Ανδρέας Μήτσου, Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου (διηγήματα), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2013.
Στα διηγήματα του Ανδρέα Μήτσου υπάρχει συνήθως διάχυτη μια απειλή που εκδηλώνεται υπαινικτικά και πλάγια μέσα από σημάνσεις σε στρατηγικά σημεία της πλοκής ή μέσα από λεπτομέρειες που δημιουργούν μια αίσθηση ανοικειότητας, ένα παραξένισμα. Μέσα σ’ ένα βαρύ κλίμα ανησυχίας και αναστάτωσης που επηρεάζει πρωτίστως τον αφηγητή, ξετυλίγονται αλλόκοτες ιστορίες φωτισμένες λοξά και ιδωμένες από παράταιρες οπτικές γωνίες που δίνουν στα τεκταινόμενα μια διάσταση σχεδόν μυστηριώδη, σχεδόν μεταφυσική. Ένα κακό που βρίσκεται σε εξέλιξη, μια παρεκτροπή ή κάποια παράβαση βαθαίνουν και πλαταίνουν απροσδόκητα στα μάτια εκείνου που διηγείται και που συνήθως είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και γι’ αυτό συγκινησιακά φορτισμένος, ακόμα κι αν έχει παρέλθει πολύς καιρός από τον χρόνο των αφηγουμένων. Αυτός ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που αναπλάθει από μνήμης και καταθέτει βιώματα και εμπειρίες κρύβει συνήθως μέσα του την ανάμνηση ενός θυμού αλλά και μια θλίψη διαρκείας, που συμβάλλουν ώστε η εκάστοτε αφήγηση να εκπέμπει μια σκοτεινή μελαγχολία, μια αίσθηση αγωνίας και υπαρξιακού άγχους, που όμως στο τέλος εκτονώνεται λυτρώνοντας τόσο τον ίδιο τον αφηγητή όσο και τον αναγνώστη. Το τέλος φέρνει τη λύση και την ανακούφιση προσγειώνοντας τον εμπλεκόμενο στην ασφάλεια του παροντικού χρόνου, που απομακρύνει τα στοιχειά του παρελθόντος και καταπραΰνει τη βασανισμένη συνείδηση από την τυραννία των αναπλασμένων αναμνήσεων.
Στην «Ενηλικίωση», το πρώτο διήγημα της συλλογής, πρωταγωνιστεί ένας νεαρός ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής, που λαμβάνει μέρος σε ένα μεγάλο κυνήγι. Όταν έρθει κατα πρόσωπο με το περιζήτητο θήραμα, ένα υπέροχο ελάφι, μιαν ελαφίνα, ο νεαρός δεν θα αδράξει την ευκαιρία να σκοτώσει, πράγμα που θα επισύρει την οργή και τον χλευασμό των υπόλοιπων κυνηγών, οι οποίοι σπεύδουν να τον περιθωριοποιήσουν. Σ’ αυτήν την άτυπη δοκιμασία ανδρισμού και γενναιότητας, ο δοκιμαζόμενος μετριέται και βγαίνει λειψός, σύμφωνα με τα αρχαϊκά κριτήρια της ομήγυρης που δεν ανέχεται εκπτώσεις στην οφειλόμενη επίδειξη βίας και αιματοχυσίας. Η ομάδα προχωρεί στο επιχειρησιακό της σχέδιο εν πλήρει εξαρτύσει, σαν κλιμάκιο άγριων πολεμιστών που έχει αυτοσκοπό τη βία με πρόσχημα και άλλοθι το κυνήγι. Παράφωνος και παράταιρος μέσα σ’ αυτό το πολεμόχαρο κλίμα ο νεαρός ενωμοτάρχης θα εισπράξει με σκαιό τρόπο την απόρριψη και θα αποσυρθεί αηδιασμένος.
Στο επόμενο διήγημα, τον «Άρχοντα», μια ιστορία καλυμμένου ταξικού μίσους ξεδιπλώνεται ανήμερα των Χριστουγέννων του 1934, σ’ ένα χωριό της Αμφιλοχίας, με στόχο έναν πλούσιο αλλά άτεκνο γαιοκτήμονα. Μια παρέα, που σιγά-σιγά γίνεται όχλος ενσωματώνοντας στο διάβα της όλο και περισσότερους χωρικούς, κατευθύνεται εν χορδαίς και οργάνοις στην οικία του λεγόμενου Τσέλιγκα με σκοπό να τελέσουν όλοι μαζί τα βαφτίσια του ανύπαρκτου παιδιού του. Ο Τσέλιγκας υποδέχεται το πλήθος και συμμετέχει μαζί με τη γυναίκα του στην παντομίμα της βάφτισης και στο γλέντι που ακολουθεί χωρίς να εγείρει αντιρρήσεις, σα να προσχωρεί και ο ίδιος στην κακόγουστη φάρσα σε βάρος του.
Ο συγγραφέας κατασκευάζει μια έξοχα γκροτέσκα ατμόσφαιρα,όπου το φρικώδες συνομιλεί με το γελοίο μέσα σ’ ένα σκηνικό που παραπέμπει περισσότερο στην παραφορά καρναβαλιστών, αν και η δράση τοποθετείται ανήμερα των Χριστουγέννων. Ο όχλος ταπεινώνει τον πλούσιο μεταμφιέζοντας σε άγριο κι αχαλίνωτο ξεφάντωμα τη μνησικακία, την πίκρα και το φθόνο που εύλογα προκαλεί η ταξική διαφορά. Ίσως όμως να μην είναι ούτε το ταξικό μίσος αυτό που πυροδοτεί όλον αυτόν τον κακόβουλο οίστρο αλλά να πρόκειται για ένα ακόμα ξαφνικό φανέρωμα του κακού και του τερατώδους, που υπάρχει εγγενώς στην ανθρώπινη φύση και που πάντα ψάχνει ευκαιρία για να εκδηλωθεί.
Στον «Κάγια», ένα παιδί παρακολουθεί σαστισμένο και μάλλον έντρομο ένα βάρβαρο τοπικό έθιμο, που υπαγορεύει τη θανάτωση χοίρων έπειτα από φριχτό βασανιστήριο. Πολλαπλώς συγκλονισμένο από όλον αυτόν τον παροξυσμό βίας, το παιδί εμφανίζει μια περίεργη αλλεργική ή ίσως ψυχοσωματική αντίδραση.
Στα «Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου» μεταφερόμαστε στην εποχή της δικτατορίας, όταν ανήμερα Χριστούγεννα προγραμματίζεται μια επίσκεψη του δικτάτορα Παπαδόπουλου στη Σχολή Χωροφυλακής. Ένας νεαρός δόκιμος έχει ετοιμάσει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο τυραννοκτονίας, που όμως θα ακυρωθεί τελευταία στιγμή εξαιτίας μιας απρόβλεπτης ατυχίας. Συντετριμμένος ο νεαρός, ο οποίος, σημειωτέον, παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ύφους και ήθους με τον πρωταγωνιστή της «Ενηλικίωσης» ως φορέας μιας ηθικής συνείδησης που δεν ανέχεται και δεν αντέχει το ηθικό κακό, θα υποστεί τη ματαίωση του σχεδίου του με πίκρα και απογοήτευση.
Τέλος, η «Άγνωστη Γυναίκα» αποτελεί μια αισθηματική σπουδή πάνω στο βάσανο του έρωτα.
Με κοινό φόντο τα Χριστούγεννα, όχι όμως στην ευδαιμονική και καθησυχαστική εκδοχή τους, οι ήρωες του Ανδρέα Μήτσου, ανήσυχοι ανειρήνευτοι, ανικανοποίητοι και σκιασμένοι από μια βαθιά υπαρξιακή θλίψη, στέκονται εμβρόντητοι μπροστά στα ποικίλα φανερώματα του κακού και επιμένουν να το μάχονται με ένα νεανικό πάθος και μια αθωότητα, που μολονότι αναποτελεσματική, δεν μπορεί παρά να συγκινεί με την αυθεντικότητα και την έντασή της.
[Πρώτη δημοσίευση.]