Βούτηξε μέσα στο παρελθόν του και βγήκε στεγνός. Δεν είχε τίποτα σημαντικό για να θυμάται. Δεν κατάφερε τίποτα, δεν απέτυχε πουθενά. Ήταν μια απαρατήρητη μετριότητα. Μα επιτέλους… Πώς είναι δυνατόν να μην έχει αφήσει ένα αποτύπωμα κάπου; Πώς είναι δυνατόν να μην έκανε πραγματικούς φίλους; Ορκισμένους εχθρούς; Να μην επηρέασε κανέναν; Μήπως δεν έζησε ποτέ; Μήπως η ύπαρξή του δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα ψέμα, μια φάρσα που του κάνει κάποιος; Κι αν είναι έτσι, γιατί τώρα αισθάνεται λύπη, οίκτο για τον εαυτό του, τρόμο, ίσως, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων; Δεν έχει, όμως, σημασία τι αισθάνεται. Σημασία έχει ότι αισθάνεται κάτι. «Αισθάνομαι, άρα υπάρχω», σκέφτηκε. Αλλά πάλι, τι σημασία έχει το ότι αισθάνεται… Αφού δεν έχει κανέναν για να του το δείξει. «Υπάρχουμε μέσα από τους άλλους». Κι αν δεν υπάρχουν οι άλλοι, δεν υπάρχουμε ούτε εμείς. Κοίταξε γύρω του. Κόσμος πηγαινοερχόταν, πέρναγε από τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη, πήγαινε στις δουλειές του, στους έρωτές του, από δω, από κει… Αυτός, όμως, δεν υπήρχε για κανέναν. Πέρναγαν από δίπλα του χωρίς να του δίνουν σημασία, από πάνω του, από κάτω του, από μέσα του, χωρίς να τον ακουμπάνε, χωρίς να υποψιάζονται καν την ύπαρξή του. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή, σαν τον πίνακα του Μουνκ, λίγο δοκιμαστικά, να δει αντιδράσεις. Ούτε ο ίδιος δεν την άκουσε.
Πώς βρέθηκε να ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας μέχρι τον τρίτο όροφο, να ανοίγει το παράθυρο του διαδρόμου και να φουντάρει από εκεί στο κενό… δεν το κατάλαβε. Μόνο λίγο πριν τελειώσουν όλα, πρόλαβε να ακούσει τους περαστικούς να στριγγλίζουν και να δείχνουν προς το μέρος που έπεφτε. Τον είχαν δει. Και έτσι, στις τελευταίες στιγμές της ύπαρξής του, βεβαιώθηκε ότι υπήρξε…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]