frear

Όψεις του νεοκαρυωτακισμού – του Κοσμά Κοψάρη

Ο νεοκαρυωτακισμός ως κριτικό και ως ποιητικό φαινόμενο αφορά την εξακολουθητική επίδραση του Καρυωτάκη σε νεότερους ποιητικούς ομοτέχνους του, ιδίως της ποιητικής Γενιάς του ’70. Οι ποιητές αυτής της περιόδου εμφανίζουν θεματικά εκλεκτικές συγγένειες με την καρυωτακική ποίηση σε ζητήματα που σχετίζονται τόσο με την κοινωνική διαμαρτυρία όσο και με την υπαρξιακή ενδοσκόπηση. Από την άλλη, η ίδια η μορφή του Καρυωτάκη συνιστά μια αρχετυπική φιγούρα για κείνους που τούς επηρεάζει σημαντικά ως στάση ζωής, καθιερώνοντας την οπτική του περιθωρίου.

Σε σχέση με αυτό το θέμα, σημαντικές οι επισημάνσεις του Τζιόβα για την κοινωνική διάσταση του νεοκαρυωτακισμού:

«Συνδυάζοντας υπαρξιακό άγχος, ποιητική αυτό-αναφορικότητα και κοινωνική καταγγελία ο Καρυωτάκης λειτούργησε ως το κατεξοχήν πρότυπο αλλά και αίνιγμα. [….]

Στις συνειδήσεις των νεότερων ο Καρυωτάκης εγγράφεται ως κοινωνικός ποιητής, ως αυτός που θέτει επί τάπητος τη σχέση του ποιητή όχι τόσο με την κοινωνία όσο με την κοινωνική εξουσία. Ο καρυωτακισμός, λοιπόν, δεν είναι τόσο ποιητικό φαινόμενο όσο κοινωνικό και αισθητικό, που αφορμάται από το χώρο της ποίησης για να προεκτείνει την προβληματική σχέση ποιητή και κοινωνικού περίγυρου σε πρόβλημα ατόμου και κοινωνίας.[….]

Ο Καρυωτάκης υιοθετεί το ρόλο του μοναχικού ακροβολιστή και όχι του στρατευμένου, δηλαδή αυτού που έχει ένα αναπτυγμένο συνολικό επαναστατικό όραμα ή πρόγραμμα και θέλει να το επιβάλει.[….]

Είναι φυσικό, λοιπόν, ένας ποιητής που αντιπροσωπεύει μια προσωπική αντίσταση χωρίς προγραμματικούς στόχους, αλλά εκφράζει ένα κλίμα κοινωνικής διάψευσης και αποξένωσης, να βρίσκει απήχηση στους μεταπολεμικούς ποιητές που βιώνουν και αυτοί ανάλογα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Η απήχησή του στους νεότερους είχε κατεξοχήν το χαρακτήρα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο Καρυωτάκης, περισσότερο από τους άλλους μεσοπολεμικούς ομοτέχνούς του, εκφράζει την αίσθηση της στέρησης, χωρίς να έχει αυταπάτες ότι μέσα από την ποίησή του μπορεί να την αμβλύνει. [….]

[….] Επομένως, οι πυκνές αναφορές των μεταγενέστερων στο πρόσωπο του Καρυωτάκη δεν συνιστούν άγονη και αδικαιολόγητη προσωπολατρία, αλλά την εξακολουθητική επαναφορά ενός αισθητικού ζητήματος που ταλανίζει τον μοντέρνο ποιητή: τη ρήξη του με την κοινωνία» [1].

Από την άλλη, ο Γαραντούδης σε σχετική συναγωγή ποιημάτων της γενιάς του ’70 με κοινό χαρακτηριστικό την επικέντρωση στο μυθικό περίβλημα του καταραμένου ποιητή Καρυωτάκη [2], οδηγείται στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια εκ νέου αναβίωση του μεσοπολεμικού καρυωτακισμού σε ηπιότερη ένταση, ωστόσο, με σημείο αναφοράς την «μυθοποιητική άλω του αυτόχειρα, που σαν “χρυσή πανοπλία” περιέβαλε και περιβάλλει την ποίησή του, και μέσω αυτής, τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο ποιητής Καρυωτάκης εξακολουθεί να προσλαμβάνεται ως μυθοποιημένο πρόσωπο, παρά την αυταξία της ποίησής του. [….] Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος των ποιητικών κειμένων του νεοκαρυωτακισμού χαρακτηρίζεται από την κραυγαλέα συμβολική ή και επιδεικτικά αλληγορική χρήση του μεσοπολεμικού ποιητή. Το φάσμα του “καταραμένου” Καρυωτάκη, ως σήμα ψυχικής δυσθυμίας, κοινωνικής διαμαρτυρίας, ανατρεπτικής ιδεολογίας και έκφρασης του ποιητικού αδιεξόδου, διατρέχει τα περισσότερα κείμενα του νεοκαρυωτακισμού» [3].

Οι ανωτέρω δύο κριτικές απόψεις που απηχούν διαφορετικές οπτικές του νεοκαρυωτακισμού, πρέπει να συνδεθούν με τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της Γενιάς του ’70. Η διεισδυτική κριτική ματιά του Ζήρα φωτίζει στο έπακρο τα γνωρίσματα αυτής της ποιητικής Γενιάς:

«Αν υπάρχει μια στράτευση ανάμεσα στους νέους ποιητές αυτή δε λειτουργεί οπωσδήποτε σαν την πολιτική στράτευση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αλλά με την έννοια της ολοκληρωτικής άρνησης των ιερών και οσίων, είτε αυτά ανάγονται σε πολιτικές ιδεολογίες είτε σε αισθητικούς κανόνες που πλαισίωσαν κατά το παρελθόν τη λογοτεχνική δημιουργία και τής στέρησαν, σ’ αρκετές περιπτώσεις, τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί ελεύθερα εμπειρίες, βιώματα ή κι αυτό ακόμα το υπάρχον γλωσσικό υλικό. Όλ’ αυτά δε σημαίνουν βέβαια πως οι νέοι ποιητές δημιουργούν ερήμην των όσων προηγήθηκαν, πως έχουν αποκόψει τις προσβάσεις του ποιητικού λόγου με το παρελθόν. αντίθετα νομίζω ότι με την κριτική στάση τους μπόρεσαν να αντλήσουν αδέσμευτα τα υλικά μιας ποιητικής γλώσσας, που ήδη στην Ελλάδα έχει παρουσιάσει εξέχουσες μορφές στα τελευταία πενήντα τουλάχιστον χρόνια, τα υλικά εκείνα δηλαδή, που από τη μια πλευρά αντέχουν στο χρόνο και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν και σήμερα, και που, από την άλλη πλευρά, έρχονται να πλουτίσουν τη νεώτερη λογοτεχνική έκφραση. Αν επιβιώνουν στην ποίηση των νέων ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, αν πέρα από σταθμοί στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης έχουν μεταγγιστεί σαν φορείς βιωμάτων και γλωσσοπλάστες στους νεώτερους δημιουργούς, αυτό συμβαίνει μάλλον γιατί πέτυχαν με το έργο τους να συλλάβουν τις ανάγκες της ζωής και της τέχνης, που μονάχα αργότερα, μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, θα εμφανίζονταν σε μας τόσο πιεστικές και τόσο επιτακτικές» [4].

Ο Bouchard αποτυπώνει εύστοχα το ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο ανάδειξης της ποιητικής γενιάς του ’70 ως προς τον καταλυτικό του αντίκτυπο στη διαμόρφωση της ιδιάζουσας γλώσσας της για την απόδοση της γενικής απορρύθμισης τότε του κοινωνικού περιβάλλοντος:

«Ποιητές που γεννήθηκαν από το 1942 ως το 1957, δεν γνώρισαν άμεσα τις βιαιότητες του πολέμου-παγκοσμίου και εμφυλίου-αλλά έχοντας μεγαλώσει μέσα στην τοπική και στη διεθνή πολιτική αστάθεια, γνώρισαν προσωπικά την καταπίεση, την περιστολή των ελευθεριών και υπέστησαν τα κατασταλτικά μέτρα του στρατιωτικού καθεστώτος του 1967-1974. Τα στρατόπεδα εκτοπισμών και οι βασανισμοί στιγματίζουν πολιτικά αυτή την περίοδο, αλλά επίσης η άνοδος μιας κοινωνίας καταναλωτικής, καταστρεπτικής για το φυσικό περιβάλλον, καθώς και ο βίαιος εξαστισμός και η μάστιγα του τουρισμού. Το αυταρχικό κράτος στερεί την ελευθερία του λόγου, οργανώνει συστηματικά την παραπληροφόρηση και την εξαπάτηση, επιβάλλει λογοκρισία και έναν παλαιού τύπο συντηρητισμό με τη χρήση μιας γλώσσας ξεπερασμένης. Η απάντηση από τη μεριά των νέων ήταν η ολοκληρωτική άρνηση κάθε εξαναγκασμού, κάθε ιδεολογίας, κάθε σωβινιστικής έκπτωσης. [….]

Ο ποιητικός λόγος αυτής της ομάδας, συχνά θρυμματισμένος, αποδιαρθρωμένος απομακρύνει τη σκουριά της λαλιάς, οικειώνεται τους διάφορους ιδιωματισμούς και τις “απαγορευμένες” εκφράσεις, χρησιμοποιεί τόνους σαρκαστικούς, ειρωνικούς, γελοιοποιεί όλες τις απαγορεύσεις και όλα τα θεμιτά, μη σεβόμενος κανέναν και τίποτε» [5].

Ο Καρυωτάκης για πολλούς νεότερους ποιητές συνιστά το εργαλείο που ενεργοποιεί την ποίηση σε περισσότερο αντικομφορμιστικά πλαίσια τόσο μορφής όσο και περιεχομένου. Όσο ανελεύθερη διαγράφεται η πραγματικότητα στα χρόνια της Δικτατορίας, τόσο ο νεοκαρυωτακισμός απελευθερώνει τους ποιητές από τα κοινωνικά στεγανά και τούς εξοικειώνει με εναλλακτικές μορφές βίωσης του κόσμου, κάνοντάς τους να νιώθουν περισσότερο ελεύθεροι ως δημιουργοί.

Συνοψίζοντας, η ακόλουθη άποψη του Τζιόβα αποδίδει επαρκώς τη σημασία της γόνιμης καρυωτακικής απήχησης στους επιγενόμενους ποιητές, επιβεβαιώνοντας ότι τόσο η καρυωτακική ποίηση όσο και ο αντίκτυπός της ενέχουν πολλαπλή λειτουργία και ανασημασιοδότηση σε διαχρονική βάση:

«Για αρκετούς μεταπολεμικούς ποιητές, ο Καρυωτάκης αντιπροσωπεύει το οξύμωρο σύνδρομο της απωθητικής έλξης προς την κοινωνική πραγματικότητα, από το οποίο πάσχουν και οι ίδιοι. Αφενός, την απωθούν ως πεζή, εχθρική και ασυμβίβαστη προς την ίδια την ποιητική ευαισθησία και την ποιητική τους υπόσταση και, αφετέρου, τους βασανίζει το κοινωνικό άλλοθι της ποίησής τους. Όσο και αν το απωθούν, κατατρύχονται από το άγχος της κοινωνικοποίησης, να δείξουν δηλαδή ότι η ποίησή τους, έστω και συγκρουσιακά, συνάπτεται με την κοινωνία. Και ως προς αυτό ο Καρυωτάκης υπήρξε ο πρώτος διδάξας.[….]

[….] Είναι ένας ποιητής που διαρκώς απειλεί, δείχνοντάς μας πώς το εκρηκτικό του περιεχόμενο δυναμιτίζει και συγκλονίζει τη μορφή χωρίς να την ισοπεδώνει ή να την εκμηδενίζει. Ο Καρυωτάκης οδηγεί την ποίηση στο χείλος του γκρεμού και τη συγκρατεί εκεί μετέωρη, δοκιμάζοντας την αντοχή και τα όριά της, αλλά ανοίγοντας και νέους ριψοκίνδυνους ορίζοντες. Αυτή η αντιφατικότητα και η ριψοκίνδυνη στάση του Καρυωτάκη είναι που ασκούν γοητεία στους μεταγενέστερους. Σε αυτά τα γνωρίσματα είναι σαν να δικαιώνεται η ίδια η ποίηση» [6].

Σημειώσεις

1. Δημήτρης Τζιόβας, «Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς» στο: Επιστημονικό Συμπόσιο: Καρυωτάκης και καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), [Αθήνα 1998],», σσ. 107,110,125.

2. Σε αυτή τη συναγωγή περιλαμβάνονται κατά σειρά παράθεσης, βάσει της συγκεκριμένης κατηγοριοποίησης σε τρεις ομάδες, με ταξινομικό κριτήριο την εστίαση κατά περίπτωση στον άνθρωπο-ποιητή Καρυωτάκη ή στο έργο του, ποιήματα από τους: Κώστα Γουλιάμο, Κατερίνα Γώγου, Γιάννη Κακουλίδη, Γιάννη Κοντό, Μαρία Κυρτζάκη, Γιώργο Παναγιώτου, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Βασίλη Παπαγιάννη, Λευτέρη Πούλιο, Χρύσα Προκοπάκη, Ντίνο Σιώτη, Κώστα Σοφιανό, Βασίλη Στεριάδη, Αλέξη Τραϊανό, Νάσο Βαγενά, Άγγελο Βαλσαμίδη, Ηλία Γκρη, Διονύση Καψάλη, Μαρία Ξενουδάκη, Κώστα Βούλγαρη-Σταύρο Κουτσογιάννη, Μιχάλη Γκανά, Γιώργο Κοροπούλη, Γιάννη Πατίλη, Λίζα Σκοπιμέα (=Έλλη Σκοπετέα), αναλυτικότερα, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η αναβίωση του καρυωτακισμού: Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970» στο: Επιστημονικό Συμπόσιο: Καρυωτάκης και καρυωτακισμός, ό.π., σσ. 195-258.

3. Ό.π. σσ. 197-198.

4. Αλέξης Ζήρας, «Προσεγγίσεις στη νεώτερη ποίηση» στο: Νεώτερη Ελληνική ποίηση: 1965-1980: εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, εκδ. Γραφή, [Αθήνα] 1979, σσ.12-13.

5. Jacques Bouchard, «Η νεοελληνική ποίηση στην μεταπολεμική περίοδο», μτφρ. Αλέξης Ζήρας, Γράμματα και Τέχνες, τχ. 61 (Νοέμβριος 1990), σ. 28.

6. Τζιόβας, ό.π.σσ.111-112.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη