frear

Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ: Όταν επιβιώνουν οι λέξεις

Μετάφραση-επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης

Ήταν Ιάπωνες ταξιδιώτες που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 υπενθύμισαν στον Γκερτ-Γιαν Γίμνικ, ότι δεν έχει μόνο ένα βιβλιοπωλείο, αλλά κάτι περισσότερο: μια ιστορική ευθύνη. Έρχονταν με λεωφορεία –ακόμα έρχονται, αποβιβάζονται, μπαίνουν στο κατάστημα, κάποιοι του ζητούν αυτόγραφο. Έρχονταν ακόμα κι «όταν δεν υπήρχε αυτός ο Άννα – Φρανκ – τουρισμός».

Σήμερα η εβραιοπούλα θεωρείται σχεδόν αγία στην Ιαπωνία. Και εδώ, στον χώρο του καταστήματος του Γίμνικ, νοτίως του Άμστερνταμ, στεγαζόταν παλαιότερα το βιβλιοπωλείο Blankevoort, όπου τον Ιούνιο του 1942 η Άννα Φρανκ αγόρασε με τον πατέρα της ένα καρό κόκκινο άλμπουμ ποιημάτων, ένα δώρο για τα δέκατα τρίτα γενέθλιά της. Επρόκειτο να γίνει το διασημότερο ημερολόγιο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Στις 12 Ιουνίου 1942 η Άννα έγραψε τις πρώτες γραμμές. Και την πρόταση: «Ελπίζω να είσαι για μένα ένα μεγάλο στήριγμα».

75 χρόνια αργότερα, ο Γκερτ -Γιαν Γίμνικ κάθεται σε ένα σκαμπό μπροστά στο μαγαζί –μέσα δεν υπάρχει χώρος, παντού βρίσκονται βιβλία. Ο 68χρονος είναι βιβλιοπώλης και ιστορικός, κυρίως όμως είναι ένας πολιτικά ενεργός άνδρας, που έχει αποδεχθεί την ευθύνη για τη διατήρηση της μνήμης της Άννα Φρανκ.

Ο Όττο Φρανκ, ο πατέρας της Άννας, εγκαταστάθηκε το 1933 μετά τη διαφυγή του από τη Γερμανία στην περιοχή Rivierenbuurt, νοτίως του Άμστερνταμ, ελπίζοντας ότι εδώ θα μπορούσε να ζήσει πια ελεύθερος με την οικογένειά του. Η σύζυγος και οι κόρες του Άννα και Μαργκότ τον ακολούθησαν το 1934. Τα κτήρια, στα οποία εγκαταστάθηκε η εβραϊκή μεσαία κυρίως τάξη, ήταν κάποτε νεόχτιστα. Σήμερα, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα και ανοιχτά καφέ τούβλα και τα λευκά κουφώματά τους, δεν διαφέρουν καθόλου από τα παλιά.

 

Το παρελθόν δεν εγκαταλείπει τους ανθρώπους

Στον Γίμνικ αρέσει να δείχνει στους επισκέπτες την πλατεία Merwede, λίγα μέτρα απόσταση από το βιβλιοπωλείο του. Δυο άνδρες λιάζονται κιόλας αυτό το απόγευμα στην απλά διαμορφωμένη έκταση του πάρκου. Μπροστά τους στέκεται η Άννα, μπρούτζινη, με μια μικρή βαλίτσα πάνω σ’ ένα βάθρο. Εδώ είχε γράψει τις πρώτες καταχωρήσεις στο ημερολόγιό της τον Ιούνιο του 1942. Πρόκειται για αναφορές στην καθημερινότητα μιας 13χρονης, για τις φίλες, τα αγόρια και το πινγκ πονγκ.

