frear

Για δυο κομματάκια στάχτης – του Δημήτρη Αγγελή

Από τότε που γνώρισα τη Μόνικα η ζωή μού αποκάλυψε τη βαθύτερη μορφή της, της δυσχέρειας, κι απέκτησα ολωσδιόλου ξαφνικά τη συνήθεια να μιλάω μόνος μου, ειδικά εκεί προς το βράδυ. Βέβαια και πριν, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, συζητούσα ώρες ατέλειωτες με τον εαυτό μου και σε μακρινούς περιπάτους στην ύπαιθρο ή μέσα στο σπίτι μου, του εξηγούσα λεπτομερειακά την κατάσταση των πραγμάτων: συνήθως τίποτα δεν πήγαινε όπως το ήθελα. Ποτέ όμως πριν τούτο δεν γινόταν μεγαλόφωνα και με τέτοια ένταση όπως τώρα. Και βέβαια, όλα ξεκίνησαν το ίδιο παράδοξα. 

Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, την ώρα που ήμασταν έτοιμοι να χωρίσουμε παίρνοντας εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις, πρόσεξα έξαφνα δυο σκουπιδάκια στάχτης, απ’ το τσιγάρο, πάνω στο μακρύ πανωφόρι της. Προς στιγμήν, κι επειδή πάντοτε ήμουν μανιακός με την καθαριότητα, ξεχάστηκα και όλη μου η προσοχή αποσπάστηκε απ’ τα λόγια της κι άρχισε να αιωρείται κάπου ανάμεσα στην απόσταση που χώριζε τα μάτια μου απ’ τον ώμο της και το μανίκι με τα σκουπιδάκια, μέχρι που στο τέλος κατακάθισε κι αυτή δίπλα τους. Για πρώτη φορά πρόσεξα πως, καθώς μιλούσαμε, βρισκόμασταν πάρα πολύ κοντά.

Όταν συνήλθα, εκείνη ολοκλήρωνε μια φράση λέγοντας κάτι σαν «θα τα πούμε μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων».

«Μα», γύρισα για να πω κάτι, όχι πως μ’ ένοιαζε το θέμα πραγματικά, αλλά δεν έπρεπε δα να με περάσει και για ονειροπαρμένο ή ανόητο. «Δεν θα συναντηθούμε στο αναμεταξύ;» ρώτησα.

«Δεν ξέρω», είπε η Μόνικα κι ευθύς έσπευσα να συμπληρώσω: «Τι λες για την Πέμπτη;». Ένα ελαφρό αεράκι άρχισε να φυσά κι εγώ συνειδητοποίησα ότι τα σκουπιδάκια απ’ τις στάχτες κινδύνευαν έτσι εκτεθειμένα κι απροστάτευτα στο ξέφωτο του παλτού της. Κι επιπλέον κατάλαβα ότι δεν έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να διασαλευτεί η αρμονία των ώμων της κι αισθάνθηκα προσωρινά υπεύθυνος γι’ αυτό.

«Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα», απάντησε, «καλύτερα να μου τηλεφωνήσεις». Τα κομματάκια της στάχτης είχαν απρόσμενα αποκτήσει εξαιρετική σημασία, από τη μια στιγμή στην άλλη έγιναν υλικότερα. Ένιωσα τον ώμο της να γέρνει κουρασμένος κι αμέσως είπα το πρώτο πράγμα που μου πέρασε απ’ το μυαλό για να τη σώσω, μαζί βέβαια για να διασώσω και τη συζήτηση.

«Καλύτερα να μου τηλεφωνήσεις εσύ». Απότομα αισθάνθηκα ολότελα λάθος, όχι μόνο για την απάντηση αλλά και για τα τόσα χρόνια σπουδών που δεν μου πρόσφεραν τη δυνατότητα να είμαι ετοιμόλογος όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Την ίδια στιγμή εκείνη, μάλλον ενοχλημένη από μια τόσο εσφαλμένη φράση, τίναξε με την ανάστροφη του χεριού τη στάχτη απ’ τον ώμο της. Το όνειρο είχε μόλις τελειώσει κι επιπλέον ήταν φανερό πως είχαμε κι οι δυο, για τα καλά, βαρεθεί μετά από τόσα άστοχα λόγια.

«Αντίο», με κουρασμένα βήματα γύρισα την πλάτη και κατηφόρισα αργά αργά για τον σταθμό του τρένου. Δεν ξανασυλλογίστηκα αυτή τη συζήτηση όλη την υπόλοιπη μέρα.

Το άλλο πρωί, όμως, ξύπνησα με μιαν απροσδιόριστη ανησυχία που διαρκώς φούντωνε και μεγάλωνε, οπότε σκέφτηκα πως έπρεπε να μιλήσω εσπευσμένα σε κάποιον, ίσως μάλιστα σ’ έναν γιατρό. Σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισα γρήγορα τον πρώτο αριθμό που μου ήρθε στο μυαλό, ενώ απ’ την ταχυπαλμία ένιωθα να μου κόβεται η ανάσα. Όταν κατάλαβα από τη φωνή ποιον είχα καλέσει, έβαλα αμέσως πίσω, στη θέση του το ακουστικό. Έπειτα ανακάθισα στο κρεβάτι, άπλωσα το χέρι στο κομοδίνο κι έπιασα μ’ έναν στεναγμό το πακέτο με τα τσιγάρα: γνώριζα πλέον πως είχα ερωτευτεί.

Κι ίσως δεν ήταν για κανέναν άλλο λόγο, παρά για εκείνα τα δυο μικρά κομμάτια στάχτης πάνω στο μαύρο της παλτό.

1998

⸙⸙⸙

[Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην Ευθύνη (τχ. 318, Ιούνιος 1998) ως μετάφραση ενός Άλαν Γουώτερς, μάλιστα είχα επινοήσει και σχετικό βιογραφικό: «Γουώτερς, Άλαν (1920-1986). Γεννήθηκε στο Πλύμουθ. Άγγλος συγγραφέας σύντομων διηγημάτων. Έργα: Απογεύματα της μοναξιάς, Επεισόδια από τη ζωή των ανέργων κ.ά.». Ζωγραφική: Fred Cuming.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη