Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης
Ένα ανέκδοτο της ύστερης σοβιετικής εποχής μιλά για δύο αντιφρονούντες, οι οποίοι είναι ξαπλωμένοι στα διπλανά κρεβάτια μιας ψυχιατρικής κλινικής. Έχουν διαγνωστεί πως πάσχουν από «σχιζοετεροδοξία», μια κατάσταση που απαιτεί να υποβάλλονται σε μια θεραπεία η οποία θα καταστρέψει τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Ο ένας λέει στον άλλον: «Δεν μπορώ να πιστέψω πως μας φυλάκισαν και μας βασάνισαν με την πρόφαση μιας ψεύτικης ψυχιατρικής διάγνωσης επειδή απλώς επικρίναμε την κυβέρνηση. Σ’ όλο τον κόσμο όμως υπάρχουν άνθρωποι που μας θυμούνται: φιλελεύθεροι, συντηρητικοί, ανένταχτοι κομμουνιστές… Δεν μας έχουν ξεχάσει». Ύστερα από λίγη ώρα σιωπηρής περισυλλογής, ο άλλος αντιφρονών γελά και μουρμουρίζει: «Έχω την υποψία, ξέρεις, πως η διάγνωση του κράτους όσον αφορά τη διανοητική σου κατάσταση ίσως και να ’ναι σωστή».
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, που ενίοτε χαρακτηρίζεται ως ο Τσέχωφ των γκουλάγκ, πέθανε σε μια απ’ αυτές τις κλινικές. Γεννημένος το 1907 με πατέρα έναν Ρώσο ορθόδοξο ιερέα φιλελεύθερων πολιτικών πεποιθήσεων, ο Σαλάμοφ μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και αποκλείστηκε από την ανώτερη εκπαίδευση εξαιτίας των οικογενειακών του καταβολών. Το 1926, κατόρθωσε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας για να σπουδάσει νομική, όμως ένας συμφοιτητής του τον κατήγγειλε με την κατηγορία ότι «αποκρύπτει την κοινωνική του προέλευση» και αποβλήθηκε. Το 1929 συνελήφθη επειδή υποστήριζε ένα περιθωριακό φοιτητικό κίνημα που απαιτούσε τη δημοσίευση μιας επιστολής γνωστής ως «η Διαθήκη του Λένιν», η οποία αμφισβητούσε τις ηγετικές ικανότητες του Στάλιν. Καταδικάστηκε σε καταναγκαστική εργασία στα Ουράλια όρη, όπου εργάστηκε σ’ ένα εργοστάσιο χημικών για τρία χρόνια και παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, επέστρεψε στη Μόσχα κι έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος.
Το 1937, στην αρχή του Μεγάλου Τρόμου, συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης στην Κολιμά, που βρίσκεται στον αρκτικό Βορρά της Ρωσίας, το πιο τρομακτικό τμήμα των γκουλάγκ, όπου εξόρυσσαν χρυσό και άλλα μέταλλα υπό ακραίες συνθήκες. Το 1943 καταδικάστηκε σε άλλα δέκα χρόνια, απ’ ό,τι φαίνεται επειδή διέπραξε το έγκλημα να ισχυριστεί πως ο εμιγκρές συγγραφέας και βραβευμένος με Νόμπελ Ιβάν Μπούνιν (1870-1953) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους «κλασικούς Ρώσους λογοτέχνες». Αφού αποφυλακίστηκε το 1951, επέστρεψε για να εγκατασταθεί στα περίχωρα της Μόσχας, μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953. Τρία χρόνια αργότερα αποκαταστάθηκε επίσημα και του χορηγήθηκε μια μικρή αναπηρική σύνταξη. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα που είχε γράψει τα τελευταία χρόνια και να εργάζεται πάνω σε αυτό που θα γινόταν Οι ιστορίες από την Κολιμά [1].
Κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στα γκουλάγκ, ο πρώτος γάμος του Σαλάμοφ τερματίστηκε και η κόρη του τον απαρνήθηκε. Ξαναπαντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και ο γάμος κράτησε μέχρι το 1966, όμως δεν φαινόταν ευτυχισμένος. Όπως πολλοί πρώην τρόφιμοι των γκουλάγκ, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μιλά όσο το δυνατόν λιγότερο και να παραμένει σιωπηλός κάθε φορά που ένα τρίτο πρόσωπο, πιθανόν πληροφοριοδότης, ήταν παρόν. Επιπλέον, η προϊούσα κώφωσή του δυσχέραινε την επικοινωνία. Καθώς βρέθηκε άστεγος στο τέλος της δεκαετίας του ’70, ο Σαλάμοφ εισήχθη σε γηροκομείο, όπου οι συνθήκες ήταν παρόμοιες με εκείνες στα γκουλάγκ.
Όσοι τον επισκέπτονταν σχολίαζαν πως οι πυτζάμες που του είχαν δώσει έμοιαζαν με αυτές των φυλακισμένων. Επιστρέφοντας στη ζωή των στρατοπέδων, έκρυβε ψωμί κάτω απ’ το στρώμα και συσσώρευε κύβους ζάχαρης. Σχεδόν τυφλός πλέον, υποφέροντας από απώλεια του μυϊκού ελέγχου και της ισορροπίας ως αποτέλεσμα των ασθενειών Μενιέρ και Πάρκινσον, και μιλώντας με δυσκολία, συνέχισε να γράφει ποιήματα και να τα απαγγέλλει στους επισκέπτες. Σε συνδυασμό με τη δημοσιότητα που προσέλκυσαν οι ιστορίες του, μερικές απ’ τις οποίες είχαν εκδοθεί τότε στο εξωτερικό, το γεγονός αυτό φαίνεται πως προκάλεσε την τελευταία του μετακίνηση. Τον Ιανουάριο του 1982 μια ψυχιατρική επιτροπή διέγνωσε πως πάσχει από άνοια. Σχεδόν γυμνός μέσα στο δυνατό κρύο, αντιστεκόμενος έντονα και πιθανόν πιστεύοντας πως επέστρεψε στην Κολιμά, οδηγήθηκε σε ψυχιατρείο όπου και πέθανε από πνευμονία μερικές μέρες αργότερα.
Ο Σαλάμοφ ισχυριζόταν πως στα γκουλάγκ δεν είχε μάθει τίποτα εκτός απ’ το πώς να σπρώχνει ένα φορτωμένο καρότσι. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος μελετητής του Τσέχωφ και ιστορικός του σταλινισμού Ντόναλντ Ρέιφιλντ στην εισαγωγή του για τη μεγαλειώδη αγγλική έκδοση των ιστοριών του Σαλάμοφ, ο Ρώσος συγγραφέας δεν είχε πάντοτε αυτή την άποψη.
Ένα κείμενο που γράφτηκε το 1961, με τίτλο «Τι είδα και τι έμαθα στα γκουλάγκ» [2], δείχνει πως είχε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Ανάμεσα σ’ έναν κατάλογο σαράντα πέντε διδαγμάτων που απεκόμισε ήταν τα εξής: «ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι τρομερά εύθραυστος» – λόγω της σκληρής εργασίας, του ψύχους, της πείνας και των ξυλοδαρμών, ο άνθρωπος γίνεται κτήνος μέσα σε τρεις βδομάδες· οι άνθρωποι είναι άνθρωποι επειδή αρπάζονται απ’ τη ζωή περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ζώο – κανένα άλογο δεν επιβιώνει στις συνθήκες εργασίας του Βορρά· οι μόνοι άνθρωποι που διατηρούν ένα ελάχιστο ίχνος ανθρωπιάς είναι οι θρησκευόμενοι· οι γυναίκες δείχνουν μεγαλύτερη αξιοπρέπεια και αυτοθυσία από τους άνδρες· τα κομματικά στελέχη και οι στρατιωτικοί είναι οι πρώτοι που καταρρέουν· το χαστούκι αποτελεί βαρύνουσας σημασίας επιχείρημα για έναν διανοούμενο· αν ένας συγγραφέας γνωρίζει πράγματι το υλικό του, θα γράψει με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην τον καταλαβαίνει.
Ο πρώτος τόμος των Ιστοριών από την Κολιμά διαιρείται σε τρεις ενότητες που περιέχουν ογδόντα έξι ιστορίες. Στον «Βιβλιοπαλαιοπώλη», ο Σαλάμοφ αφηγείται πως όταν εργαζόταν ως νοσοκόμος στο στρατόπεδο άκουσε για τις φαρμακευτικές τεχνικές που χρησιμοποιούνταν με σκοπό να καταπνίξουν τη βούληση των κατηγορουμένων στις εικονικές δίκες. Στο «Ζαχαρούχο γάλα», ένα σχέδιο απόδρασης εγκαταλείπεται όταν φτάνουν οι κονσέρβες με το εν λόγω έδεσμα. «Το πεύκο-νάνος» αποτελεί έναν στοχασμό αναφορικά με το ομώνυμο δέντρο της Σιβηρίας που φυτρώνει σε σχισμές στις πλαγιές των βουνών. Το βιβλίο περιέχει διαμάντια, καθένα απ’ τα οποία διατηρεί την αυτοτέλειά του. Όλα μαζί αποτελούν μέρος ενός ψηφιδωτού μοναδικού στην παγκόσμια λογοτεχνία. Όντας μια μάχη με τη μνήμη συγκρίσιμη με αυτή του Προυστ και του Μπέκετ, πρόκειται για ένα έργο τέχνης υψηλότατου επιπέδου από έναν συγγραφέα με αξιοθαύμαστη τόλμη και φιλοδοξία.
Πληροφορούμαστε από τον Ρέιφιλντ πως ο Σαλάμοφ «απέρριψε κάθε πίστη από τη νεαρή του ηλικία». Στα γραπτά του δεν υπάρχει καμία νύξη για κάποια θεία πρόνοια του είδους που διαποτίζει τα κείμενα του Σολζενίτσιν ή του Ντοστογιέφσκι όταν θυμόταν την εξορία του στη Σιβηρία την εποχή του τσαρισμού. Ωστόσο, η άρνηση της πίστης στον Σαλάμοφ υπερέβαινε την απλή απόρριψη του μονοθεϊσμού. Παρ’ όλο που καταγράφει σπάνιες στιγμές καλοσύνης, στις ιστορίες του επ’ ουδενί δεν εμφανίζεται η υποτιθέμενη λυτρωτική δύναμη της «ανθρώπινης ψυχής». Στο έργο του, όπως παρατηρεί ο Ρέιφιλντ, «μόνο τα ζώα φέρονται με ευγένεια – η αρσενική αρκούδα και ο σπίνος που αποσπούν την προσοχή του κυνηγού ώστε οι σύντροφοί τους να μπορέσουν να ξεφύγουν, το χάσκι που εμπιστεύεται τους κρατουμένους και γαυγίζει στους φύλακες ή η γάτα που βοηθά έναν κρατούμενο να πιάσει ψάρια».
Τα στρατόπεδα στράγγιξαν την ανθρωπιά από τους κρατούμενους: «όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα –η αγάπη, η φιλία, η ζήλεια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα– μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας» [3]. Με τον καιρό πολλοί τρόφιμοι έγιναν dokhodiagi ή «ξοφλημένοι», ζωντανοί νεκροί που τριγύριζαν στα στρατόπεδα σέρνοντας τα πόδια τους μέχρι την οριστική λήθη. Κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων που πέρασε στα γκουλάγκ, έξι από τα οποία ήταν στην Κολιμά, ο Σαλάμοφ έγινε ένας από αυτούς τους ξοφλημένους. Είχε φτάσει στο σημείο να μην τον νοιάζει πλέον η ζωή του, σώθηκε όμως από έναν γιατρό που τον βοήθησε να γίνει νοσοκομειακός υπάλληλος και να επιβιώσει.
Ο κόσμος που περιγράφει ο Σαλάμοφ είναι άδειος από ανθρώπινο νόημα. Έχει ατονήσει κάθε έννοια ελπίδας, ηρωισμού ή τραγωδίας. Αν οι κρατούμενοι θρηνούσαν, αυτό συνέβαινε επειδή αδυνατούσαν να κουμπώσουν τα παντελόνια τους για να προφυλαχθούν από το κρύο. Αν επιχειρούσαν να δραπετεύσουν, αυτό γινόταν συνήθως την πρώτη τους χρονιά στο στρατόπεδο, προτού καταρρεύσουν. Αν μια ευκαιρία εμφανιζόταν ξαφνικά στη ζωή τους, ήταν υπερβολικά εξουθενωμένοι ή απαθείς ώστε να την εκμεταλλευτούν. Όσοι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αφήσουν πίσω τους ό,τι είχαν δει εκεί. «Ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος με την ικανότητά του να ξεχνάει» [4], έγραψε ο Σαλάμοφ. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αρνούμενος να ξεχάσει.
Η λήθη δεν είναι μια παθητική διαδικασία, αλλά μέρος της διεργασίας της μνήμης, η οποία κατασκευάζει ένα συνεκτικό παρελθόν από ασύνδετες εμπειρίες. Ο Σαλάμοφ αποκήρυξε τα συνήθη λογοτεχνικά είδη επειδή, όπως η μνήμη, αποκρύπτουν πώς πραγματικά ζούμε. Σε μια περιγραφή της παραμονής του στα Ουράλια δίνει τον υπότιτλο «Αντιμυθιστόρημα», και, παρ’ όλο που τα χρόνια εγκλεισμού στα στρατόπεδα καθόρισαν το έργο του, αρνήθηκε πως είναι συγγραφέας των γκουλάγκ. «Η γραφή μου δεν έχει περισσότερη σχέση με τα στρατόπεδα απ’ όσο η γραφή του Εξυπερί με τον ουρανό ή του Μέλβιλ με τη θάλασσα». Έμοιαζε με τον Τσέχωφ στον τρόπο με τον οποίο η αντίληψή του για τα ανθρώπινα συνδύαζε τον αμερόληπτο ρεαλισμό με την άκαμπτη αυστηρότητα. Θα ήταν λάθος ωστόσο να διαβάσουμε τον Σαλάμοφ ως εάν να εφάρμοζε κάποιου είδους λογοτεχνικό ρεαλισμό. Όπως η ποίησή του, που συνέχιζε μια προεπαναστατική συμβολιστική παράδοση, ο αέναος κύκλος των ιστοριών που έγραψε ο Σαλάμοφ για τα γκουλάγκ βρίθει πολλαπλών νοημάτων.
Μεταξύ των ιστοριών που περιλαμβάνονται εδώ, το «Με το λεντ-λιζ» περιέχει τον πλέον εύγλωττο συμβολισμό. Όταν μια αμερικάνικη μπουλντόζα φτάνει στην Κολιμά υπό το πρόγραμμα λεντ-λιζ του 1941-1945 –σύμφωνα με το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εφοδίαζαν τη Σοβιετική Ένωση, μεταξύ άλλων, με τροφή κι εξοπλισμό προκειμένου να βοηθήσει στην πολεμική προσπάθεια εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας– φέρνει στο φως έναν μαζικό τάφο, κατά την αποψίλωση μιας δενδρόφυτης πλαγιάς:
Ο τάφος, ο ομαδικός τάφος των κρατουμένων, ένας πέτρινος λάκκος, στοιβαγμένος μέχρι πάνω με άλιωτους νεκρούς από το τριάντα οκτώ ακόμα, είχε καταρρεύσει. […] Αυτά τα ανθρώπινα σώματα κυλούσαν τώρα στην πλαγιά, σαν να ετοιμάζονταν να αναστηθούν. […] Όλα ήταν άλιωτα: τα αγκυλωμένα δάχτυλα των χεριών, τα σαπισμένα δάχτυλα των ποδιών – πληγές μετά από κρυοπαγήματα, ξυσμένο μέχρι αίματος δέρμα και φλογισμένα από την πεινασμένη λάμψη μάτια […] Κι ύστερα θυμήθηκα την ακατάσβεστη φωτιά του κύπερου, την άγρια ανθοφορία της καλοκαιρινής ταϊγκά, που προσπαθούσε να κρύψει μέσα στη βλάστηση, στα φυλλώματα, κάθε ανθρώπινο έργο, καλό και κακό. Ότι η βλάστηση ξεχνάει ακόμα πιο εύκολα από τον άνθρωπο. Κι αν ξεχάσω εγώ, θα ξεχάσει και η βλάστηση. Αλλά η πέτρα και οι αιώνιοι πάγοι δεν θα ξεχάσουν. [5]
Εδώ μια φρικιαστική παρωδία της χριστιανικής ιδέας περί ανάστασης αναμειγνύεται μ’ ένα όραμα της διαρκώς αναγεννώμενης Φύσης που φέρνει στον νου τον σιβηρικό ανιμισμό. Τα ανθρώπινα όντα πεθαίνουν και λησμονιούνται. Κάθε χρόνο ένας καινούργιος κόσμος γεννιέται, ο οποίος δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτά. Η πέτρα όμως δεν ξεχνά, και, αναγκάζοντας τον εαυτό του να θυμάται τα χρόνια που πέρασε στα στρατόπεδα, ο Σαλάμοφ ίσως είχε γίνει όπως η πέτρα. Παρ’ όλα αυτά, δεν ανήκε στους παγωμένους νεκρούς. Οι ιστορίες του είναι πλημμυρισμένες από αναλαμπές λυρισμού όταν εγκαταλείπει προς στιγμήν την ψυχοφθόρο εργασία για να δει την καταπράσινη γη που αναγεννάται γύρω του.