Δέκα χρόνια, λέει ο Γιάμνικ, αγωνιζόταν για τη δημιουργία του αγάλματος της Άννας. Γι’ αυτόν η Άννα «συμβολίζει όλους τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν». Από τους 17.000 Εβραίους της περιοχής, μόνο 3.000 επέζησαν το Ολοκαύτωμα. Ο ίδιος γνωρίζει τις ιστορίες πολλών θυμάτων και κάποιες τις έχει διηγηθεί πολλές φορές.. Την ιστορία ενός άνδρα, παραδείγματος χάριν, ο οποίος έχασε τη γυναίκα του και δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πια στον δρόμο που ζούσαν μαζί. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον θάνατό του έμενε σε έναν κάθετο δρόμο με θέα το κοινό τους σπίτι. «Το παρελθόν δεν εγκαταλείπει τους ανθρώπους».

Αλλά και η μπρούτζινη Άννα γυρίζει και ρίχνει το βλέμμα της στα σπίτια της πλατείας. Μπροστά από το νούμερο 37 έχουν ενσωματωθεί στο πλακόστρωτο τέσσερις μεταλλικές πλάκες μνήμης. Εδώ ζούσε η οικογένεια Φρανκ, μέχρι που η κατάσταση για τους Εβραίους της Ολλανδίας έγινε επικίνδυνη: «Θέλαμε να φύγουμε, μόνο να φύγουμε και να φτάσουμε ασφαλείς. Τίποτ’ άλλο», έγραφε η Άννα στις 8 Ιουλίου 1942.

Οι Φρανκ κρύφτηκαν μαζί με την οικογένεια βαν Πελς και αργότερα με τον οδοντογιατρό Φριτς Πφέφερ στο πίσω σπίτι του κτηρίου στην οδό Πρίντσενγκραχτ 263, τέσσερα μόνο χιλιόμετρα απόσταση βορειοδυτικά, στο κέντρο του Άμστερνταμ. Στο κτήριο της πρόσοψης στεγαζόταν το κατάστημα του πατέρα της Άννας, ο οποίος ήταν έμπορος μπαχαρικών.

Δεν σταμάτησε ποτέ να ελπίζει

 

Σήμερα υπάρχει μια απλή επιγραφή στην πρόσοψη του κτηρίου: «Anne Frank Huis» και μπροστά του μια ουρά τουριστών με κοντά παντελόνια και σανδάλια. Είναι μια μέρα στα τέλη του Μάη, λίγο μετά τις έξι. Ζέστη κι ένας πλανόδιος μουσικός που παίζει στο βιολί «Viva la Vida». Τι κακόγουστα, τι ταιριαστά!

Στο εσωτερικό οδηγεί μια στενή ξύλινη σκάλα στον παλιό χώρο του γραφείου, που σήμερα είναι άδειος. Πιο πέρα οι επισκέπτες μπορούν να ανεβούν από μια στενή σκάλα πίσω από την βιβλιοθήκη στο κρησφύγετο. Δεν έχουν μείνει και πολλά από την παλιά επίπλωση: Υπολείμματα μιας υποτυπώδους κουζίνας, ένας νιπτήρας, η τουαλέτα. Υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα εξαιτίας του κινδύνου να γίνουν αντιληπτοί.

Στον τοίχο υπάρχουν μολυβιές, με τις οποίες η γονείς μετρούσαν το ανάστημα των κορών τους. Η Άννα είχε ψηλώσει 13 εκατοστά στα δυο χρόνια που ήταν κρυμμένη εδώ, σ’ αυτόν τον καταθλιπτικό χώρο. «Έχω μια αίσθηση σαν να είμαι ένα πουλί που ένα χέρι σκληρό του έχει  βγάλει τα φτερά, που μέσα στο απόλυτο σκοτάδι πετά και πέφτει πάνω στα σύρματα του στενού κλουβιού του», σημειώνει τέλη Οκτωβρίου 1943, ακόμα κι αν ποτέ δεν σταμάτησε να ελπίζει.

Στις 4 Αυγούστου 1944 οι ναζί ανακαλύπτουν την κρυψώνα και μεταφέρουν τους φυγάδες στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άγνωστο παραμένει μέχρι και σήμερα, αν τους πρόδωσε κάποιος και αν ναι, ποιος. Μόνο ο Όττο Φρανκ επέζησε. Η Άννα πέθανε στις αρχές του 1945 από τύφο και εξάντληση στο στρατόπεδο Μπέργκεν – Μπέλζεν.

Οι άνθρωποι πρέπει να νιώσουν το κενό


Ο Ρόναλντ Λέοπολντ κοιτάζει από το γραφείο του στο σπίτι. Από το 2011 είναι διευθυντής του Ιδρύματος Άννα Φρανκ. «Θέλουμε το σπίτι να είναι προσβάσιμο σε όλους», λέει. Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον που υπάρχει, καθιστά την πραγματοποίηση της επιθυμίας του κατά καιρούς δύσκολη:

Πέρσι ήρθαν 1,3 εκατομμύρια επισκέπτες, διπλάσιοι από ό,τι πριν 20 χρόνια. Ένας στους δυο είναι κάτω των τριάντα χρονών. Περισσότερα από 400 άτομα δεν επιτρέπεται άμεσα να μπουν για λόγους ασφαλείας. «Η πιο δυνατή ιδιότητα του σπιτιού είναι η γύμνια του», λέει ο Ρόναλντ Λέοπολντ. Το Ολοκαύτωμα έχει αφήσει και στο Άμστερνταμ, όπου ένας στους δέκα πολίτες ήταν Εβραίος, ένα μεγάλο κενό. Κενό, που οι τουρίστες δεν αισθάνονται στην κοσμοπλημμύρα της πόλης. Εδώ, στο σπίτι της Άννας Φρανκ, πρέπει να το νιώσουν.

«Δεν θέλουμε να μετατρέψουμε το σπίτι σε εκθεσιακό χώρο», λέει ο Λέοπολντ. Ωστόσο, το μουσείο θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στους επισκέπτες και να ενημερώνει, επειδή πολλοί δεν διαθέτουν τις ιστορικές γνώσεις. «Έχουμε κατορθώσει τον στόχο μας, όταν οι άνθρωποι φεύγουν με ερωτηματικά», λέει. «Με ερωτήσεις που αφορούν την δική τους δράση και συμπεριφορά».

 

Όλοι έχουν την επιθυμία να μπορούν να είναι ο εαυτός τους

 

Ο Λέοπολντ έχει ένα αγαπημένο σημείο στο ημερολόγιο. Πρόκειται για μια σύντομη πρόταση που ταιριάζει στο 2017: «Αφήστε με να είμαι ο εαυτός μου (…)», έγραφε η Άννα στις 11 Απριλίου 1944. Ο Λέοπολντ επαναλαμβάνει την πρόταση πολλές φορές. Η επιθυμία, να μπορεί να είναι κάποιος ο εαυτός του, ισχύει για όλους.

«Δεν θα μείνω ασήμαντη. Θα δουλέψω στον κόσμο, θα δουλέψω για τους ανθρώπους», είναι μια ακόμα πρόταση της νεαρής κοπέλας με ημερομηνία 11 Απριλίου 1944. Με τραγικό τρόπο το έχει κατορθώσει, πιστεύει ο Γκερτ-Γιαν Γίμνικ στην άλλη άκρη της πόλης βλέποντας το ενδιαφέρον για την ιστορία της να αυξάνεται. Και ταυτόχρονα συμπληρώνει: «Γιατί προς το παρόν έχουν μερικοί άνθρωποι επιρροή στην παγκόσμια ιστορία του μέλλοντος, οι οποίοι όπως όλα δείχνουν δεν έχουν ιδέα για το παρελθόν».

⸙⸙⸙

[Δημοσιεύθηκε στη γερμανική εφημερίδα Τaz, στις 12.06.2017. H 12η Ιουνίου είναι παγκόσμια ημέρα ημερολογίου. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: