frear

Μαύρο μελάνι – της Φωτεινής Τέντη

«Η γιαγιά μου, η όμορφη, ζεστή, αφράτη γιαγιά μου ήταν σκεπασμένη με λευκά λουλούδια, και κοιμόταν χαμογελαστή με τα χέρια σταυρωμένα σαν να προσευχόταν. Φοβόμουν πολύ γιατί δεν είχα ξαναδεί νεκρό, όμως όταν μπήκαμε στην εκκλησία, έφυγε αμέσως ο φόβος. Στο παιδικό μου μυαλό, γεννήθηκε η ιδέα ότι οι άνθρωποι, όταν είναι η ώρα να πεθάνουν, ξαπλώνουν και προσεύχονται να κοιμηθούν για πάντα. Κι όταν τους παίρνει ο ύπνος είναι χαρούμενοι γιατί σ’ αυτόν τον ύπνο, βλέπουν μόνο ωραία όνειρα.

Πριν την πάρουν, πέρασαν όλοι για το τελευταίο φιλί. Η μητέρα μου που στεκόταν πίσω μου, με έσπρωξε απαλά μπροστά, εγώ σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τη φίλησα στο μάγουλο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μίσος που χύθηκε μέσα μου εκείνη τη στιγμή για τη μάνα μου. Αυτό δεν ήταν το μάγουλο της γιαγιάς μου. Ήταν παγωμένο και σκληρό σαν πέτρα. Η γιαγιά μου είχε μάγουλα μαλακά σαν πλαστελίνη, που τα ζούπαγα και κοκκίνιζαν σαν τα γεράνια στην αυλή της. Δεν ήταν σαν… σαν κατεψυγμένο κρέας! Ναι, κατεψυγμένο κρέας, σαν αυτό που έβγαζε η μαμά το βράδυ από το ψυγείο για να ξεπαγώσει και να το μαγειρέψει την άλλη μέρα.

Δεν ήταν, δεν ήταν! Γιατί το φιλούσαν όλοι; Πώς το φιλούσαν; Γιατί δεν μου το είχαν πει από πριν; Η γιαγιά, αν μπορούσε, δεν θα τους άφηνε ποτέ να μου το κάνουν αυτό».

⸙⸙⸙

Στο υπόγειο γκαράζ, το δάπεδο ήταν από τσιμέντο και της έγδερνε την πλάτη. Ο θείος Βασίλης… Ήταν το γκαράζ του θείου Βασίλη.

Θα τη γύριζε σπίτι με το αυτοκίνητο «για να μην περπατάει, δεκαπέντε χρονών κορίτσι, μόνο του στους δρόμους βραδιάτικα». Ο θείος Βασίλης. Είχε ξαπλώσει πάνω της. Και την πονούσε. Κρύωνε και είχε τα μάτια της κλειστά. Όπως και το στόμα της. Όπως και τις σφιγμένες παλάμες της.

Ήθελε πολύ να ήταν κάποιος εκεί. Κάποιος να της πει τι να κάνει. Κάποιος να τη βοηθήσει. Παρακαλούσε το μυαλό της να της δώσει μια λύση, το ικέτευε, όμως εκείνο είχε βυθιστεί σε μια λίμνη από μαύρο μελάνι, σαν κι αυτό που της άρεσε να βουτάει το πενάκι της και να γράφει με καλλιγραφικά γράμματα στο ημερολόγιό της.

Ήταν ο πόνος, ήταν το κρύο, οι σφιγμένες παλάμες, το πενάκι, ήταν και το μελάνι, μαύρο μελάνι, το ημερολόγιο, μαύρο, λέξεις καλλιγραφικές, αχρηστεμένο μυαλό, μια σελίδα, μια σελίδα από το ημερολόγιο με μαύρο μελάνι, «κατεψυγμένο κρέας», μαύρο μελάνι, είχε γράψει, το θυμήθηκε, το πενάκι, «κατεψυγμένο κρέας», η γιαγιά…

Σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο στήθος της. Εκείνος είχε κατέβει κάτω από τη μέση της.

Έφτιαξε ένα χαμόγελο με τα χείλη της, έβαλε όλη της τη δύναμη για να κρατήσει τα μάτια της κλειστά, και μετά, προσευχήθηκε πολλές φορές, να πεθάνει, να κοιμηθεί για πάντα, να μην ξυπνήσει ξανά. Νεκρή, μόνο, νεκρή, εντελώς, το «κατεψυγμένο κρέας», το παγωμένο κορμί της, μιας νεκρής το κορμί της, ο πόνος, μούδιασε ο πόνος, μούδιασαν όλα, πόσο δίκιο είχαν τότε που την είχαν βάλει να φιλήσει τη γιαγιά.

Το μαύρο μελάνι διαλύθηκε, το μυαλό της καθάρισε, πέταξε μακριά και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι της γιαγιάς. Αγκαλιάστηκαν και κοιμήθηκαν μαζί.

Χρόνια τώρα, τα βράδια για να την πάρει ο ύπνος, ξαπλώνει στην ίδια στάση, βγαίνει από το παγωμένο της σώμα και κοιμάται στην αγκαλιά της γιαγιάς.

Την ημέρα σηκώνεται και πάει στη δουλειά της κανονικά, όπως όλοι οι άνθρωποι.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Jeff Simpson. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: