Έχωσα στις τσέπες μου τα απαραίτητα κι έφυγα βιαστικά. Κατέβηκα τα σκαλιά και των τριών ορόφων τρέχοντας αλλά με κάποια προσοχή, η εικόνα του εαυτού μου να πέφτει και να τσακίζεται κατέβαινε κι αυτή μαζί μου. Στην έξοδο της πολυκατοικίας, δηλαδή στην είσοδό της, όπου εκείνη τη στιγμή συνέβαινε η δική μου έξοδος, έπεσα πάνω σε ένα πελώριο σεντόνι ηλιακού φωτός και αφέθηκα να με τυλίξει. Η γλυκιά του ζέστη ανανέωσε τη διάθεσή μου. Λίγα δευτερόλεπτα φωτοχυσίας και ανοιξιάτικης αύρας, ήταν αρκετά για να αλλάξω τον ρυθμό μου× τον επιβράδυνα κι άφησα τα πάντα να με προσπεράσουν. Με προσπέρασε πρώτα ο άνεμος, μετά τα τροχοφόρα και τα πουλιά και τέλος άλλοι πεζοί διαφόρων ηλικιών, ακόμα και γέροι με μπαστούνια, ακόμα και μια γριά με πι. Η γρηγοράδα ήταν τώρα δουλειά του μυαλού διότι έπρεπε μέσα σε μερικά λεπτά να αποφασίσω τι δώρο θα πάρω στη μάνα μου. Είχα να θυμηθώ τη γιορτή της μητέρας περισσότερο από δέκα χρόνια. Κάθε φορά μού τη θύμιζε το ραδιόφωνο ή το ίντερνετ. Θεωρούσα αυτή την ημέρα γιορτή πρώτα της δικής μου μητέρας και μετά των άλλων, κυρίως επειδή ανήκα στην κατηγορία αυτών που φώναζαν τη μάνα τους «μητέρα» και όχι «μαμά» ή «μάνα» ή «μάδερ».
Οι πιθανές επιλογές δώρου ήταν: γλαστράκι με ανθισμένο κάκτο για τη συλλογή της, κάτι για τον λαιμό –ίσως καραμέλες ή μια μικρή, διακοσμητική αγχόνη ή ένα ορθοπεδικό κολάρο για το αυχενικό της–, σετ μαχαιριών για την κουζίνα, βιβλίο, δερμάτινο τσαντάκι ή πορτοφόλι, κεφαλή κούκλας για να τοποθετεί την περούκα της, cd με αφρικανική μουσική, ταμπακιέρα πολυτελείας –έκανε πού και πού κανένα τσιγαράκι– και κάτι ακόμα που δεν μπορούσα να θυμηθώ. Είχα σκεφτεί εννέα εναλλακτικές, αυτό το θυμόμουν καλά, ήταν δέκα παρά μία, και μου διέφευγε η μία από αυτές. Σκάλισα τον νου μου αλλά εις μάτην… Αυτό που έψαχνα ήταν καλά κρυμμένο, δεν μπορούσα να το βρω με τίποτα. Η τρομερή αυτή απώλεια, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και πιο στέρεη πεποίθηση ότι αυτό που είχα ξεχάσει ήταν η σωστή επιλογή. Πολύ σύντομα, ξέχασα και τις υπόλοιπες ιδέες για δώρο και το μόνο που απασχολούσε τη σκέψη μου ήταν αυτό το «κάτι ακόμα» που δεν έλεγε να εμφανιστεί.
Η μητέρα μου ήταν μουσικός. Έπαιζε γαλλικό κόρνο και τρομπόνι. Θυμήθηκα το πρόσωπό της να κοκκινίζει και να ξανασπρίζει ρυθμικά, καθώς φυσούσε τα πνευστά της τις ατέλειωτες ώρες μελέτης. Θυμήθηκα, ακόμα, ότι όταν παρέλαυνε με τη φιλαρμονική του δήμου δεν παρέλειπε ποτέ να κοιτάξει ψηλά, στο μπαλκόνι μας, και να μου γελάσει με τα μάτια, επίμονα, για πολλά δευτερόλεπτα, χωρίς να χάσει ούτε χιλιοστό από τον βηματισμό της, χωρίς να φαλτσάρει ούτε μισή νότα. Μήπως αυτό που δεν μπορούσα να θυμηθώ ήταν σχετικό με τη μουσική της; Τι ήταν; Το αναπάντητο ερώτημα δεν μου επέτρεπε πολλή ώρα αναπόλησης. Πριν μισή ωρίτσα, ωστόσο, το μυστηριώδες δώρο ήταν ξεκάθαρο μέσα στον νου μου, με έννοια και μορφή, και αποτελούσε την απόλυτη επιλογή, την τέλεια λύση! Είχα φανταστεί ακόμα και την αντίδρασή της στη θέα του πράγματος που τώρα αδυνατούσα να θυμηθώ. Ο ήχος του τηλεφώνου μου, παιχνιδιάρικος αλλά ανελέητος, με έβγαλε απότομα από την περισυλλογή. Έφερα την τσάντα μου μπροστά και άρχισα να ψάχνω το κινητό στα βάθη της. Όταν επιτέλους το βρήκα χτυπούσε ακόμα και στην οθόνη έγραφε «Αγάπη μου». Ήταν η κόρη μου, η Αγάπη: «Χρόνια πολλά μαμά!» «Σ’ ευχαριστώ πολύ μωρό μου, ξύπνησες;» «Ναι μαμά, πριν από λίγο. Χρόνια πολλά, να χαίρεσαι και τη γιαγιά!». Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα για λίγο ακίνητη λες και σκεφτόμουν κάτι αλλά δεν σκεφτόμουν τίποτα. Όλα με προσπερνούσαν με ακόμα μεγαλύτερη ορμή κι εγώ ένιωθα ότι οπισθοχωρούσα∙ έρεα προς τα πίσω, κυλούσα στο παρελθόν, μέχρι που η κόρη μου έγινε πραγματικό μωρό και στη συνέχεια έμβρυο μέσα στο σκοτάδι της μήτρας μου. Ήμουν δεκατέσσερα χρόνια μητέρα κι άλλα πενήντα δύο κόρη μιας άλλης μητέρας. Η μητέρα μου, με τη σειρά της, ήταν ογδόντα τρία χρόνια κόρη της δικής της μητέρας, και ούτω καθεξής. Ξανάπιασα το κινητό και κάλεσα τη μάνα μου. Ήξερα ότι αργεί να απαντήσει, περίμενα να χτυπήσει δέκα φορές. Δεν απάντησε ποτέ. «Λείπει αλλά ξέρω πού είναι» σκέφτηκα και άπλωσα το χέρι να σταματήσω το ταξί του ερχόταν. Η μητέρα μου πήγαινε δυο φορές τον χρόνο στην τελευταία κατοικία της γιαγιάς, μία κάθε Πρωτοχρονιά –η γιαγιά μου γεννήθηκε Πρωτοχρονιά και απεβίωσε Πρωτοχρονιά, γεγονός που, για κάποιο λόγο, με τρομάζει– και μία κάθε Μάιο, την ημέρα που γιορτάζουν οι μητέρες. «Καλημέρα σας, στο πρώτο νεκροταφείο» είπα αλλά δεν πήρα απάντηση, ούτε νεύμα από το καθρεφτάκι. Φτάσαμε γρήγορα. Πέρασα την πύλη του κοιμητηρίου και στάθηκα σαν τροχονόμος στην αρχή ενός υπαίθριου διαδρόμου. Και στις δύο πλευρές του, κάθε τρία, τέσσερα μέτρα, ανοίγονταν μικρότεροι διάδρομοι που οδηγούσαν στα μνήματα. Έπρεπε να θυμηθώ και κάτι ακόμα: πού ακριβώς αναπαύεται η γιαγιά. Το θυμήθηκαν τα πόδια μου και με πήγαν μέχρι εκεί με αλάνθαστα βήματα. Μετά την τελευταία στροφή κοντοστάθηκα. Από μακριά, από καμιά δεκαπενταριά μέτρα απόσταση, αναγνώρισα τη μητέρα μου: στητή κι ακίνητη σαν σκιάχτρο, με ενωμένους αστραγάλους και σκυμμένο κεφάλι, ολόμαυρη σαν κοράκι∙ κοράκι άπτερο αφού τα χέρια της τα είχε πλέξει ευλαβικά μπροστά της. Το μόνο που σάλευε ήταν τα κρόσσια από την εσάρπα της. Έκανα να πάω κοντά της αλλά, ξαφνικά, η μητέρα μου κινήθηκε. Δρασκέλισα πλάι και κρύφτηκα πίσω από ένα κυπαρίσσι. Προτού βγάλω το κεφάλι μου να κοιτάξω, έφτασε στ’ αυτιά μου μια γλυκιά μελωδία. Για μια στιγμή σταμάτησαν όλα, υπήρχε μόνο το απρόσμενο άκουσμα. Χωρίς να την κοιτώ, είδα τη μητέρα μου, όρθια πάνω από τον τάφο της μητέρας της, να παίζει με τη φλογέρα τον εύθυμο σκοπό που απλωνόταν ολόγυρα με το θάρρος της ζωής απέναντι στον θάνατο. Τι ωραία μουσική! Ονόμαζε διαφορετικά τη σιωπή, γλύκαινε τους νεκρούς σαν ήλιος που διαπερνούσε το χώμα κι έφτανε στα οστά τους να τους δώσει ένα φιλάκι. Ένιωσα να ανεβαίνει μέσα μου η στάθμη αυτού του φωτός∙ παρέμεινα κρυμμένη κι έκλαψα. Μέσα στο γάργαρο αίσθημά μου το ξεχασμένο δώρο εμφανίστηκε χίλιες φορές και ξανακρύφτηκε άλλες τόσες. Μετά από λίγο η μουσική σταμάτησε. Η μητέρα μου απομακρύνθηκε αθόρυβα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ήμουν ακόμα κλαμένη, την ακολούθησα σκουπίζοντας τα μάτια μου. Η μητέρα μου περπατούσε καλά και σχετικά γρήγορα. Παρά τα ογδόντα τρία της χρόνια, δεν είχε ανάγκη τη βοήθεια μπαστουνιού. Ώσπου να σουλουπωθώ είχε περάσει την πύλη και με μικρά, σύντομα βήματα θα διέσχιζε τον δρόμο για να σταθεί απέναντι να περιμένει ταξί. Καθώς επιτάχυνα να την προλάβω, άκουσα μηχανή οχήματος που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Εικόνα φρίκης εξερράγη εντός μου. Έτρεξα αμέσως, ίσως και να πέταξα, και άρπαξα τη μητέρα μου από το μπράτσο τη στιγμή που πατούσε στην άσφαλτο. Την επόμενη ένα θεόρατο φορτηγό πέρασε από μπροστά μας, κοιταχτήκαμε μέσα στο ρεύμα που μας έστειλε. «Ζωή;» είπε η μητέρα μου με απορία και τρυφερότητα. «Χρόνια πολλά, μητέρα» της είπα και τη φίλησα. Με έσφιξε στην αγκαλιά της αλλά η φλογέρα στην εσωτερική της τσέπη μού τρυπούσε την καρδιά.