Προχωρημένες τρεις το πρωί. Η Ισιδώρα κρατούσε ακόμη στα χέρια της τα Νυχτερινά του Καζούο Ισιγκούρο. Ιστορίες της μουσικής και της νύχτας. Τη μάγευε ο Ιάπωνας συγγραφέας.
Ήπιε μια γουλιά κρασί. Ένα αλσατικό Cleebourg. Είχε ταξιδέψει μαζί της με το αυτοκίνητο πριν δύο χρόνια.
Night and day, η φωνή της Έλλα Φιτζέραλντ. Το τραγούδι κοφτό και παιχνιδιάρικο.
Κυριακή του Πάσχα. Αργία.
Χώθηκε πιο βολικά στην πολυθρόνα. Απ’ τη μισόκλειστη κουρτίνα είδε το φεγγάρι χλωμό.
Έκλεισε τα μάτια.
Εκείνο το απόγευμα του Μ. Σαββάτου στην Πλατεία Γκούτενμπεργκ φορούσε λευκό παντελόνι κοτλέ και σακάκι γκρενά. Κρατούσε από το χέρι τον μικρό Άλεξ. Γκρίνιαζε και τον ανέβασε στο παλιό καρουζέλ της πλατείας. Τα γέλια του ακούστηκαν ως το σπίτι. Ο αέρας μύριζε λουκάνικο και μπίρα. Ο ποταμός Ιλ είχε απλώσει τις δροσοσταλίδες του στην πόλη σαν διαμάντια.
Τη φιλοξενούσε η Μαρία. Συμβολαιογράφος από τη Θεσσαλονίκη. Είχαν γνωριστεί όταν εκείνη αγόρασε το διαμέρισμα. Έγιναν αχώριστες. Από τις φιλίες που μοιάζουν με πεπρωμένο.
Μιας και δεν έχουμε χωριό για να πάμε στις διακοπές, νοικιάσαμε με τον Γιάννη ένα διαμέρισμα στο Στρασβούργο με θέα το ποτάμι και περνάμε εκεί τις αργίες μας, της είχε πει όταν την πρωτογνώρισε. Έλα να κάνεις Πάσχα στην ορθόδοξη εκκλησία μας να δεις τι κατανυκτικά που είναι.
Μαγεύτηκε από την κοσμοπολίτικη απλότητα. Στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, ο Έλληνας ιερέας, πριν φορέσει τα άμφια, εμφανίστηκε με παντελόνι τζιν και σακίδιο στην πλάτη. Τρεις γλώσσες κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Ο Βούλγαρος και ο Ρώσος ιερέας συνόδευαν τον Έλληνα. Στο ψαλτήρι κορίτσια που φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Είχαν έρθει με πρόγραμμα Comenius. Έλληνες από τις γύρω περιοχές παρακολουθούσαν την αναστάσιμη λειτουργία. Χωρίς τυμπανοκρουσίες όλα. Έτσι τις ήθελε τις ακολουθίες στην εκκλησία.
Την άλλη μέρα, βάλθηκαν να πίνουν στην αυλή από το πρωί. Τα φέρι μπόουτ στο ποτάμι περνούσαν γεμάτα τουρίστες. Τα κλικ των φωτογραφικών μηχανών έφταναν σαν βόμβος στα αυτιά τους. Εκείνοι αραχτοί γύρω από την ηλεκτρική ψησταριά.
Τον καφέ διαδέχθηκε ένα Pinot Blanc, φρουτώδες κρασί και ψωμάκια με μπρι που έλιωνε στον ουρανίσκο.
«Λατρεύω το μπρι», είπε η Ισιδώρα. Αλλά η Μαρία κι ο Γιάννης δεν την άκουγαν. Μιλούσαν ασταμάτητα για τις δυνατότητες που πρόσφερε το Στρασβούργο σ’ αυτούς και τα δυο τους παιδιά, τον Άλεξ, πέντε χρονών και τη Σελίν, δέκα μηνών.
«Ο πελεκάνος;» ρώτησε η Ισιδώρα.
«Είναι το έμβλημα της πόλης. Συμβολίζει γονιμότητα και τύχη», είπαν κι οι δύο με μια φωνή. Γέλασαν όλοι.
Το μωρό στο καρότσι έκλαψε. Η Μαρία του έδωσε γάλα με το μπιμπερό. Ο Άλεξ έπαιζε με το ποδήλατο.
«Είναι λουκούμι», είπε ο Γιάννης, καθώς δοκίμασε ένα κομμάτι από το αρνίσιο κρέας που έψηνε.
Ο Ντανιέλ, ο γείτονας, πέρασε μ’ ένα μαύρο ψηλό ροτβάιλερ. Ήταν παράδοση στην περιοχή τα σκυλιά αυτής της ράτσας. Κρατούσε από τον Μεσαίωνα. Σκυλιά εργασίας. Μετέφεραν τα κοπάδια στα σφαγεία, προστατεύοντας τους πωλητές τους από τους ληστές. Η Μαρία κοίταξε τον Ντανιέλ, αλλά εκείνος έστρεψε το κεφάλι προς το ποτάμι. Δεν αγαπούσε τους ξένους.
Η ώρα περνούσε και το ψητό ήταν έτοιμο. Κάθισαν όλοι γύρω από το πασχαλινό τραπέζι. Τα ποταμόπλοια στον Ιλ συνέχιζαν να κάνουν θόρυβο με τις μηχανές τους. Πελαργοί πετούσαν στον ουρανό. Η Ισιδώρα κοίταξε τον πρασινοκίτρινο κισσό που είχε τυλίξει ολόκληρο το σπίτι.
«Σε νίκησα», είπε ο Άλεξ. Το αυγό της σωστή πανωλεθρία.
Άρχισαν να τσουγκρίζουν. Η Σελίν κοιμόταν στο καρότσι. Το κρέας ήταν πράγματι λουκούμι και ο Γιάννης άνοιξε ένα Alsace Grand Cru που είχε αγοράσει από αμπελώνα της περιοχής και ανήκε στις ευγενικές ποικιλίες. Η Ισιδώρα αγκάλιασε τη Μαρία. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί.
Ευωχία.
Ο θόρυβος ακούστηκε σαν ομαδικό πέταγμα πουλιών. Τινάχτηκαν. Το βρεφικό κλάμα έσκισε με νυστέρι την καρδιά τους.
Δεν πρόλαβαν. Η Σελίν ξεψύχησε στα χέρια της μητέρας της στο νοσοκομείο. Η Ισιδώρα είδε τον κισσό από τον τοίχο να μπήγει τις ρίζες του για πάντα στην καρδιά της. Κοίταξε τον Ντανιέλ. Της φάνηκε πως από τα μάτια του έλειπαν οι κόγχες. Δίπλα του το ροτβάιλερ. Στα δόντια του ακόμη ίνες από το σκισμένο φορμάκι του μωρού.
Έκλεισε τη μουσική. Από το παράθυρο είδε ένα λαμπερό αστέρι να σβήνει και να χάνεται. Ένα μαύρο πουλί πέταξε μέσα στο σκοτάδι.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Anna Dennis. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]