frear

Ο Ντον Τζοβάννι στην Εθνική Λυρική Σκηνή – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Ο κοσμοπολίτης ποιητής Κώστας Ουράνης, στο ταξιδιωτικό βιβλίο του με τον τίτλο Ισπανία (Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1997) γράφει πως στη Σεβίλλια «μέσα σ’ ένα πλαίσιο παρελθόντος» ζει ακόμα σήμερα και ο Φίγκαρο και ο Δον Ζουάν και για τον πρώτο ξέρουν πού ακριβώς ήταν το κουρείο του και είναι ακόμα στη γραφική calle Francos (Ισπανία, σελ. 155), και ο Δον Ζουάν πάλι είναι τόσο ζωντανός που οι Σεβιλλιάνοι μιλούν γι’ αυτόν σαν να τον έχουν γνωρίσει προσωπικά. Άλλωστε, υπάρχουν το Μοναστήρι που πέθανε, τα μέγαρα στα οποία έζησε, οι δρόμοι που περπάτησε, το σημείο της αποβάθρας όπου το χέρι του Διαβόλου τεντώθηκε από την απέναντι όχθη του ποταμού, σαν γέφυρα, για να του ανάψει το τσιγάρο. Βλέπετε όπως λέει και ο Μονταίν «τα χέρια της φιλίας είναι αρκετά μακριά για να φτάσουν από τη μια άκρη της γης στην άλλη». Έτσι, διάβολος και Δον Ζουάν ζουν μια παράλληλη ζωή, αν ίσως δεν είναι ο ένας η ψυχή του άλλου.

Όσο για τις μυθιστορηματικές εκδοχές του, αυτές εκκινούν από ένα παλιό χρονικό του 1624 και περνούν από συγγραφέα σε συγγραφέα. Χοσέ Θορίλλια, Τίρσο ντε Μολίνα, Μολιέρος, Sadwell, Μπάιρον, Γκολντόνι, ανάμεσά τους και ο Μότσαρτ, φυσικά, και πολλοί άλλοι ακόμα. Το θέμα ήταν δημοφιλές και παιζόταν από θιάσους της Commedia dell’ arte στην Ιταλία και ως κωμωδία, στην εκδοχή του Μολιέρου, παίχτηκε στο Παρίσι το 1665.

Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι ο Δον Ζουάν ήθελε μόνο τρεις μέρες για κάθε γυναίκα. Την μία να την κατακτήσει, την άλλη να την αποπλανήσει και την τρίτη για να τη λησμονήσει. Αυτός, λοιπόν, ο αποπλανητής, προηγουμένως ήταν τρομερός ξιφομάχος, δολοφόνος, πάντα «με το χέρι στο σπαθί και την πρόκληση στα χείλια», έτοιμος να σκοτώσει πατέρες, αδελφούς και συζύγους των γυναικών που αποπλάνησε, «ασύγκριτος σε παλικαριά και άφθαστος σε παράνομα κατορθώματα», κατά τον Τίρσο ντε Μολίνα. Όμως ποιος είναι ο πραγματικός; Σύμφωνα με παλιό χρονικό, ο Δον Ζουάν σκότωσε μόνο τον Κομεντατόρ Γκονζάλο Ουλόγια και βίασε την κόρη του. Για τις πράξεις του αυτές τιμωρήθηκε στην Κόλαση και πλακώθηκε από το επιτύμβιο άγαλμα του Ουλόγια. Όμως ο Δον Ζουάν, εξαπατώντας τον δημιουργό του, ξαναπήδησε στη σκηνή της ζωής και, όταν ένας άλλος συγγραφέας, ο Ουναμούνο, τον υποχρέωσε να αυτοκτονήσει, αυτός αρνήθηκε: «Εγώ θέλω να ζήσω, σενιόρ Ουναμούνο!» και «για να ξεφύγει από το θάνατο, ο Δον Ζουάν, μεταπήδησε από τη σκηνή του θεάτρου στη σκηνή του Κόσμου» (Κ. Ουράνης, Ισπανία, 344-346). Του κόσμου και όλων των τεχνών.

Στη μορφή της Όπερας παρουσιάστηκε στις εορτές Καρναβαλιού στη Βενετία το 1787 από τον συνθέτη Τζουζέππε Γκατσανίγκα και τον άξιο λιμπρετίστα του Τζοβάννι Μπερτάτι. Όταν το διάβασε ο Λορέντσο ντα Πόντε, ο μόνιμος λιμπρετίστας του Μότσαρτ, ενθουσιάστηκε τόσο ώστε το αντέγραψε σε συνεργασία με τον συνθέτη. Η επιτυχία του ήταν πολύ μεγάλη μα κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόση θα ήταν στο μέλλον.

Με την παρτιτούρα αυτή στις αποσκευές του ο Μότσαρτ και με τη σύζυγό του Κωστάντζα πηγαίνει στην Πράγα, αρχές Οκτωβρίου 1787. Με την πόλη αυτή τον συνέδεε μια σχέση αγάπης. Εκεί είχε πρωτοπαρουσιάσει με επιτυχία πολλά έργα του, όπως και τους Γάμους του Φίγκαρο. Η πρεμιέρα για τον Ντον Τζιοβάννι είχε προγραμματιστεί για την 14η του μηνός, για να συμπέσει με την επίσκεψη του πρίγκηπα Αντωνίου της Σαξονίας και της αρχιδούκισσας Μαρίας Θηρεσίας της Τοσκάνης, οι οποίοι, στο πλαίσιο του γαμήλιου ταξιδιού τους, θα επισκέπτονταν και την Πράγα. Όμως οι τραγουδιστές δεν ήταν ακόμα έτοιμοι για την παράσταση και ο ίδιος ο Μότσαρτ δεν είχε ακόμα γράψει την Εισαγωγή. Όπως ήταν φυσικό η παράσταση αναβλήθηκε, ορίστηκε νέα για τις 29 του μηνός και η Εισαγωγή γράφτηκε ακριβώς την προηγούμενη στο βράδυ σε ένα διάλειμμα της διασκέδασης του Μότσαρτ με τους φίλους του. Κοντά σ’ αυτά, οι αντιγραφείς δεν πρόλαβαν να παραδώσουν εγκαίρως τις πάρτες. Ωστόσο, η Εισαγωγή αυτή είναι μία από τις καλύτερες στην οπερατική φιλολογία, η παράσταση ήταν ένας θρίαμβος, ο είκοσι δύο ετών βαρύτονος άριστος και ο Μότσαρτ πανευτυχής στο πόντιουμ.

Μετά την Πράγα, η όπερα παίχτηκε στη Βιέννη, όμως χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια ο Μότσαρτ και ο Ντα Πόντε επέφεραν αλλαγές, αφαίρεσαν άριες δύσκολες, άλλαξαν λεπτομέρειες και έτσι διορθωμένη η όπερα ταξίδεψε σε όλα τα ευρωπαϊκά μουσικά θέατρα με τεράστια επιτυχία.

Το 1791 ο Μότσαρτ πέθανε. Ο λιμπρετίστας του όμως ζούσε στη Νέα Υόρκη, οπότε, το 1826, αρκετά ηλικιωμένος συνάντησε τον διάσημο Ιταλό τραγουδιστή Μανουέλ Γκαρσία και του πρότεινε να παρουσιάσουν τον Ντον Τζοβάνι στον Νέο Κόσμο. Η κόρη του Γκαρσία, Μαρία Μαλιμπράν, τραγούδησε την Τσερλίνα.

Το ταξίδι του Δον Ζουάν στον κόσμο συνεχίζεται. Έχουν γραφτεί μελέτες, έχουν γίνει αναλύσεις, έχουν διατυπωθεί πολλά για την πολυσχιδή προσωπικότητα του ήρωα. Ο Charles Baudelaire στα Άνθη του κακού του έχει αφιερώσει το ποίημα «Don Juan aux enfers» – «Ο Δον Ζουάν στην Κόλαση», όπου συναντά όλες τις αποπλανημένες γυναίκες, έξαλλες σαν Μαινάδες, να θέλουν να τον ξεσκίσουν, ενώ ο Διοικητής από το πέτρινο άγαλμά του παρακολουθεί απαθής. Για τον Δον Ζουάν, ο νεορομαντικός Γερμανός συνθέτης και θαυμαστής του Μότσαρτ Ρίχαρντ Στράους είπε: «Θα θυσίαζα τρεις από τις όπερές μου για να μπορούσα να γράψω τα δύο αρχικά μέτρα που εισάγουν στην περίφημη “τριωδία των προσωπιδοφόρων” του φινάλε της Α΄ πράξεως».

Το έργο όλο είναι ένα μουσικό θαύμα από το οποίο υπάρχουν σκηνές, άριες, διάλογοι, όπως το «La cidarem la mano», μονόλογοι, όπως ο κατάλογος που διαβάζει ο Λεπορέλο με τις γυναίκες από τις οποίες καμία δεν εξαιρείται και όλες αρέσουν στον Δον Ζουάν, όπως και να είναι, όποιες κι αν είναι: Οι ψηλές μεγαλειώδεις κι οι κοντές χαριτωμένες και φυσικά είναι πολλές: «Madamina, il catalogo e questo» και ο κατάλογος περιλαμβάνει στην Ιταλία 640, στη Γερμανία 231, 100 στη Γαλλία, 91 στην Τουρκία, μα στην Ισπανία είναι 1003!!! Συνολικά 2065. Τόσες είναι οι αποπλανημένες μαινάδες. Και τις καταφέρνει όλες!

Don Giovanni // Don Giovanni:

La ci darem la mano, // There I’ll give you my hand,
La mi dirai di sì: // There you’ll say yes:
Vedi, non è lontano, // See, it is not far,
Partiam, ben mio, da qui. // my love, let’s leave from here

Zerlina // Zerlina:

Vorrei e non vorrei, // Should I or shouldn’t I,
Mi trema un poco il cor, // my heart trembles at the thought,
Felice, è ver, sarei, // it’s true, I would be happy,
Ma può burlarmi ancor! // I can still have fun!

Ο Ντον Τζοβάννι δεν χορταίνει τις γυναίκες. Τις θέλει όλες. Για μία φορά και τέλος. Όχι για πάντα, όχι για πολύ. Δεν υπολογίζει κινδύνους αρκεί να πετύχει τον στόχο του. Κι έτσι μια νύχτα μπαίνει στο σπίτι του Διοικητή της Σεβίλλης. Προσπαθεί να βιάσει την κόρη του, την Δόνα Άννα αλλά τον ανακαλύπτει ο Διοικητής και στη μονομαχία που ακολουθεί ο άριστος ξιφομάχος Ντον Τζιοβάννι τον σκοτώνει. Μετά εμφανίζεται η Δόνα Ελβίρα που θέλει κι εκείνη να τον εκδικηθεί, μετά εμφανίζεται η νεαρή Τσερλίνα που είναι αρραβωνιασμένη με τον Μαζέτο. Είδαμε λίγο πριν πόσο εύκολα την έπεισε. Από γυναίκα σε γυναίκα βρέθηκε σε γεύμα με τον νεκρό Διοικητή, του οποίου το πέτρινο άγαλμα πέφτει πάνω του και τον σκοτώνει. Και έτσι ένας νεκρός σκοτώνει έναν ζωντανό και τον σέρνει στην Κόλαση για αιώνια τιμωρία.

Το έργο είναι καταπληκτικό και ως θεατρικό, το οποίο έχουμε πριν χρόνια απολαύσει με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο στον ρόλο, στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και ως Όπερα, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Το έργο αυτό, εκτός από το θαυμάσιο και πολυδιάστατο θέμα του είναι μουσική και τραγούδι, από τον αγαπημένο των θεών Μότσαρτ.

***

Στην Ελλάδα, η ΕΛΣ το συμπεριέλαβε για πρώτη φορά στο ρεπερτόριό της τον Μάρτιο του 1962, πριν 60 χρόνια. Τη μουσική διεύθυνση είχε τότε ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και στον ρόλο ήταν ο ανεπανάληπτος Κώστας Πασχάλης.

Τώρα, 2021, η Ελλάδα και όλος ο κόσμος σε καραντίνα. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζει πάλι τον Ντον Τζιοβάννι και μας καλεί να τον δούμε διαδικτυακά.

Διαδικτυακά σημαίνει να στερηθούμε την πολυτέλεια του χώρου, την αμεσότητα της σκηνής και τη ζωντανή παρουσία της μουσικής και των καλλιτεχνών γενικώς.

Ωστόσο, όλα καλά, εφόσον δεν μπορούμε αλλιώς. Και είναι αξιέπαινη η προσπάθεια του Διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και των συνεργατών του να ανεβάσει, εν μέσω καραντίνας, το σπουδαίο αυτό έργο σε μεγαλόπρεπη συμπαραγωγή με τις λυρικές σκηνές του Γκέτεμποργκ και της Βασιλικής Όπερας της Δανίας.

Στη συγκεκριμένη παράσταση τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Τζων Φουλτζέϊμς, ο οποίος μετέφερε τη γραφική πόλη της Ισπανίας του 17ου αι. σε ένα σύγχρονο ξενοδοχείο, σε σκηνογραφία του Ντικ Μπερντ και με ωραία σύγχρονα κοστούμια της Άνμαρι Γουντς, και χορογραφία της Μαξίν Μπρέιαν. Όλα ταιριαστά σε ένα glamoroso κοσμικό σημερινό σαλόνι. Και όπως ήταν επόμενο, χάθηκε η μαγεία της εποχής, το κλίμα και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία λειτουργεί και η συγκεκριμένη μουσική. Υποτιμήθηκε η ουσία του έργου και ως ένα βαθμό παρακολουθούσαμε κάτι που εξελισσόταν ερήμην της μουσικής. Οι τολμηρές σκηνές καθώς και οι άλλες του κρεοπωλείου ήρθαν σε διαφωνία με τα οικεία περιβάλλοντα της Όπερας και της αισθητικής μας. Σχετικώς πρόσφατα στο Ηρώδειο, η συγκεκριμένη σκηνή που παρέπεμπε σε ανθρωποφαγία είχε αποδοκιμαστεί.

Ωστόσο, μπορούμε να συγχαρούμε τον μαέστρο Ντάνιελ Σμιθ, καθώς και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στον ρόλο του Ντον Τζοβάννι, με την εκφραστική του δύναμη και την ποικιλία των φωνητικών του δυνατοτήτων, τον ενθουσιαστικό Λεπορέλο, τον οποίο απέδωσε ο Τάσος Αποστόλου. Να συγχαρούμε τον Γιάννη Χριστόπουλο για τον Ντον Οττάβιο, τον Νίκο Κοτενίδη για τον Μαζέτο και τον Πέτρο Μαγουλά στον ρόλο του Διοικητή καθώς και τις κυρίες όλες, Χρύσα Μαλιαμάνη για την Τσερλίνα της, Άννα Στυλιανάκη και Βασιλική Καραγιάννη –Δόνα Ελβίρα και Δόνα Άννα– οι οποίες ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στον Ντον Τζιοβάννι, το κατά δύναμιν.

Η σταθερά σε ένα έργο σαν αυτό είναι η μουσική βεβαίως, η οποία παραμένει μεγαλειώδης στο κέντρο της παράστασης και δεν αφήνει μόνο του τον Μότσαρτ στην άκρη, για να αναδείξει επί σκηνής δρώμενα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ερήμην του. Οι θεατές, που προσέρχονται ευλαβικά στον χώρο της Όπερας, που υποψιάζονται και το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου, παραμένουν γοητευτικά εγκλωβισμένοι στα παλαιότερα σχήματα και στις εικόνες που έχουν ταυτιστεί με κοστούμια και σκηνικά και είναι δύσκολο να τα δουν χωριστά. Τα κλασικά έργα διδάσκουν και νομοθετούν, όταν τηρούνται όλες οι συμβάσεις μέσα στις οποίες έχουν γεννηθεί και στις οποίες πρέπει να υπακούουν. Από την συγκεκριμένη παράσταση ικανοποιήθηκε η ακοή, αλλά ξαφνιάστηκε η όραση. Έτσι σαν την Τσερλίνα Vorrei e non vorrei, θα πω κι εγώ ότι θα μου άρεσε και δεν θα μου άρεσε

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη