frear

Μα τι γενναίο »το τίποτε της γλύκας«! – γράφει ο Άκης Παραφέλας

[Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τη γραπτή αποτύπωση της παρουσίασης της νέας ποιητικής συλλογής του Ν. Κουτσοδόντη με τίτλο Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θράκα. Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στις 5.6.2021 στο Ελεύθερο Κοινωνικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Ό,τι γράφεται, σε καμία περίπτωση, δεν διεκδικεί να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνική κριτική, είδος που έχει τις δικές του αξιώσεις. Πρόκειται μάλλον για ένα μοίρασμα, μια συνομιλία με ένα πολύ όμορφο βιβλίο· τίποτε πιο πολύ, ελπίζοντας ταυτόχρονα και να μην είναι λίγο.]

«Σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου / ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω / όλους τους ξύλινους σταυρούς που σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες επιθυμίες». Με αυτούς τους στίχους του Γ. Ρίτσου από το ποίημα «Μουσείο Βατικανού», ξεκινούσε ο Νικόλας Κουτσοδόντης πριν τέσσερα χρόνια, πάνε νομίζω τόσα, την πρώτη του ποιητική συλλογή Χαλκομανία. Κι αν, πριν απ’ όλα, κάποια αίσθηση αφήνει το νέο του βιβλίο, τούτη είναι πως συνεχίζει να συνομιλεί επίμονα με τους στίχους αυτούς, κάνοντας μάλιστα και κάτι παραπάνω, κάτι ακόμη πιο βαθύ και πιο γενναίο: καταφέρνει να τους ξεφύγει. Όχι μονάχα με το να χωνεύει την ισχυρή ριτσική επίδραση στην ποίησή του σε τέτοιο βαθμό που να την καθιστά αναπόσπαστο κομμάτι της δικής του, ιδιαίτερης και ξεχωριστής φωνής, αλλά πολύ περισσότερο με το να μη σταμάτα στο να σπάει τους σταυρούς που σταυρώνουν, αλλά με το να προσπαθεί ήσυχα, χωρίς υψηλούς τόνους, μα σίγουρα να χαρίσει στις επιθυμίες έναν παράδεισο, έναν παράδεισο γήινο, καθόλου υπερβατικό ή μεταφυσικό, έναν παράδεισο που έχει κορμί «υγρό στόμα», «ξυρισμένο μάγουλο» και «όλα τα κλειστά τα λύκεια του Ιουλίου στα ζυγωματικά», έναν παράδεισο που κατορθώνεται ακόμη και σε εκείνες τις στιγμές που ματαιώνεται, δηλώνοντας πόσο ριζοσπαστική είναι σήμερα η ανάγκη διεκδίκησης της συνάντησης, του έρωτα (ή απλά της δυνατότητάς του), και καθιστώντας έτσι την ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη άμεσα πολιτική ακόμη και στις πιο προσωπικές πτυχές της, χωρίς όμως το πολιτικό να εκβιάζεται. «Για μένα είναι το άγγιγμα το πιο ζεστό μου ρούχο / και προς μια τέτοια ανατροπή δουλεύω».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα κάπως από την αρχή. Ή, μάλλον, ας θεωρήσουμε κάπως αυθαίρετα ως αρχή τον τίτλο που συνοδεύει τα 26 ποιήματα της συλλογής. Μια φράση πεζολογική, σχεδόν σκληρή μες στην απλότητά της διατύπωσης, που φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση να διαψεύδει όσα σημειώθηκαν προηγουμένως: Μόνον κανέναν μην μου φέρεις σπίτι. Ένα σπίτι, ένας χώρος κλειστός, ιδιωτικός, και μια απαγόρευση –ή μια παράκληση το ίδιο επιτακτική–, η οποία παλεύει να κατοχυρώσει μία εγγύηση ασφυξίας. Ο τίτλος αποτελεί επίσης καταληκτική φράση του τρίτου πεζόμορφου ποιήματος της συλλογής, όπου σε ένα νησί (πιθανόν την Άνδρο της Χαλκομανίας που δεν κατονομάζεται πια) ένα παιδί, αυτό «το που δεν θα παντρευτεί δεν θα προσφέρει τσιρίδες δυνατές στο σπίτι προς χαράν των παππούδων του», ένα λόατκι+ άτομο που έχει συνειδητοποιήσει την ερωτικότητά του ήδη μέσα από την όψη του Ρόμπιν, πιστού συντρόφου του Μπάτμαν, κάνει να φύγει, ώσπου να παρέμβει στην αφήγηση, να το προλάβει η φιγούρα του πατέρα, λέγοντας: «Έλα γύρνα στα τυροπιτάκια της μαμάς. Δε θα σε κρίνω μόνον κανέναν μη μου φέρεις σπίτι και μόνος να θυμάσαι θα πεθάνεις». Τι σκιάχτρο και αυτό; Μόνο που δεν φαίνεται να «λειτουργεί» στο βιβλίο.

Ήδη, στο επόμενο κιόλας ποίημα, αυτή η ανυπόφορη κλειστότητα υποσκάπτεται, γίνεται πρώτα Μεταξουργείο, αμέσως μετά γίνεται Ικαρία, και γίνεται πάλι Στουρνάρη, Εξάρχεια, γίνεται μια πόλη ολόκληρη «Μεταξύ της λεωφόρου στο σαλόνι / και του επαρχιακού δρομίσκου ως το μπάνιο», με το ποιητικό υποκείμενο, συνέχεια σε πρώτο πρόσωπο, να κυκλοφορεί «σαν ρεύμα μες το σπίτι» –όπως είχε και πάλι προειδοποιήσει στην Χαλκομανία– επιζητώντας να αναδείξει με πείσμα έστω και την πιο ελάχιστη δυνατότητα επαφής, έστω και «αυτό το τίποτε της γλύκας». Το σπίτι που έπρεπε να μείνει κλειστό ή κλειδωμένο ξεκινά να ανοίγει και να υποδέχεται το άλλο, τόσο ως παρουσία όσο και ως απουσία, και έτσι να γίνεται σπίτι πιο δικό του, με τον τίτλο τώρα να αντιστρέφεται, να αποκτά ειρωνική διάσταση, να χωνεύεται σχεδόν κανιβαλιστικά και να μεταμορφώνεται στο αντίθετο του, να γίνεται από φράχτης γέφυρα προς τον εαυτό και τον κόσμο, πρόσκληση τρυφερή και ξεκάθαρη.

Και πράγματι αυτή η πρόσκληση πιάνει! Το σπίτι, στο οποίο κανείς δεν έπρεπε να έρθει, γίνεται για τα καλά διάτρητο, χωρίς σύνορα, γίνεται διαπερατό πέρα ως πέρα και αποκεντρώνεται, και ο αναγνώστης, η αναγνώστρια γίνονται μάρτυρες μίας σειράς αναπάντεχων επισκέψεων: Έρχεται ο Χάρι Χέυ, αμερικάνος κομμουνιστής και ακτιβιστής της gay κοινότητας της εποχής, ο Φράνσις Σκίνερ, φιλόσοφος, μαθητής και εραστής του Βιτγκενστάιν, η Έρθα Κιτ, ο Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε, η βαρόνη Αν Τζένκιν, αλλά και ο Στρατάρχης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης Αχρομέγιεφ. Με την εξαίρεση της Τζένκιν, όλα πρόσωπα ιστορικά που γίνονται παρόν και μιλούν σε πρώτο ενικό έτσι που οικοδεσπότης και επισκέπτης/τρια συγχέονται σε βαθμό που να καταλύεται η ιδιοκτησία του ιδιωτικού και να έρχεται στην επιφάνεια η ουσιαστική, η ανοιχτή κοινότητα του εσωτερικού μας κόσμου, σκορπώντας «στο είδος εκείνη τη σύγχυση» που μπορεί μονάχα να χειραφετεί.

Αξίζει μάλιστα να παραμείνουμε λίγο παραπάνω σε αυτό το τελευταίο σημείο της χειραφέτησης. Μπορεί στη «Χαλκομανία» κάποιος στίχος να μας έλεγε πως «δεν είναι όλες οι στιγμές να συζητάς / για υπεραξία», και είναι έτσι. Όταν όμως διάβαζα ξανά το πρώτο και πάλι το δεύτερο βιβλίο του Κουτσοδόντη, ένιωσα πως, παρ’ όλ’ αυτά, κατά μία ειρωνεία της γραφής, ο ίδιος αναμετράται με μεγαλύτερη μανία με τις αλλοτριωτικές συνέπειες της καπιταλιστικής επισφάλειας που ζούμε, όταν γίνεται βαθιά προσωπικός, τη στιγμή που ο έρωτας μας δεν έχει «μήτε των αυτοκινήτων τα φτερά», όταν «δεν λέει να φτάσει το άγγιγμα μήτε / στον προαύλιο χώρο του τυχαίου», τότε είναι που τίθεται στο στόχαστρο η απομόνωση, η περιθωριοποίηση, οι πλαστικές ταυτότητες και οι ταξικές διαιρέσεις ενός συστήματος καταλήστευσης υπεραξίας που θέλει τον άνθρωπο αποξενωμένο και εύκολα καταναλώσιμο ως εμπόρευμα. Και είναι εκεί που τα ποιήματα του Κουτσοδόντη δεν σιωπούν, δεν αποδέχονται, αλλά φαντάζονται, φαντάζονται να σου «μαθαίνουν γεύση» να σου φιλούν «τις σάλτσες απ’ τα χείλη», να σε σκεπάζουνε να μην κρυώνεις, και σε φιλούν και σε σκεπάζουν καλύπτοντας δέρμα-δέρμα το κενό, έστω και με φωνή μπλαβιά. Γιατί η ποίηση του Κουτσοδόντη σωματοποιείται διαρκώς με επίκεντρο την επιθυμία, και έτσι αγωνίζεται: «και από τους πόρους της γροθιάς μου / βγαίνουν συνθήματα σοσιαλιστικά». Ταυτόχρονα συγκεκριμενοποιείται διαρκώς σε σχέση πάντα με το άλλο, μέσα από τόπους γνώριμους και πρόσωπα που μοιάζουν με απτά, καταφέρνοντας με έναν κλεισμένο στην παλάμη λυρισμό και έναν ρυθμό ανεπαίσθητο –μα υπαρκτό– να μένει δυϊκή, ακόμη και όταν στέκει μόνη. Και πάλι αγωνίζεται. Άλλωστε ο Φράνσις Σκίνερ, στη δεύτερη επίσκεψη του βιβλίου και όσο ακόμη προσπαθεί να φύγει με τον Βιτγκενστάιν εργάτης σε κάποιο σοβιετικό εργοστάσιο, δηλώνει: «Όλα μα όλα / κι ο έρωτας μου ακόμα / πράξη χειρωνακτική», χτίζοντας τουλάχιστον για εμένα μια κάποια αντιστοιχία με όσα έγραφε στα τετράδια φυλακής ο Αντόνιο Γκράμσι, υποστηρίζοντας ότι η μαρξιστική φιλοσοφία δεν μπορεί παρά να είναι μια φιλοσοφία της πράξης αν θέλει να συμβάλει στην κοινωνική χειραφέτηση. Και ας υπογραμμίζει συχνά η μελαγχολία το ξέφτισμα των παλιών βεβαιοτήτων, και κατακλύζει κάπου κάπου τα ποιήματα. Η μελαγχολία αυτή δεν σηματοδοτεί παραίτηση, απόσυρση ή κάποια ανήμπορη θλίψη. Κάθε άλλο, κάνει λέξεις ακόμη περισσότερο το επείγον, το στοίχημα της αντίστασης, όπως θα έγραφε ο Μίκαελ Λεβί, και παραμένει έτσι, ακόμη κι εκεί που σκοτεινιάζει, επίμονα φωτεινή, ώστε να μπορεί το ποίημα για τη Ζάκι να κλείνει με τους στίχους «Zackie Oh δεν με ξαπλώνουνε αμαχητί / στη Γλάδστωνος», και εσύ να γεμίζεις από μια ντουζίνα ανάσες, ανάσες από αυτές που ξέρουνε να δίνουνε κουράγιο στον πιο σκληρό καιρό.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Ricco (Erich Wassmer, 1915-1972). Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη