Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Η καταγωγή της λύπης, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2021.
Από πού κατάγεται η λύπη; Ποια η πατρίδα, οι ρίζες, οι πρόγονοί της; Τα ερωτήματα που με τον τίτλο του νέου πονήματός του ‒μυθιστορήματος αυτή τη φορά‒ Η καταγωγή της λύπης ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος προκαλεί, εμπεριέχουν εν σπέρματι και τις απαντήσεις. Η πατρίδα, ως γενέθλιος κυρίως τόπος που μας σφραγίζει, οι ρίζες, το γενεαλογικό μας δέντρο, φυλλοβόλο ή αειθαλές, οι πρόγονοι, οι σύγγονοι αλλά και οι επίγονοί μας, οι άνθρωποι εντέλει, ως παρουσίες αλλά κυρίως ως εν ενεργεία (κάποτε και ως εν δυνάμει) απουσίες γεννούν, τρέφουν, συντηρούν τη λύπη μας.
Καταχρηστική αλλά όχι εντελώς αυθαίρετη η χρήση του πρώτου προσώπου ‒ δεν είναι, δεν είμαστε όλοι το ίδιο· ο Παπαμόσχος τη δική του ματιά καταθέτει, ποια ματιά, το βίωμα, τα βιώματα, τις ρίζες της δικής του λύπης ξεδιπλώνει, σπαράγματα των οποίων στα πρότερα διηγήματά του συναντήσαμε. Όμως ‒και σ’ αυτό διαφέρει ο συγγραφέας που δικαιωματικά φέρει τον τίτλο‒ μέσα από το προσωπικό βίωμα εκφράζεται η ανθρώπινη κατάσταση, που μας αφορά άρα και μας εμπεριέχει όλους. Σε μια εποχή, ειδικά, που αποθεώνει την άνευ όρων και αιτιών χαρά, Η καταγωγή της λύπης έρχεται μετά λόγου και αιτίας να υπερασπιστεί το χρέος απέναντι στη μνήμη, διότι μόνον έτσι, μνημονεύοντας τις πληγές και παράλληλα φροντίζοντάς τες θα κατακτηθεί η α-λυπία, όπως ο Πλάτωνας και οι Στωικοί την περιγράφουν. Σε καμία, βεβαίως, περίπτωση με την α-μνησία. Η γραφή, για τον Ηλία Λ. Παπαμόσχο, αποτελεί λόγο ύπαρξης αφού, μέσω αυτής επιτυγχάνεται η αυτοσυνειδησία, συγ-κρατούνται όσα εκτός αυτής θα σαρωθούν από τη λήθη, θα αφανιστούν, συν-τηρούνται ‒αναστημένοι‒ εν ζωή οι πεφιλημένοι εκλιπόντες. Μέσω αυτής, ξορκίζεται, χωρίς να απαλείφεται, ο θάνατος.
Στην Καταγωγή της λύπης, λοιπόν, παρακολουθούμε τη διαδρομή και τις στάσεις του κεντρικού ήρωα, του Αλέκου (που αποτελεί το μυθιστορηματικό ego του συγγραφέα) από και έως την Καστοριά, με ενδιάμεσους σταθμούς την Πάτρα των φοιτητικών χρόνων, την Αθήνα της πρώτης επαγγελματικής πορείας και καθοριστικής σημασίας παρακαμπτηρίους σε νοσηλευτικά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. Οι τόποι περιγράφονται τόσο όσο χρειάζεται να αναδειχθεί το χνάρι τους στον άνθρωπο. Σαφώς ισχυρή η επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στη γενέτειρα, εκεί όπου σχηματίζονται οι πρώτες παραστάσεις, διαμορφώνονται οι παιδικές και εφηβικές συντροφιές, οι συνήθειες, χτίζονται σχέσεις και δεσμοί. Και το τεχνητό περιβάλλον, βέβαια ‒ με προεξάρχον το πατρικό σπίτι‒ που στεγάζει τις ανάσες, τις σκέψεις και τα όνειρα, τις σκανταλιές αλλά και το ανθρώπινο δράμα. Ο φακός όμως μένει πιστά εστιασμένος στους ανθρώπους, ως εάν ο τόπος να είναι οι άνθρωποι ή αλλιώς ο βιωμένος από εκείνους χώρος. Και ο χρόνος ανάλογα, όμως, παρότι εν πολλοίς ευθύγραμμος, τους κύκλους ζωής εμπεριέχει των θνητών. Διό και η λύπη.
Πολλά τα πρόσωπα που δρουν καταλυτικά στην παιδική και εφηβική ηλικία και παρότι είναι λογικό περισσότερο αυτά του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος (πατέρας, μητέρα, αδελφή) στην περίπτωση ωστόσο του Παπαμόσχου η επίδρασή τους έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος, μιας και εξ αρχής καθορίζουν την κοινή μοίρα της νόσησης και υφαίνουν ένα πέπλο θανάτου. Άλλου είδους η επιρροή του ομηλίκου Παντελή: από το βάθρο του θαυμασμού, θα τεθεί ‒δικαίως‒ εντός παρενθέσεων, συμβάλλοντας έτσι στην ενηλικίωση του Αλέκου.
Η τελευταία, η ενηλικίωση δηλαδή, θα ολοκληρωθεί (;) μακράν της εστίας, εν Πάτραις, όταν ο ήρωας θα δοκιμάσει και θα δοκιμαστεί σε επιλογές που καθορίζουν τη στάση ζωής: έρωτα, ενδιαφέροντα, σπουδές. Πολλά θα αλλάξουν από τότε αλλά ο πυρήνας θα παραμείνει σταθερός: αναγνώσεις-γραφές, ακροάσεις-μουσικές, ο κάθε μορφής έρωτας πηγή ζωής, οι ρίζες συνδετικός για την ύπαρξη ιστός.
Η Αθήνα φαντάζει ‒δεν είναι τελικά‒ ο τόπος πραγμάτωσης των επιθυμιών. Θα οδηγήσει όμως στη συνειδητή επιλογή της επιστροφής. Ο ομφάλιος λώρος ως εάν να μην κόπηκε ποτέ, στον γενέθλιο τόπο θα ανθίσουν αγάπη και συγγραφή, με λίπασμα τους πρόωρους αποχωρισμούς (μάνας και αδελφής) αλλά και τον μεταγενέστερο του πατρός. Εκεί θα γεννηθούν παιδιά κανονικά και γραπτά. Εκεί η κορύφωση του προσωπικού δράματος σε σάρκα (ευτυχώς όχι οστά). Η Θεσσαλονίκη αναγκαία ‒όπως και με την περίπτωση του πατέρα‒ παρακαμπτήριος για την σωτηρία οδός και ξανά, μετά την τρώση, επιστροφή στης νέας εστίας τη θαλπωρή.
Στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου (έπονται το έβδομο και το ακροτελεύτιο «Το σπίτι»), το πλέον συνταρακτικό, συντελείται η κορύφωση του προσωπικού δράματος. Τρεις μόλις παράγραφοι για τις είκοσι δύο σελίδες, συμπυκνώνουν όλη τη μάχη, εσωτερική και εξωτερική με τον καρκίνο. Παρότι η αφήγηση εξακολουθεί τριτοπρόσωπη, στην ουσία γινόμαστε μέτοχοι μιας καταλογάδην κατάθεσης ψυχής. Που συνάμα αποτελεί και ύμνο στην αγάπη. Ύμνο εν τέλει στη ζωή ως την άλλη του θανάτου όψη:
Θα τρεφόταν απ’ τον θάνατο, ο θάνατος θα τον έτρεφε, θα συντηρούσε τη ζωή. Κι αυτός τόσο καιρό θα ζούσε με τον φόβο, με τον φόβο που γινόταν κάποιες στιγμές σιγουριά ότι θα πεθάνει. Θα ζούσε με τον θάνατο, μέσα του, θα τον καλόπιανε, ίσως να του ’λεγε για το φως ιστορίες, για να τον αφήσει να ζει. Κατάλαβε πως η ζωή εμπεριέχει τον θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή, πως είμαστε φτιαγμένοι από θάνατο και ζωή, μπορεί για κάποιο διάστημα ο θάνατος να κυριαρχεί και γι’ άλλο η ζωή, όπως στα μάτια εκείνου του ανθρώπου, ο φόβος του θανάτου κι η αγάπη γι’ αυτή, ο θρίαμβος του θανάτου κι η πίκρα για τη ζωή, όπως στα μάτια εκείνου του γλάρου και κάθε ζωντανού, άλλοτε το φως κι άλλοτε το σκοτάδι κυριαρχεί, άλλοτε η ανάσα κι άλλοτε η πνιγμονή, και σκεφτόταν πως αυτά σε ισορροπία βρίσκονται μόνο μέσα στο φιλί, πως παίρνεις ανάσα και την κρατάς, ή τη μεταγγίζεις στον άλλον κι εκείνος σ’ εσένα τη δική του ζωή, όταν δίνεται το φιλί, γι’ αυτό ένιωσε κατάβαθα, και το έζησε κατάβαθα, πως η αγάπη είναι ζωή, η αγάπη της γυναίκας, του παιδιού, του φίλου η αγάπη, κι η κατανόηση για το σκοτάδι, όπως για ένα λυπημένο παιδί, κι η συγκίνηση για το φως, όπως για χαρούμενο παιδί, για το φως και για τη σκιά κατανόηση είναι η αγάπη, για τον θάνατο και τη δίδυμη αδερφή του τη ζωή. Σαν εκείνο τον γλάρο κι αυτός, σαν κι εκείνον τον άνθρωπο, τον έτρεφε ο θάνατος για να μπορέσει να αγαπήσει, να εκτιμήσει, να επιθυμήσει τη ζωή, πρέπει ν’ αγαπήσεις τον θάνατο για ν’ αγαπήσεις τη ζωή, ίσως πιο πολύ απ’ το να ζήσεις έχει σημασία να αγαπήσεις, και πάνω απ’ όλα να την αγαπήσεις τη ζωή, όμως και τον δίδυμο τον αδελφό της, μαζί, γιατί δικός σου είναι κι αυτός κι αυτή.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]