Ο Σαλάμοφ έγραψε για τα στρατόπεδα σαν να ήταν από μόνα τους ένας ολόκληρος κόσμος. Στην πραγματικότητα το γκουλάγκ δεν αποτελούσε ένα αυτόνομο σύστημα. Η μεγάλη πλειονότητα των τροφίμων δεν βρισκόταν εκεί εξαιτίας πολιτικών παραπτωμάτων, αλλά ήταν συνηθισμένοι Ρώσοι που καταδικάστηκαν επειδή έκλεψαν κρατική περιουσία ή σαμπόταραν την παραγωγή. Επιπλέον, η πείνα και ο πόλεμος μετέβαλλαν τη σύνθεση των κρατουμένων. Τα γκουλάγκ είχαν διαπερατά σύνορα, με εκατομμύρια ανθρώπων να μπαινοβγαίνουν διαρκώς. Οι απειλητικές για τη ζωή συνθήκες που επιβάλλονταν στους τροφίμους αποτελούσαν ακραίες εκδοχές των στερήσεων που ήδη υπήρχαν στη σοβιετική κοινωνία.
Ένας από τους συγκρατούμενους του Σαλάμοφ περιέγραψε την Κολιμά ως «Άουσβιτς χωρίς τους φούρνους». Η αναλογία είναι άστοχη. Στην Κολιμά ενδέχεται να πέθαινε κάθε χρόνο περίπου το ένα τέταρτο ή το μισό των κρατουμένων από έναν πληθυσμό που κυμαινόταν μεταξύ 500.000 κι ενός εκατομμυρίου ανθρώπων. Τα στρατόπεδα εξόρυξης χρυσού όμως στον ρωσικό Βορρά δεν υπήρχαν –όπως στην περίπτωση των στρατοπέδων εξόντωσης του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα– μόνο για να σκορπίζουν τον θάνατο. Ήταν κομμάτι ενός συστήματος δουλείας, το οποίο προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες σπατάλες ανθρώπινων ζωών στην ιστορία, κι εδώ ακριβώς είναι δυνατή η σύγκριση με τον ναζισμό.
Και τα δύο συστήματα χρησιμοποίησαν την καταναγκαστική εργασία σε κολοσσιαία κλίμακα. Η ναζιστική δουλεία βασίστηκε σε φυλετικά κριτήρια, ενώ η σοβιετική της εκδοχή δεν έκανε τέτοιου είδους διακρίσεις. Ξεκίνησε την εποχή του Λένιν, όταν η πλειονότητα όσων στέλνονταν στα γκουλάγκ προερχόταν από τους χωρικούς και τους εργάτες των εργοστασίων, κι επεκτάθηκε ώστε να περιλάβει ανθρώπους κάθε κοινωνικού στρώματος. Η επιστράτευση της καταναγκαστικής εργασίας στην υλοποίηση μεγαλεπήβολων εγχειρημάτων άρχισε το 1931 με την κατασκευή της Διώρυγας της Λευκής Θάλασσας, όπου πέθαναν δέκα χιλιάδες τρόφιμοι. Στην πράξη η διώρυγα αποδείχθηκε υπερβολικά ρηχή και στενή ώστε να χρησιμοποιηθεί ευρέως. Ωστόσο, η καταναγκαστική εργασία συνέχισε να χρησιμοποιείται σε παρόμοια σχέδια, ενώ τα στρατόπεδα ανεφοδιάζονταν με καινούργιους κρατούμενους όταν οι υφιστάμενοι τρόφιμοι πέθαιναν ή ήταν πολύ εξαντλημένοι για να εργαστούν.
Πολλοί Δυτικοί στοχαστές έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τα γκουλάγκ ως μια συνέχεια του τσαρικού συστήματος εξορίας και καταναγκαστικής εργασίας. Ωστόσο, παρ’ όλο που οι συνθήκες στην εποχή των τσάρων ήταν ενδεχομένως σκληρές, καθώς περιελάμβαναν κτηνώδη μαστιγώματα, δεν υπέφεραν ιδιαίτερα όλοι οι εξόριστοι. Ο Λένιν, όταν βρέθηκε εξορισμένος σ’ ένα μακρινό χωριό της Σιβηρίας το 1897, νοίκιασε ένα άνετο δωμάτιο σε μια ιδιωτική κατοικία. Λάμβανε βιβλία που δανειζόταν από βιβλιοθήκες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, τα οποία χρησιμοποίησε για να γράψει τη μελέτη χάρη στην οποία έγινε θεωρητικός του μαρξισμού, την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία (1899). Επιπλέον, τα γκουλάγκ ήταν διαδεδομένα σε τέτοια κλίμακα ώστε να μην μπορούν να συγκριθούν με τίποτε άλλο κατά την περίοδο του τσαρικού καθεστώτος. Μεταξύ των ετών 1929 και 1953, περίπου δεκαοκτώ εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από τα γκουλάγκ.
Οι αρχιτέκτονες του συστήματος των στρατοπέδων ήταν σαφείς ως προς τα προοδευτικά του διαπιστευτήρια, όπως συνέβαινε άλλωστε και με τους Δυτικούς θαυμαστές του. Ο Τρότσκι απέρριψε την ιδέα περί αναποτελεσματικότητας της καταναγκαστικής εργασίας ως «το χειρότερο είδος αστικής προκατάληψης». Όταν ο φιλελεύθερος ακαδημαϊκός και υπεύθυνος πληροφοριών κατά τη διάρκεια του πολέμου Όουεν Λάτιμορ επισκέφθηκε την Κολιμά μαζί με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Χένρι Ουάλας το 1944, επαίνεσε το στρατόπεδο επειδή έμοιαζε με την Tennessee Valley Authority του Ρούζβελτ. Ο Σαλάμοφ, που καταγράφει την επίσκεψη στην ιστορία του «Ιβάν Φιόντοροβιτς», αναφέρει πως ο Ουάλας σχολίασε ότι συνήθιζε να επιδίδεται σε αυτού του είδους την εργασία στη φάρμα του. Μόνο τη δεκαετία του 1950 ο Ουάλας παραδέχτηκε πως οι καλοταϊσμένοι κρατούμενοι που συνάντησε ήταν στην πραγματικότητα φύλακες με στολές τροφίμων.
Μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ήρθαν στη διάθεσή μας στοιχεία που έδειχναν την κλίμακα των γκουλάγκ, πολλοί Δυτικοί διανοούμενοι αρνούνταν το μέγεθος του ανθρώπινου κόστους τους. Σήμερα έχει ενηλικιωθεί μια καινούργια γενιά στη Ρωσία, και πολλοί εξ αυτής αντιμετωπίζουν τον Στάλιν με σεβασμό. Στις δυτικές χώρες ο κομμουνισμός έχει γίνει για ακόμη μία φορά της μόδας στη jeunesse dorée [χρυσή νεολαία]. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που σκοτώθηκαν ή είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται έχουν λησμονηθεί ξανά. Αν ο λιγομίλητος αντιφρονών στο υστεροσοβιετικό ανέκδοτο είχε με κάποιο τρόπο επιβιώσει μέχρι σήμερα, θα εξακολουθούσε να γελάει.
❧
Σημειώσεις
1. Varlam Shalamov, Kolyma Stories, μτφρ. Donald Rayfield, τόμ. Α΄, NYRB Classics, 2018 [ελλ. έκδ.: Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολιμά, πρόλ.-μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Ίνδικτος, Αθήνα 2011].
2. Βλ. Βαρλάμ Σαλάμοφ, «Τι είδα και τι έμαθα στα Γκουλάγκ», μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, Στέππα, τχ. 9 (Άνοιξη 2018), σ. 117-120.
3. Βαρλάμ Σαλάμοφ, «Ξηρά τροφή», Ιστορίες από την Κολιμά, ό.π., σ. 76-77.
4. Ό.π., σ. 93.
5. Βαρλάμ Σαλάμοφ, «Με το λεντ-λιζ», ό.π., σ. 668-671.
⸙⸙⸙
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «Varlam Shalamov’s Gulag stories», περ. New Statesman, 15 Αυγούστου 2018 (η ηλεκτρονική δημοσίευση προσπελάστηκε στις 14.07.2021). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]