση με το που έπαιζε Μάικλι Τζάκσον κι άρχιζε το μπρέικντανς. Τον είχα μάθει απ’ έξω τον δίσκο που έβαζαν: «Τα παπάκια στη σειρά» με την απαραίτητη χορογραφία, «Σκα σκα σκα σου σου», «Αμοραμόρε σαραπερκετιάμο» και διάφορα άλλα χιτάκια της εποχής. Τον διαφήμιζε κι η ΕΡΤ. Εμείς σπίτι ούτε που να διανοηθούμε να αγοράσουμε ό,τι βλέπαμε στην τηλεόραση. Για στολές να μας πάρει η μάνα μου ούτε λόγος. Άντυτο με έστειλε την πρώτη χρονιά. Με πήραν πρέφα η μαμά της Κατερίνας κι οι άλλες μανάδες κοκκινισμένος έτσι που ήμουν. Έπεσαν πάνω. «Καλέ έτσι το έφερες το παιδί; Έλα να σου δώσω τη στολή που φόρεσε πέρσι η μικρή». Σε λίγο βγήκα από το δωμάτιο σωστός πιερότος. Με έβαψε κι η Γιώτα, η μεγαλύτερη ξαδέρφη της Εύης υπό την εποπτεία όλων. Το πάρτυ είχε σταματήσει και είχαν συγκεντρωθεί άπαντες γύρω από τον παρείσακτο επισκέπτη. Όταν είχα γίνει κι εγώ ένας απ’ αυτούς ξαναξεκινήσαμε. Δεν πέρασε λίγη ώρα και ένα μεγαλύτερο αγόρι μου έδειξε γελώντας στο σύνθετο μια φωτογραφία της Κατερίνας με την ίδια στολή. Ό,τι αυτοπεποίθηση είχα ανεβάσει, καταρρακώθηκε.

«Στα πρόβατα μεγαλώσαμε, στην καλύβα» η μόνιμη επωδός της μάνας μου. «Εσείς έχετε τα πάντα και δεν εκτιμάτε τίποτα». Όρθωνε το ανάστημά της κάθε φορά που ζητούσαμε να μας αγοράσει κάτι. Από παιχνίδι έως στολή για τις Απόκριες. «Σιγά που θα σου πάρω στολή πέντε χιλιάδες για να τη βάλεις μια φορά. Με πέντε χιλιάδες παίρνω πέντε κιλά κρέας τρώμε μια βδομάδα». Ξεμπέρδευε με ένα πιστόλι, ένα καουμπόικο καπέλο, μια μάσκα. Άντε και καμιά σερπαντίνα. Μας φορούσε το τζιν μας και το καρό μας το πουκάμισο κι εμείς με το Σούλη τον μικρότερο αδελφό μου λέγαμε ντυθήκαμε ‘καμπόηδες’. Πλέον όχι στην Κατερίνα αλλά στο πάρτυ του δημοτικού την τελευταία Παρασκευή πριν την Καθαρά Δευτέρα. Ο Σούλης δεν έδινε σημασία. Διασκέδαζε με την καρδιά του όπως και να ‘χε. Όμως εμένα εδώ μου καθόταν η παρέλαση των αγορασμένων στολών. Πειρατές, χελωνονιτζάκια, στρουμφάκια, χανούμισσες, νοσοκόμες. Άλλη χάρη. Άλλο εφέ. Βοηθούσαν βέβαια και τα σχόλια των άλλων. «Πάλι έτσι ντύθηκες;» άρχιζε ειρωνικά η αχώνευτη η Φωτούλα. Μάζευε τα κορίτσια της τάξης γύρω της και χασκογελούσαν.

Κι ενώ από την Πρώτη έως την Τετάρτη την είχα βγάλει φτωχός και μόνος αυτοσχέδιος καμπόης –χωρίς τα γιλέκα, τα κρόσσια, τα αστέρια των άλλων– στην Πέμπτη πάτησα πόδι. «Φέτος θα μου πάρετε στολή. Αστυνομικός θα πάω ντυμένος, σαν τον μπαμπά». Εις μάτην. Πήρε η μάνα μου το παλιό σακάκι του πατέρα μου –δεκαπέντε νούμερα μεγαλύτερο γιατί ήταν και τσουπωτός ο καημένος– και το ταψί-καπέλο του, μου έβαλε κι ένα μπλε σκούρο κοτλέ που είχα και με έστειλε στη γιορτή. Κι ό,τι περίσσευε απ’ το σακάκι παραχωμένο μες στο παντελόνι. Τα δε μανίκια γυρισμένα πέντε φορές. Έβγαζε μάτι το κοτλέ, δεν άργησε να το επισημάνει η γλωσσού η Φωτούλα, opinion leader της τάξης, της οποίας την κρίση έτρεμαν όλοι, μπροστά στους πάντες. Δεν είχα πού να κρυφτώ εγώ. Άφησα το πάρτυ γύρισα σπίτι.

Ακόμα πιο αποφασισμένος στην Έκτη κλαψούριζα για μέρες στη μάνα μου να μου αγοράσει επιτέλους μια κανονική στολή. Άρχισα το ψάλσιμο από νωρίς. Φρόντιζα να εισβάλλω ειδικά τις ώρες που ερχόταν η γειτόνισσα η κυρά-Έλλη για καφέ μπας και ντραπεί. «Μαρή μουρλή αγόρασέ του μία. Παιδί είναι, να χαρεί» σιγοντάριζε εκείνη. Η μάνα μου ανυποχώρητη. Στο τέλος με τα πολλά, τα ανηλεή μου παρακάλια συμβιβαστήκαμε να μου ράψει αυτή μία στην παλιά της την Singer. Επιδέξια ράφτρα, εμπειρική, της άρεσε η λύση. «Νίντζα» λέω, «είναι εύκολη. Μόνο μαύρο ύφασμα θέλει». Συμφώνησε. Μας πήρε μέτρα κι εμένα και του Σούλη. Κι έπεσε με τα μούτρα στο γάζωμα. Εκείνη τη χρονιά δεν ήταν μόνο η γιορτή του σχολείου. Μας είχε καλέσει και η φίλη μου η Βούλα στο μασκέ του εξωραϊστικού συλλόγου της παραδίπλα γειτονιάς. Στην περίφημη ντισκοτέκ Τζονάτα. Αλλά εκεί δεν θα ήξερα σχεδόν κανέναν. Σε ποιον να επιδειχθώ; Πήγα ωστόσο γιατί θα είχαν κλόουν από την Αθήνα και λαχειοφόρο αγορά για ένα κασετόφωνο.

Πέμπτη βράδυ ήταν το πάρτυ στη Τζονάτα. Η στολή του νίντζα μου είχε εφαρμόσει ταμάμ. Παραδόξως μου είχαν πάρει και σπαθί. Κανείς δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν ετοιματζίδικη. Αυτό όμως ήταν η πρόβα μονάχα. Η παράσταση η κανονική θα δινόταν την άλλη μέρα το πρωί στο σχολείο. Με πήγε η αδερφή μου. Γυρίσαμε με ταξί. Κανά μισάωρο μετά την επιστροφή, το πήρα χαμπάρι. Δεν είχα την κουκούλα. Την είχα ξεχάσει στο αμάξι. Κινητά δεν υπήρχαν τότε. Και CB είχαν πολύ λίγοι. Οι πιθανότητες να μας την γυρίσει ο ταξιτζής μηδαμινές. «Δεν σου έχω πει να προσέχεις;» με μάλωσε η μάνα μου. Απαρηγόρητος εγώ πάσχιζα να βρω λύση.

«Να φορέσω του Σούλη».

«Έχεις μια κεφάλα να, σαν του πατεριασμένου σου. Δεν θα σου χωρέσει». (Πράγματι, Ντεπόζιτο με φώναζαν στη γειτονιά.)

«Να ράψεις άλλη».

«Δεν έχω άλλο ύφασμα. Τέλειωσε το τόπι».

«Να κόψεις το λαιμό σου να βρεις. Πάρε τη φόδρα από μια φούστα σου. Φτάνει. Δεν φτάνει;»

«Είναι φθαρμένες όλες οι φόδρες».

«Ούτε μια καλή δεν έχεις;».

«Μα να κόψω την καλή μου τη φούστα; Μία έχω κι εγώ».

«Μια ζωή σαν τον καθυστερημένο θα είμαι; Αμάν πια με εσάς εδώ μέσα!» επαναστάτησα. Κοπάνησα την πόρτα και πήγα να κοιμηθώ.

Ξύπνησα ανόρεχτος το πρωί κι αποφασισμένος να μην πάω. «Έλα βρε πάρε την κουκούλα σου» είπε η μάνα μου και μου την πέταξε στο κρεβάτι. Σηκώθηκα έτρεξα πίσω της. «Την έφερε ο ταξιτζής;». «Όχι». «Τι;». «Δανείστηκα από την κυρά Έλλη. Ξενύχτησα και στην έφτιαξα». «Πάλι καλά Θε μου» ψιθύρισα, φόρεσα τα ρούχα του νίντζα, πήρα και το σπαθί και ξεκίνησα για το σχολείο. Βγαίνοντας πήρε το μάτι μου στο μπαλκόνι την καλή της τη φούστα γυρισμένη το μέσα έξω, ξηλωμένη και χωρίς τη φόδρα. «Μα…εγώ…» πήγα να ψελλίσω. Κι αν είχα κερδίσει στη διελκυστίνδα μας, πύρρειος η νίκη μου. Πόσο μου κακοφάνηκε να έχει υπαναχωρήσει η αγέρωχη μάνα μου απ’ τη θέση της. Να έχει περάσει το δικό μου. Πήγα σχολείο, αλλά ασήκωτη η κουκούλα όλη μέρα. Χίλια κιλά. Αμόνι. Ούτε παράσταση έδωσα. Ούτε τίποτα. Την άλλη χρονιά πήγα γυμνάσιο. Εκεί δεν κάναμε γιορτή μασκέ. Θεωρούμασταν πια μεγάλοι. Κι έτσι έκλεισαν τον κύκλο τους οι παιδικές μου Απόκριες αφήνοντάς μου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όσο κι αν το πάλεψα, μια γεύση ήττας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη