Κώστας Β. Κατσουλάρης, Αφαίας και Τελαμώνος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2021.
Τα είκοσι τέσσερα, εντατικής ποικιλομορφίας διηγήματα της συλλογής διακρίνονται κυρίως τόσο από τη συνειδητή λιτότητα της δυναμικής, άρτια επεξεργασμένης έκφανσής τους, όσο και από τη διαδοχική, εμφανώς δόκιμη χρήση του στοιχείου της ανατροπής. Συγκρατώ ότι το μικρότερο σε έκταση κείμενο απαρτίζεται από είκοσι (20) λέξεις. Συνιστά δε τον επίλογο του έργου. Πρόκειται για μια οιονεί ανάπτυξη χάι κου. Τιτλοφορείται «Αναμνηστική δόση». Το παραθέτω αυτούσιο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Στέκεται κι αυτό το βράδυ κάτω από το μπαλκόνι της, σκιά ανάμεσα στις λεύκες. Πίσω από τις ασάλευτες κουρτίνες, σκοτάδι». Άλλα διηγήματα προτείνουν αντιστοίχως αναλυτικότερες εκδοχές έκφρασης. Εννοώ εν προκειμένω όσα υιοθετούν αμιγώς πραγματιστικές στρατηγικές λόγου, οι οποίες ανάγονται φέρ’ ειπείν και στην παράδοση τoυ λεγόμενου μη-επινοημένου πεζογραφήματος, ήτοι τo non-fiction είδος που εγκαινίασε, ως γνωστόν, τον προηγούμενο αιώνα στις Η.Π.Α. ο Τρούμαν Καπότε, δημοσιεύοντας το Εν ψυχρώ, το εμβληματικό εκείνο μυθιστόρημά του. Έτσι διαβάζω π.χ. τη διηγητικά νευρώδη, ενδεκασέλιδη «Εθνική Πινακοθήκη», η οποία αναπτύσσει τα όσα αφορούν στην εκκωφαντική κλοπή έργων τέχνης, στο κέντρο της Αθήνας, που απασχόλησε προ καιρού το σύνολο των Μ.Μ.Ε. Εδώ η παράθεση των δεδομένων διαρθρώνει τη λογική του νοήματος της ιλαροτραγωδίας του Homini Sapientis των ημερών μας: η εμμανής τελειοποίηση των εργαλείων γνώσης οδηγεί μαθηματικά στην πλήρη υπονόμευση του εγώ, αν τηρηθεί η λανθασμένη χρήση τους. Η αστυνομική ειδησεογραφία συντελεί έτσι, μέσα ασφαλώς από τους κατάλληλους χειρισμούς του συγγραφέα, στην ανάδειξη απώτερων ψυχοπνευματικών τοπίων.
Στον αντίποδα των ανιαρών, των περιττών υποπροϊόντων της δήθεν μετανεωτερικής γραφής, οι εναργείς μικρόκοσμοι, πλήρεις δισήμων εννοιών του Κώστα Β. Κατσουλάρη (Άρτα, 1968) εκθέτουν τις γωνίες και τις όψεις τους με χαρακτηριστική υφολογική σύνεση. Η υπενθύμιση των ζωτικών λεπτομερειών του βίου αποτελεί, θαρρώ, το μείζον δημιουργικό αίτιο και αιτιατό των καταγραφών. Η λεκτική σύνθεση, η συνολική κειμενική προαίρεση ενεργεί ως να ήταν ο κατ’ εξοχήν σύμμαχος των ικανών και αναγκαίων εκείνων υπενθυμίσεων, όπως ακριβώς ορίζεται από τον πλατωνικό Φαίδρο, δηλαδή: «ούκουν μνήμης αλλά υπομνήσεως φάρμακον» (βλ. 275 επ.).
Βεβαίως έχουν προηγηθεί χρόνια επιτυχών εγχειρημάτων, όπου οι ομολογουμένως λειτουργικές προωθήσεις των πρωταρχικών κειμενικών σχεδίων σε αυτόνομα αισθητικά προϊόντα μαρτυρούν τους υψηλούς δείκτες σύνθεσης. Οι ευθύβολες αυτές δημιουργίες λόγου δείχνουν στο πεδίο των αναβαθμισμένων κειμενικών εμπεδώσεων, εκτός των άλλων, πώς έχουν συμβάλει αποφασιστικά στο συγγραφικό διάβημα οι επίμονες λαξεύσεις των εκφραστικών μέσων. Εξ ου και οι δίκαιες βραβεύσεις που επακολούθησαν. Στο παρόν μάλιστα άθροισμα διηγημάτων η αξιοποίηση συν τοις άλλοις του μινιμαλιστικού τρόπου γραφής αποδίδει πλείστους καρπούς. Επισημαίνω τον υποδειγματικό βαθμό συγκλήρωσης των συγκεκριμένων αφηγηματικών υλικών, τα οποία επέλεξε για την περαιτέρω προβολή τους ο έμπειρος συγγραφικός νους. Έτσι από τα ελάχιστα δεδομένα αυτών των αποτυπώσεων, δηλαδή από το σχεδόν τίποτα των φαινομένων της καθημερινότητας αναδεικνύεται συνειρμικά επιτέλους το πράγματι πραγματικό. Και μάλιστα από αρκετές, ιδιαίτερα βολικές γωνίες θέασης. Κοντολογίς, τα κατά τα φαινόμενα απλά, τα δήθεν μονοσήμαντα συμβάντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς συναποτελούν τους κόμβους της πρόσφορης καταγραφής των ουσιών. Άλλωστε «τα συμβάντα είναι που καθιστούν τη γλώσσα δυνατή», όπως τονίζει και δικαίως ο Ζιλ Ντελέζ.
Τονίζω επίσης την καθ’ όλα αποδοτική συνύπαρξη ορισμένων υβριδικών μικροδοκιμίων, ήτοι διηγημάτων καθαρά δοκιμιακού χαρακτήρα, τα οποία επαυξάνουν με τον τρόπο τους την όλη αναγνωστική απόλαυση. Αποσπώ τα εξής ενδεικτικά από το «Η ψυχή λίγο πριν το βάλει στα πόδια», που αποτελεί το σημαίνον, το προτελευταίο κομμάτι του βιβλίου: «Λένε πως, όταν περνάει ο καιρός, η ζωή αποκτά διαφάνεια και καθαρότητα. Πως, όταν κατακάθεται ον κουρνιαχτός, όταν κοπάζει το βουητό που αφήνουν πίσω τους στα γεγονότα, η αλήθεια πετάγεται πηχτή και βελούδινη, όπως η ψυχή λίγο πριν το βάλει στα πόδια. Τώρα βυθίζεσαι στο σκοτάδι σου ακόμα περισσότερο˙ νιώθεις, κατανοείς τα περασμένα ακόμα λιγότερο. Πετάγεσαι από το μαξιλάρι, μισανοίγεις τα βλέφαρα και ψελλίζεις: Ποιος νοιάζεται για την αλήθεια; Τι σημασία μπορεί να έχει η πραγματικότητα; […] Λένε πως, όταν περνάει ο καιρός… Άκου. Άφησα τον καιρό να περάσει, άφησα τη σκόνη από τα γεγονότα να κατακάτσει· τις επιθυμίες, τους φόβους, τόση λαχτάρα για τόσα πολλά, τα ξεκόλλησα ένα ένα από πάνω τους, σαν θρύψαλα γυαλιών μέσα από ζωντανή σάρκα. Κάθομαι τώρα και τα κοιτάζω, παρατηρώ το κουφάρι τους, και μου μοιάζουν ακόμα πιο παράξενα, ακόμα πιο άυλα κι εξωπραγματικά – ακόμα λιγότερο γεγονότα. Τίποτα να διηγηθείς».
Η ιδιαίτερα φορτισμένη ανά τους αιώνες λέξη «αλήθεια», σε διπλή μάλιστα εμφάνιση και σε ελάχιστη όντως απόσταση η μία από την άλλη, ως να ήταν εδώ ένα κυρίαρχο μοτίβο διαλογισμού, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, εμμέσως πλην σαφώς σε συγκεκριμένο χωρίο του νιτσεϊκού καταπιστεύματος. Μεταφέρω κατά λέξη τους εξής χαρακτηριστικούς δείκτες: «Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και που δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο» (βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, εκδόσεις Εκκρεμές, 2009). Φρονώ ότι η φιλοσοφική απόκλιση λογίζεται στο προαναφερόμενο διήγημα όχι απλώς έγκυρη, αλλά και συναρπαστική.
Επισημαίνω και την εμφανή παρεμβολή του ονειρικού κεκτημένου. Σε συνδυασμό ενίοτε με τις παρεισφρήσεις ενός πρόδηλου μαγικού στοιχείου συνιστά ευκρινές στίγμα των θεματικών παραλλαγών. Αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτών των ειδολογικών σχηματισμών είναι κατ΄ εξοχήν τα εισαγωγικά διηγήματα με τίτλο «Το τέρας κάτω από την Άμυνα» και «Κοσμική βουτιά» αντιστοίχως. Γραμματικές εικόνες, ιδιαίτερης πάντα ευκρίνειας, τόσο από το ατομικό, όσο και από το συλλογικό ασύνειδο φορτίζουν συγκινησιακά την εξιστόρηση των παθών. Το επαρκώς θεμελιωμένο προνόμιο του μαγικού ρεαλισμού και ό, τι απορρέει από αυτό αναγνωρίζεται πλήρως και στις εν λόγω περιπτώσεις. Ο εξορκισμός του Κακού τελείται κατά συνεκδοχή: η ύπαρξη δεν υποχωρεί, προσβλέπει στο ευ ζην. Το παρόν είναι μια ρωγμή του χρόνου από όπου αναφαίνονται οι πιθανότητες της ενδεχόμενης μύησης στην απόλαυση. Το παν είναι ζήτημα θερμοκρασίας του είναι. Ό,τι δηλαδή υπαινίσσονται τα διηγητικά υποκείμενα στα ως άνω δύο διηγήματα. Αλλά και στο επίσης εισαγωγικό εκείνο «Πειρασμός στον Άγιο Αντώνιο»: η καταφανής αγγελική παρουσία τεκμηριώνει άλλη μια φορά τις διακλαδώσεις του ιδεατού – αντικειμενικού – συμβολικού στο ίδιο πλαίσιο των αναφορών και αυτοαναφορών. Κι όλα αυτά, ας το επαναλάβω, με υποδειγματική οικονομία του ρήματος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Édouard Boubat. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]