frear

Για το «Σώμα του χρόνου» της Μαρίας Σκουρολιάκου – γράφει ο Γιάννης Β. Κωβαίος

Μαρία Σκουρολιάκου, Σώμα του χρόνου, Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, Αθήνα 2021.

«Τη μέρα συγκομίζει στίχους» η Μαρία Σκουρολιάκου, όπως και κάθε ποιητής κατά τη διαπίστωσή της, «για να σκεπάσει τις πληγές. / Τη νύχτα φέγγει με κεριά ελπίδας». Διότι –ή: γι’ αυτό– «ο ποιητής είναι ένας δρόμος που τον διαβαίνουν οι καρδιές». Οι πληγές χαίνουν πάνω στο Σώμα του χρόνου, αλλά και μέσα από αυτό, υποδόρια, και στα 36 ποιήματα της βασικής συλλογής του έκτου ποιητικού βιβλίου της. Χρονικοί προσδιορισμοί, όπως «ώρα τρεις», «πολύ καιρό», «πάνω από μισό αιώνα», «της χθεσινής ημέρας», «διαρκώς», «οι εποχές», «το αύριο», «θα ’ρθει στιγμή», «από καταβάσεως φωνής», «εφημερεύει», «ένας παλιός Νοέμβρης», «κάθε χρόνο», «πεπερασμένου χρόνου», «ποτέ», «σε χαλεπούς καιρούς», «νύχτα», «Απρίλης», «τον αυριανό τον ήλιο», «άνοιξη» κ.τ.τ., αφήνουν κατάστικτη τη σάρκα των ποιητικών συνθέσεων αυτού του πονήματος, οδηγώντας τον αναγνώστη να γρηγορεί κατά την πορεία της πρόσληψης, ώστε να αποφεύγει να πληγώνει και αυτός την ευαίσθητη επιδερμίδα της Ποίησης.

Ήδη από την αφιέρωση στον εγγονό της Μάριο η Σκουρολιάκου –και καθώς «μακριά η θάλασσα ανθίζει γλάρους» («Χρώματα φθινοπωρινά»)– υπαινίσσεται τη ρότα που θα χαράξει, αφού ορίζει a priori τις διαγενεακές συντεταγμένες μιας ποίησης της ωριμότητας, της πείρας αλλά και της στασιμότητας, όταν πια «τα χρόνια διπλωμένα στο συρτάρι / μυρίζουν καμφορά συνήθεια» («Ζωές») σε αντίστιξη με τη «μοσκοβολιά» και το «ακέραιο φως» που κουβαλάει, κάθε που επιστρέφει, ο αγαπημένος απόγονος. Εκείνη, πάντως, με αρετή και τόλμη τα έχει βρει με τον εαυτό της: «Βαδίζεις δίχως αυταπάτες. Έχεις κατέβει απ’ το σύννεφο πολύ καιρό… Οι εποχές σού βάφουν τα μαλλιά. Χαράσσουν στο κορμί σου ενθύμια… Ο δρόμος περιμένει όπως τον σχεδίασες. Στα μέτρα σου.» («Το μέσα αίμα»). Στα δε πολύ προσωπικά, «Νύχτα. Σπέρματα συνήθειας. / Πήρα του κρεβατιού τους δρόμους / να σε συναντήσω». / […] Οι ερωτευμένες λέξεις / στο παραμύθι της ωραίας κοιμωμένης / καθρεφτίζονται με χείλη μωβ. / […] Η ομορφιά μπαίνει στο αίμα μου ανάποδα». («Δύω»).

Εκλύει, ωστόσο, και το παράπονο για πράγματα που δεν έκανε αρκούντως. Κι όταν ένας ποιητής μιλάει για πράξεις και πράγματα, εννοεί πρωτίστως λέξεις: «Μέσα από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. / Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες: / Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, αλεξίκακος… κ.ά. / Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο». («Όλο χώμα»). Την ίδια ένδεια νιώθει και όταν «Στη στάση / περιμένει ένα ποίημα. / Όμως δεν έχω να του δώσω / λέξεις» («Μικρό παιδί»). Αλλά αλίμονο αν ο ποιητής δεν ένιωθε «αφχαρίστητος»…

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, καθώς «ήρθαν καιροί που άγρια σκότιση / ρίχτηκε σαν θεριό στον άνθρωπο» και η Ποίηση είναι αδύναμη να αναμετρηθεί με τόσα θεριά, οπότε «ας μιλήσει ο πόνος», η ποιήτρια από το μετερίζι της στην Αμφίκλεια της Λοκρίδας θρηνεί και καταγγέλλει τη βία, τη φρίκη, την κατάφωρη αδικία που διαχρονικά και εις τους αιώνας των αιώνων βιώνουν ανθρώπινες υπάρξεις και ολόκληροι λαοί «στους κουρσεμένους δρόμους του ανθρώπου». Είναι και που «μια στρατιά ξυπόλυτοι Χριστοί / μ’ ένα “γιατί” χτυπούν ξανά της γης τα ρόπτρα». («Βυζαντινές φωνές»).

Τα περιεχόμενα του βιβλίου συμπληρώνουν, μετά τη συλλογή «Σώμα του Χρόνου», 3 δημοτικοφανή τραγούδια σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο υπό τον τίτλο «Λήκυθοι», αφιερωμένα στο οικείο περιβάλλον της ποιήτριας. Ενδεικτικά από «Της πατρίδας μου»: «Του χρόνου μου βραχοκλησιά μ’ ακοίμητο καντήλι. / Με άγια εικονίσματα στο σπίτι της καρδιάς μου. / Σαν φυλαχτό μου το φορώ και με φοράει σαν γέννα». Ακολουθούν ολιγόστιχα αποφθεγματικού ύφους σπαράγματα με τον τίτλο «Σφραγιδόλιθοι», όπως «Πουκάμισο αδειανό δίχως το σώμα. / Κι άλλο που το φοράει κορμί / κι είναι πιο άδειο ακόμα». Κατακλείδα του υλικού αποτελεί η «Αύρα ερωτική», ύστατο αντίδοτο στην πυκνή πάχνη σοφίας και μελαγχολίας του κυρίως υλικού: «Από τα χείλη σου οι λέξεις / από τα χέρια σου οι στίχοι. / Από το σώμα σου το ποίημα». Αλλά και «Απ’ τα φιλιά σου αναβλύζουνε φωτιές / που με δροσίζουν». Η ποιήτρια αφήνει, έτσι, να αιωρείται το ερώτημα: Το σώμα του Χρόνου είναι αυτό που υποφέρει και σύρει τους θνητούς να μεταλλάσσονται σε ποιητές; Ή ο χρόνος του σώματος το πετυχαίνει αυτό; Με άλλα λόγια, καζαντζακικά, το σκουληκάκι σέρνεται μέχρι το τελευταίο φύλλο του δέντρου, για να κορέσει την περιέργειά του αντικρίζοντας με δέος από εκεί την άβυσσο της Ποίησης; Ή η άβυσσος της Ποίησης σέρνει με την ακαταμάχητη έλξη της το σκουληκάκι ώς το στερνό το φύλλο, για να του αποδείξει τη μικρότητά του έναντί Της;

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη