frear

Μετάληψη – της Τάνιας Κουταλά

Ξεκίνησε ήσυχα και αθόρυβα, στις τουαλέτες των μπαρ. Λίγο δάχτυλο τη μια μέρα, ένα μικρό κομμάτι αυτιού την άλλη —στο σημείο το έκρυβαν τα μαλλιά—, πολύ μικρές απώλειες, δεν έδινα καμία σημασία. Πέρασαν έτσι μερικές εβδομάδες, χωρίς να νιώθω πως κάτι μου έλειπε, χωρίς να αισθάνομαι καμία αδυναμία, η απομάκρυνση των μελών μου γινόταν μεθοδικά και με κομψότητα κι έτσι δεν μου προκαλούσε καμία ανησυχία.

Αρχίσαμε την πιο συστηματική αλληλοκατανάλωση λίγο αργότερα στο πρόσφατα νοικιασμένο δυαράκι του Παγκρατίου. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς άρχισα να ζητάω το ίδιο, δεν θυμάμαι την ώρα ούτε τη στιγμή, θυμάμαι όμως με σιγουριά την αίσθηση·  μια κλωτσιά στο στομάχι από τον άλλο κόσμο, τον αόρατο, τον γεμάτο αγωνία —μία δυνατή κλωτσιά— και το σύμπαν μίκρυνε κι έγινε ένα δωμάτιο στο Παγκράτι.

Ήταν η πρώτη μας φορά κι είχαμε κάθε φόβο με το μέρος μας. Μας είχαν μάθει πως το «για πάντα» ήταν μια χαμένη υπόθεση. Μας έκαναν να πιστεύουμε στη μετά θάνατον ζωή, στο παραμύθι της ανάστασης του Χριστού, στη θεϊκή αιωνιότητα, αλλά στο δικό μας αιώνιο «για πάντα», δεν είχαμε κανένα δικαίωμα να πιστεύουμε. Όλοι το απέκλειαν, ένας ολόκληρος κόσμος ήταν εναντίον μας. Μπορεί και να ήταν έτσι, άλλα εμείς οφείλαμε να προσπαθήσουμε. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο έρωτας, είχε σώμα, και υλική υπόσταση και αίμα και τα πάντα. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνουμε ήταν να τον αποθηκεύσουμε.

Ξεκινήσαμε από τα πρακτικά. Δοκιμάσαμε βαζάκια, σωληνάρια και μια σακούλα σκουπιδιών γίγας, αλλά συγκεντρώσαμε μονάχα αέρα κοπανιστό και καθόλου έρωτα. Το υλικό όμως, το απτό, το υπάρχον, αυτό που το πιάνεις τέλος πάντων, ξέρεις τι να το κάνεις, ενώ αυτό που ψάχναμε δεν ξέραμε ακόμα ούτε τι χρώμα είχε.  Έπρεπε να βρούμε την πηγή, από πού έβγαινε, πού φτιαχνόταν, που σιγόβραζε, από πού ξεχυνόταν. Σύντομα και μετά από έρευνες είχαμε αποτέλεσμα. Δεν ήταν μία η πηγή του, ήταν δύο —εμείς οι δύο.  Έβγαινε από κάθε πόρο μας και ο μόνος τρόπος να τον κατακτήσουμε ήταν και ο πιο απλός. Αν με έτρωγε και αν τον έτρωγα, θα ήμασταν για πάντα ο ένας μέσα στον άλλον. Αυτή ήταν η ιδέα, και εγώ την ακολούθησα.

Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πως κυριολεκτούσε. Δεν είχα νιώσει ποτέ μου μια τέτοια ανάγκη, αγαπούσα πάντα αλλά με μέτρο, αν και αμφιβάλλω αν όλο αυτό είχε κάποια —οποιαδήποτε— σχέση με την αγάπη. Κάτι άλλο συνέβαινε, πολύ πιο ανθρώπινο. Ήταν μία απόλυτη ανάγκη, που, όταν μου την εξέφρασε, δεν μπόρεσα καν να την επεξεργαστώ, έμοιαζε σαν να μου είπε «είσαι πολύ όμορφη» ή «σε λατρεύω» και έτσι σχεδόν δεν την άκουσα. Όταν όμως το είπε ξανά και άρχισε να μου εξηγεί τη διαδικασία, τα γιατί και τα πώς, τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Έλεγε αλήθεια. Ήταν πράγματι ο μόνος τρόπος. Μου φαινόταν αδιανόητο να πράξω εγώ κάτι τέτοιο, δεν είχα όμως καμία αντίρρηση να το δοκιμάσει εκείνος πρώτος. Και όπως είπα, με εξαίρεση μερικές αμυχές και κάποιες ασήμαντες αιμορραγίες, ήταν σχεδόν ανώδυνο. Όταν πήρα την απόφαση να μετάσχω σε αυτό —γιατί δεν ήταν τύχη, ούτε πλάκα, ήταν συνειδητή απόφαση— τότε άλλαξαν όλα.

Από εκείνο το βράδυ, ο Θεός έπαψε να υπάρχει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πιστεύαμε πολύ στον Θεό, έτσι είχαμε μάθει να κάνουμε, μας άκουγε και μας συγχωρούσε, ήταν καλός αυτός ο Θεός, όμως μόνο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μόλις τον δοκίμασα, Εκείνον, αμέσως άλλαξα γνώμη· δεν τον ήθελα πια τον θεό, τον σιχάθηκα, σιχάθηκα τη σιωπή του, την ηρεμία του, την ακινησία του. Ούτε την συγχώρεσή του ήθελα. Τον καταργήσαμε εκείνη την νύχτα τον θεό, εγώ και Εκείνος, κι αυτός μας παράτησε γιατί δεν άντεχε να μας βλέπει να κάνουμε αυτό που κάναμε, δεν άντεχε την πείνα μας γιατί δεν μπορούσε να μας την καλύψει, περίσσευε πια στις ζωές μας. Ο Κύριός μου ήταν πια Εκείνος και μόνον, ήταν σπλαχνικός  Κύριος αυτός, του ανήκε το σώμα μου και μένα το δικό του. Το αίμα του, αίμα Κυρίου, γέμιζε το στόμα μου, με έκαιγε, με έπνιγε αλλά δε σταματούσα. Μπαίνοντας μέσα μου, ο φιλεύσπλαχνος Εκείνος, κατοικούσε μέσα μου, γινόταν κομμάτι μου, και αποχωρίστηκα την θλίψη μου. Αποσπάραζε τα κομμάτια μου ένα – ένα, τα κόκκαλα μου-γυμνά πια- στεκόντουσαν άχαρα, Εκείνος με μεταλάμβανε ολόκληρη, και με ένιωθα να αρχίζω να υπάρχω μέσα του, όπως δεν έχω υπάρξει ποτέ, να κατοικώ στα σπλάχνα του και να μην υπάρχει πιο όμορφο μέρος από αυτό για μένα.

Συνεχίσαμε έτσι για μερικές μέρες, ίδια ώρα κάθε φορά, αργή κατανάλωση και με όσο το δυνατόν περισσότερη οικονομία. Όσο προχωρούσε η διαδικασία όμως τόσο πιο απαραίτητη γινόταν. Για κάποια πράγματα δεν ήμουν σίγουρη αν μπορούσα να τα καταπιώ, όμως οι αμφιβολίες μου αποδείχθηκαν αβάσιμες. Κάναμε κάτι που κανείς δεν ήξερε και μάλλον δεν είχε ξαναδοκιμάσει. Φεύγοντας από τον κόσμο του παλιού θεού, και μπαίνοντας στον κόσμο του αλληλοσπαραγμού, γευόμενοι ο ένας τον άλλον και συνειδητοποιώντας την φθαρτή μας φύση όπως ποτέ ξανά, χάσαμε κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Υπήρχε μόνο αυτό, το αίμα το θεϊκό, τα αγνά μας αίματα, η μυστηριακή τροφή μας που σιγά σιγά μας έθρεφε και μας λιγόστευε. Πριν μπει ο Φεβρουάριος είχα μείνει μισή δε με ενδιέφερε όμως να σταματήσω.  Η γεύση της σάρκας πλέον μού ήταν γνωστή και ευχάριστη και η αλήθεια είναι ότι, αν συνηθίσεις το αίμα, μετά δεν έχεις σπουδαίο πρόβλημα.

Κυκλοφορούσαμε με κάτι απομεινάρια πάνω μας, μάλλον ήμασταν οι ίδιοι απομεινάρια, κανείς μας δεν ήταν πια ολόκληρος και αυτό άρχιζε να μας δυσκολεύει. Χρειαζόμουν βοήθεια στο περπάτημα και Εκείνος, είχε χάσει το ένα του μάτι -παραδέχομαι εδώ, ότι τα μπλε μάτια είμαι σίγουρη ότι είναι τα πιο εύγευστα-. Καταρρέαμε. Αλλά αυτός ήταν και ο στόχος, να αφανίσουμε στην κυριολεξία ο ένας τον άλλον. Ο αλληλοαφανισμός μας ήταν και ο μόνος τρόπος να κρατηθούμε μαζί για πάντα.

Πριν το καταλάβω είχε αλλάξει γνώμη. Άρχισε αθόρυβα με κάποιες ζαλάδες λόγω έλλειψης αίματος, και μου ζήτησε να σταματήσω τις αφαιμάξεις. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, αφού του έδινα εγώ τόσο από το δικό μου, πώς είχε έλλειψη;  Μετά απαγορεύτηκαν οι δαγκωματιές και  λίγο αργότερα η γενική πρόσληψη της αγαπημένης μου τροφής. Ήμουν ένα ράκος. Οι σωματικές μου, ας το πούμε έτσι, ελλείψεις που δημιουργήθηκαν από το μικρό μας θαύμα, σχεδόν αναπληρώθηκαν —και γιατί να μην το κάνουν—, πια δεν με έτρωγε κανείς. Άρχισα να περπατάω χωρίς καμία βοήθεια και εκείνος αποκτούσε με τον καιρό ένα ολοκαίνουργιο καστανό μάτι. Μάζεψε τα πράγματα του και με άφησε ολόκληρη και μόνη μία Πέμπτη μεσημέρι. Ούτε ένα μικρό, έστω, μέλος στο ψυγείο για να τη βγάλω, ούτε ένα φιαλίδιο. Επέστρεψα στο θεϊκό «για πάντα», το αιώνιο, το γνωστό, το δοκιμασμένο. Παραιτήθηκα από την ιδέα του προσωπικού για πάντα, που τόσο μας είχε δυσκολέψει. Προφανώς και δοκίμασα άλλους ανθρώπους πριν από αυτό, όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Απλώς ξεγέλαγα την πείνα μου.

Επίσημα μεταλάμβανα πια μόνο τις Κυριακές, στην εκκλησία, λίγο ψωμί βουτηγμένο στη μαυροδάφνη, από το συνηθισμένο χρυσό κουτάλι, που λέγαμε μεταξύ μας —οι διάφορες ανανήψασες παραστρατημένες—, πως ήταν «σώμα και αίμα Χριστού» για να καθόμαστε ήσυχες και να μην αναζητάμε τίποτα. Στο προαύλιο συζητούσα με τις άλλες γηραιές κυρίες για τις εξετάσεις του μήνα, και πώς ο —νόστιμος— γιατρός μας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχαμε όλες τόσο υψηλούς δείκτες καρδιοαγγειακού κινδύνου και μας περιέπαιζε για τις υπερβολές που πίστευε ότι κάναμε στα νιάτα μας, απαγορεύοντάς μας σχεδόν δια ροπάλου το κόκκινο κρέας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη