Ήταν το δέρμα μου γυμνό και μόνο στην Ιπποκράτους, όταν βγήκα από τον Νέο Ακάδημο, έχοντας απολαύσει τους «Άθικτους»∙ ήταν τα νύχια της νύχτας, ο ψυχρός Αττικός ουρανός, με το χρυσό φεγγάρι στο κεφάλι μου στεφάνι και το μάτι μου ανοιχτό γεμάτο υγεία –έμπαινε βαθύτερα στα χρώματα: στα κόκκινα, στα κίτρινα∙ σε κάθε λογής φουστάνι και φόρεμα των καλλίγραμμων κυριών. Οκτώβρης του 2021, να αναζητώ τη ζωή μου. Γιατί μπορώ πάντα να αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι – πεινασμένος από το πάθος του δρόμου. Το σώμα εκείνο με τα λουλούδια, που άπλωνα τα χέρια μου στην ομορφιά, καθισμένος κάτω από μια φιλική νεραντζιά, να ανασαίνω το πόδι που ερωτεύτηκα μια καλοκαιρινή βραδιά στην Λάρισα, τη δύναμη, να δαμάζω, της στεντόρειας σιωπής. Τώρα, στην Χαριλάου Τρικούπη, μια κλούβα στα σκοτεινά, να δίνω αναφορά σε παράξενους ανθρώπους ντυμένους με πράσινες στολές –εξωγήινα πλάσματα– για όλο τον κόσμο, είμαι ο Ευθύμιος Λέντζας, από τα βλαχοχώρια και την καυτή Θεσσαλία. Μες στη βροχή αδέσποτα σκυλιά τραγουδάνε τις ρόδες στην άσφαλτο. Το πλήθος γυρίζει γύρω από τον εαυτό του και μια νεαρή που μιλάει στο τηλέφωνο μου χαμογελά με οικειότητα. Μια παρέα με δυο κορίτσια κι ένα τύπο με μούσι καλοφτιαγμένο μπαίνουν σ’ ένα ταξί και χάνονται. Άφησα την ανάσα μου σαν τσίχλα στη νεραντζιά και σαν έτοιμος για αυτοκτονία μπήκα στο μπαράκι «Ξένος». Τίναξα την κούραση από τα πόδια και κάθισα στο πρώτο σκαμπό της μπάρας, μπροστά από τη θέση του dj. Καλύτερα από μια καλησπέρα, το χαμόγελο που ανταλλάξαμε με τη μπαργούμαν –ήρθε το πρώτο ποτό και ήταν λες κι ανέβηκα το πρώτο σκαλί για τον ουρανό. Από ένα όνειρο βρέθηκα στα 900 μέτρα, και κάτω από τα πόδια μου η χαράδρα του Βίκου να περνάει: μουσικής πνοή και θάνατος με τις καλύτερες προθέσεις για το νεανικό μου κορμί. Όταν η ομορφιά σε αγγίζει από όλες τις μεριές, δεν έχει σημασία αν βρίσκομαι στην Αβδέλλα ή στην Πλάκα, στον Πλαταμώνα ή στην Γλυφάδα. Έχω στην τσάντα μου δυο ροδάκινα, ένα άψητο τοστ με διπλό κασέρι και υποφέρω ως άνθρωπος που στάθηκε στην καταιγίδα και δεν λογάριασε τις βρεγμένες του κάλτσες. Κάνα δυο ποτά αργότερα βγήκα από τον «Ξένο», με το μυαλό της ηδονής, με τη σελήνη και την τέχνη απλησίαστα. 355 χιλιόμετρα – μακρινά μου δάκρυα∙ λειψός στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, λέω πως απόψε βρέχει σε όλο τον κόσμο κι είναι όμορφα θεέ μου – είναι όμορφα τα βρεγμένα μαλλιά μου και τα κλαδιά στα σκοτεινά πεζοδρόμια με τους άστεγους και δυο πρεζάκια που αγκαλιάζονται στο παγκάκι, έχουν να χάσουν μόνο ο ένας τον άλλον. Είμαι συνηθισμένος άνθρωπος, μια συνηθισμένη νύχτα, ανάμεσα σε τόσους συνηθισμένους ανθρώπους και ξαφνικά φυσάει δυνατός βοριάς και θέλω να φτάσω στο Πολύγωνο με τα πόδια – απελπίζομαι λίγο και ξεσπάω σε γέλια – γουστάρω τη φάση γιατί έχω πόδια κι ανάσα. Στην Ευελπίδων κάνω στάση για τσιγάρο… Είναι μια μαύρη γυναίκα που βγαίνει από το Πεδίον του Άρεως με μια σακούλα στα χέρια, με χρωματιστά παλιόρουχα∙ ένα μωρό βαστάει στο βυζί της∙ περισσότερο σαν απειλή παρά σαν απόλαυση. Φτάνει, λέω, με όλη αυτή τη βροχή και το γαμημένο φεγγάρι με τα κίτρινα και τα κόκκινα… Στο διάολο, λέω, και μισή ώρα μετά φτάνω στο σπίτι, πετάω τα ρούχα στο πάτωμα και ξαπλώνω στον καναπέ∙ στρίβω το τελευταίο τσιγάρο που μου έχει απομείνει και κοιτάω το ταβάνι… Αναρωτιέμαι αν είμαι ευτυχισμένος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ernst Haas (1954). Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]