Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Φαίνεται ότι στη νέα πλανητική τάξη που διαγράφεται ολοένα ευκρινέστερα, δύο πράγματα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, προορίζονται να αφαιρεθούν ολοκληρωτικά: το πρόσωπο και ο θάνατος. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε εάν αυτά συνδέονται με κάποιον τρόπο και ποια είναι η σημασία της αφαίρεσής τους.
Ότι είναι μια καθοριστική εμπειρία για τον άνθρωπο η όραση του προσώπου του και του προσώπου των άλλων, ήταν ήδη γνωστό στους αρχαίους: «Αυτό που λέγεται πρόσωπο» –γράφει ο Κικέρωνας– δεν μπορεί να υπάρχει σε κανένα άλλο ζώο παρά μόνο στον άνθρωπο» και οι Έλληνες ορίζουν τον σκλάβο, που δεν είναι κύριος του εαυτού του, ως «α-πρόσωπον», κυριολεκτικά δηλαδή «χωρίς πρόσωπο». Φυσικά όλα τα ζωντανά όντα εκδηλώνονται και επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά μόνο στον άνθρωπο το πρόσωπο γίνεται ο τόπος της αναγνώρισής του και της αλήθειας του· ο άνθρωπος είναι το ζώο που αναγνωρίζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη και αντικατοπτρίζεται και αναγνωρίζεται στο πρόσωπο του άλλου. Το πρόσωπο είναι, υπό αυτήν την έννοια, τόσο η similitas, η ομοιότητα, όσο και η simultas, ο τρόπος της συνύπαρξης μέσα από τη διαφορετικότητα. Ένας απρόσωπος άνθρωπος είναι απαραίτητα μόνος.
Γι’ αυτό το πρόσωπο είναι ο τόπος της πολιτικής. Αν οι άνθρωποι έπρεπε να επικοινωνούν για να μεταφέρουν αποκλειστικά και μόνο κάποιες πληροφορίες, πάντοτε αυτό ή εκείνο το πράγμα, δεν θα υπήρχε ποτέ πραγματική πολιτική, αλλά μόνο ανταλλαγή μηνυμάτων. Όμως, εφόσον οι άνθρωποι πρέπει προπαντός να ανοίγονται και να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον σε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο είναι η ίδια η προϋπόθεση της πολιτικής, εκείνο στο οποίο στηρίζεται ό,τι λέγεται και ανταλλάσσεται μεταξύ τους..
Υπό αυτήν την έννοια, το πρόσωπο είναι η πραγματική πόλη των ανθρώπων, το κατεξοχήν πολιτικό στοιχείο. Κοιταζόμενοι στο πρόσωπο, οι άνθρωποι αναγνωρίζονται και ενδιαφέρονται με πάθος ο ένας για τον άλλο, αντιλαμβάνονται την ομοιότητα και τη διαφορετικότητα, την απόσταση και την εγγύτητα. Εάν δεν υπάρχει πολιτική στα ζώα, αυτό συμβαίνει επειδή τα ζώα, που από καταβολής κόσμου βρίσκονται πάντοτε σε χώρο «ανοικτό», δεν προβληματίζονται για την έκθεσή τους σε αυτόν, απλά κατοικούν εκεί, αμέριμνα. Γι’ αυτό δεν ενδιαφέρονται για τους καθρέφτες, για την εικόνα [1] ως εικόνα. Ο άνθρωπος, αντίθετα, θέλει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και να αναγνωριστεί, θέλει να οικειωθεί την εικόνα του, αναζητά σε αυτήν τη δική του αλήθεια. Με αυτόν τον τρόπο μετατρέπει το ζωικό περιβάλλον σε έναν κόσμο, στο πεδίο μιας αδιάκοπης πολιτικής διαλεκτικής.
Μια χώρα που αποφασίζει να παραιτηθεί από το πρόσωπό της, να καλύψει παντού με μάσκες τα πρόσωπα των πολιτών της είναι, επομένως, μια χώρα που έχει καταργήσει την πολιτική λειτουργία της. Στον χώρο της επικράτειάς της, σε αυτόν τον κενό χώρο, που υπόκειται κάθε στιγμή σε απεριόριστο έλεγχο, μετακινούνται τώρα άτομα απομονωμένα το ένα από το άλλο, τα οποία έχουν χάσει την άμεση και ευαίσθητη βάση της κοινότητάς τους και μπορούν να ανταλλάξουν μόνο μηνύματα που απευθύνονται σε ένα όνομα χωρίς πρόσωπο πλέον. Και δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώο, η εξαφάνιση της πολιτικής συνεπάγεται την απομάκρυνση της ζωής: ένα παιδί, το οποίο όταν γεννιέται δεν βλέπει το πρόσωπο της μητέρας του, κινδυνεύει να μην μπορεί να αντιλαμβάνεται τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Όχι λιγότερο σημαντική από τη σχέση με το πρόσωπο είναι για τους ανθρώπους η σχέση με τους νεκρούς. Ο άνθρωπος, το ζώο που αναγνωρίζεται στο πρόσωπό του, είναι επίσης το μόνο ζώο που γιορτάζει τη λατρεία των νεκρών. Δεν προκαλεί έκπληξη, συνεπώς, ότι ακόμη και οι νεκροί έχουν πρόσωπο και ότι η διαγραφή του προσώπου πηγαίνει χέρι-χέρι με την απομάκρυνση του θανάτου. Στη Ρώμη, ο νεκρός συμμετέχει στον κόσμο των ζωντανών μέσω του imago του, της εικόνας που πλάθεται και ζωγραφίζεται σε κερί, την οποία κάθε οικογένεια διατηρεί στο αίθριο του σπιτιού της. Ο ελεύθερος άνθρωπος, δηλαδή, ορίζεται τόσο από τη συμμετοχή του στην πολιτική ζωή της πόλης όσο και από το ius imaginum, το αναφαίρετο δικαίωμά του να φυλάσσει το πρόσωπο των προγόνων του και να το εκθέτει δημόσια κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις της κοινότητάς του. «Μετά την ταφή και τις τελετές κηδείας –γράφει ο Πολύβιος– το imago των νεκρών τοποθετείται σε μια ξύλινη λειψανοθήκη στο πιο ορατό σημείο του σπιτιού και αυτή η εικόνα είναι ένα κέρινο ομοίωμα που αποδίδει με ακρίβεια τη μορφή και το χρώμα του προσώπου». Αυτές οι εικόνες δεν ήταν μόνο τα αντικείμενα μιας ιδιωτικής μνήμης, αλλά το απτό σημάδι της συμμαχίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης. Αυτός είναι ο λόγος που έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή ώστε να μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος στις εικόνες των νεκρών ήταν το εργαστήριο στο οποίο θεμελιωνόταν το δικαίωμα των ζωντανών. Η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού ενισχύεται από το γεγονός ότι όποιος ήταν στιγματισμένος από βαρύ δημόσιο έγκλημα έχανε το δικαίωμα στην εικόνα. Και ο θρύλος αναφέρει πως όταν ο Ρωμύλος ιδρύει τη Ρώμη, σκάβει έναν λάκκο –που ονομάζεται mundus, «κόσμος»– στον οποίο αυτός και κάθε ένας από τους συντρόφους του ρίχνουν μια χούφτα χώματος από τη γη που προέρχονται. Αυτός ο λάκκος άνοιγε τρεις φορές το χρόνο και λέγεται ότι εκείνες τις ημέρες, οι Mani, τα ιερά πνεύματα των νεκρών, έμπαιναν στην πόλη και συμμετείχαν στην πραγματικότητα των ζωντανών. Ο κόσμος δεν είναι παρά το κατώφλι μέσω του οποίου επικοινωνούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, το παρελθόν και το παρόν.
Καταλαβαίνουμε, επομένως, γιατί ένας κόσμος χωρίς πρόσωπα δεν μπορεί παρά να είναι ένας κόσμος χωρίς θάνατο. Εάν οι ζωντανοί χάνουν το πρόσωπό τους, οι νεκροί γίνονται μόνο αριθμοί, οι οποίοι, επειδή είχαν περιοριστεί στην καθαρή βιολογική τους ζωή, πρέπει να πεθάνουν μόνοι τους και χωρίς κηδεία. Και αν το πρόσωπο είναι ο τόπος όπου πριν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε συνομιλίας επικοινωνούμε με τους ομοίους μας, τότε ακόμη και οι ζωντανοί, στερημένοι από τη σχέση τους με το πρόσωπο, είναι ανεπανόρθωτα μόνοι, όσο και αν προσπαθούν να επικοινωνήσουν με ψηφιακές συσκευές.
Το πλανητικό σχέδιο που προσπαθούν να επιβάλουν οι κυβερνήσεις είναι, ως εκ τούτου, ριζικά μη πολιτικό. Αυτό προτείνει, αντίθετα, την εξάλειψη κάθε πραγματικά πολιτικού στοιχείου από την ανθρώπινη ύπαρξη και την αντικατάστασή του με έναν τρόπο διακυβέρνησης που βασίζεται μόνο σε αλγοριθμικό έλεγχο. Η κατάργηση του προσώπου, η απομάκρυνση των νεκρών και η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι οι κύριοι μηχανισμοί αυτής της διακυβέρνησης, οι οποίοι, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες δηλώσεις των ισχυρών, πρέπει να διατηρηθούν ακόμη και όταν υγειονομικός τρόμος θα έχει υποχωρήσει. Αλλά μια κοινωνία χωρίς πρόσωπο, χωρίς παρελθόν και χωρίς φυσική επαφή είναι μια κοινωνία φαντασμάτων και, ως τέτοια, καταδικασμένη σε βέβαιη και μάλλον ταχύτατη καταστροφή.
⸙⸙⸙
1. Με τον όρο εικόνα αποδίδεται η ιταλική λέξη immagine, η οποία προέρχεται από τη λατινική ĭmāgo (ρημ. ĭmĭtāre) που έχει την ίδια ρίζα με το ελληνικό ρήμα μιμέομαι και το όνομα μίμος.
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Neue Zürcher Zeitung», στις 30.4.2021. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]