Από τα χέρια της έχει φύγει κόσμος και κοσμάκης. Έχει χάσει τον λογαριασμό. Τους συνόδευε μαζί με την οικογένεια. Τους έκλαιγε καμιά φορά περισσότερο από την οικογένεια. Αυτοί της έδιναν ολόκληρο το μηνιάτικο, την ευχαριστούσαν για την αφοσίωσή της και της υπόσχονταν πως θα της τηλεφωνήσουν να μη χαθούνε –την θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, έλεγαν.
Ποτέ δεν της τηλεφώνησαν. Εκείνη επέστρεφε σε ένα φθηνό κατάλυμα και περίμενε να την ειδοποιήσουν για τον επόμενο ηλικιωμένο, που θα φρόντιζε. Φιλίες δεν είχε με τις άλλες κοπέλες. Βρίσκονταν στα ρεπό τους, λέγαν τα νέα τους αλλά φίλες δεν ήσαν. Βρίσκονταν περισσότερο για να νομίζουν ότι έχουν έναν άνθρωπο να τις νοιαστεί. Αυτήν την νοιάστηκε μόνο η μάνα της. Και τα ανήψια της, που σπουδάζουν με τα λεφτά της. Άναβε κεράκια για όλους. Ζώντες και τεθνεώτες.
Αυτό που την τάραζε ήταν μην πεθάνει εδώ. Ποιος θα της έφτιαχνε λίγο στάρι;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]