Εδώ και καιρό κόβει βόλτες μπροστά στο σπίτι μου ένα σκυλί αδέσποτο. Όλη μέρα χάνεται σε δρόμους, σε πλατείες, σε χωράφια –ποιος ξέρει. Το πρωί, με το που σηκώνω το παντζούρι, αυτός, έξω απ’ την πόρτα της αυλής, κουνάει εν είδει εγκάρδιου χαιρετισμού την ουρά. Πριν βάλω ρούχα, πριν ετοιμάσω πρωινό, πριν φτιάξω καφέ, βγαίνω με τις παντόφλες και του αφήνω στο πεζοδρόμιο κροκέτες. Αυτός ρίχνει μια ματιά φευγαλέα στην τροφή και τρέχει προς τα μένα. Αδύνατος, βρόμικος, αρχίζει τα χοροπηδητά, γαβγίζει χαρούμενα, στηρίζει τα μπροστινά πόδια στο στήθος μου, ξαπλώνει ανάσκελα προσμένοντας χάδια. Ύστερα, εγώ μπαίνω μέσα κι εκείνος ορμάει στο φαγητό του. Στην αρχή, με παραξένεψε κάπως αυτό το καθημερινό τυπικό· το αμετάβλητο, μα πιο πολύ το ανακόλουθο της διαδοχής των ενεργειών μας. Μετά το υποψιάστηκα. Όταν σου λείπουν τα πάντα, μαθαίνεις να ιεραρχείς τις πείνες σου.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








