frear
Huile sur toile, 1930. Musée National d'Art Moderne, Paris. Donation Sonia Delaunay et Charles Delaunay 1964.

Για τη συλλογή «Ο φιλοθεάμων» του Σπύρου Αραβανή – γράφει η Ευσταθία Δήμου

Σπύρος Αραβανής, Ο φιλοθεάμων, Κουκούτσι, Αθήνα 2020.

Η νέα, πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Σπύρου Αραβανή συστήνεται με τον θεατρικής φύσεως τίτλο, Ο φιλοθεάμων. Ο όρος είναι αντλημένος από μία περικοπή της Πολιτείας του Πλάτωνα και αναφέρεται στον άνθρωπο εκείνον που αρέσκεται στα θεάματα και δεν ανέχεται να κάνει κανείς λόγο για το ένα και το απόλυτο ωραίο, για το ένα και το απόλυτο δίκαιο. Ο φιλοθεάμων, εν προκειμένω, είναι ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής ο οποίος παραμένει παθητικός δέκτης των ερεθισμάτων του καιρού, αλλά και παθητικός δημιουργός μιας πραγματικότητας και μιας κοινωνίας γεμάτης δεινά και πάθη. Από την άλλη πλευρά, όμως, φιλοθεάμων θα μπορούσε, κάλλιστα, να θεωρηθεί και ο ποιητής, ως παρατηρητής της συγκυρίας και της εποχής, ως ψύχραιμος απολογητής της και, με τη δύναμη της τέχνης του, ως μεσολαβητής και καταλύτης για την αναμόρφωσή της.

Η εν λόγω συλλογή συνιστά, ουσιαστικά, ένα τρίπτυχο, μία ενδιαφέρουσα συνύπαρξη από τρία σύνολα ποιημάτων καθένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και περιεχομένου. Η πρακτική και η μέθοδος αυτή είναι ενδεικτική της διάθεσης του ποιητή να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε διαφορετικά μεταξύ τους ποιητικά είδη που εκτείνονται και καλύπτουν μία ευρεία γκάμα μορφών που εκκινεί από το παραδοσιακό ποίημα με ομοιοκαταληξία, περνά και σταθμεύει, κυρίως, στο ελευθερόστιχο ποίημα για να καταλήξει στο πεζο-ποίημα, το ποίημα δηλαδή που είναι συνθεμένο σε συνεχή, πεζό λόγο. Η μορφή, βεβαίως, και οι διαφοροποιημένες επιλογές στον σχηματισμό της δεν θα είχε ίσως ιδιαίτερη σημασία και αξία να αναφερθεί αν δε συνεπαγόταν αλλαγές και διαφοροποιήσεις και στο περιεχόμενο ή το ύφος, αντίστοιχα. Γιατί εκείνο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να επισημάνει είναι πως ο ποιητής επιλέγει τον ποιητικό του τρόπο ανάλογα με διαφορετικό κάθε φορά νόημα, ανάλογα με τη δομή και την ουσία της ποιητικής του σκέψης, αλλά και ανάλογα με την πρόθεση και τη διάθεσή του.

Στην πρώτη ποιητική ενότητα περιλαμβάνονται ποιήματα που διερευνούν το παρόν πάνω στη βάση και στη στόχευση μιας διαχρονικής προοπτικής. Ο ποιητής, δηλαδή, αφορμάται από το παρόν, από το τοπικό και το επικαιρικό για να εξακτινωθεί στο καθολικό, στο διαχρονικό και το δια-τοπικό. Η ματιά του είναι ψύχραιμη, όχι όμως και ψυχρή. Γιατί πίσω και κάτω από την σταθερότητα των στίχων κρύβονται επιδέξια οι εσωτερικές δονήσεις της ψυχής του δημουργού που δεν μένει ασυγκίνητος από το δράμα του ανθρώπου και του κόσμου. Αυτές οι δονήσεις μεταφέρονται ευθέως και ασυναίσθητα στην ευαίσθητη αναγνωστική συνείδηση που μπορεί τώρα, πάνω στη βάση των ποιημάτων, να μορφοποιήσει και να σχηματοποιήσει με μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά την αντίληψη για τον σύγχρονο άνθρωπο, τη δυναμη και τη δυναμική της ενεργής παρουσίας του μέσα στα τεκταινόμενα, αλλά και το όραμα της αλλαγής και της αναμόρφωσης με κατευθυντήρια ιδέα και δύναμη την τέχνη. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής δεν διστάζει να γίνει πιο προτρεπτικός, πιο συμβουλευτικός, περισσότερο άμεσος και ευθύς προς τον αναγνώστη με στόχο την αφύπνιση και, δευτερευόντως, την εξωτερική και εξωτερική κίνηση και δράση: Να τεντώνεις τα μάτια με χοντρούς πασσάλους/ Να σφαλίζεις τα χείλη/ Να πατάς στα νερά, να κολυμπάς στο σπέρμα./ Να αφουγκράζεσαι τη θάλασσα των παιδικών σου χρόνων./ Να νανουρίζεσαι απ’ τις ψαλμωδίες του τριζονιού./ Να γίνεσαι ο κυματοθραύστης των λέξεων./ Να περιφρουρείς τα αστέρια. («Εγχειρίδιον θερινής ανάπαυλας»).

Η δεύτερη ποιητική ενότητα αποτελείται από ένα ενιαίο, μακροσκελές ποίημα που φέρει τον τίτλο «Νox» (: «Νύχτα»). Πρόκειται για ένα είδος θεατρικού μονολόγου ή, καλύτερα, μονόπρακτου με το οποίο ο ποιητής αποπειράται και αποτολμά μία αναμέτρηση με τη δική του, αλλά και την προηγούμενη γενιά, τα οράματα που τις στοίχειωσαν και τις επιλογές τους. Με θαραλλέα ματιά και αιχμηρό λόγο επιχειρεί μια διείσδυση στην ιστορία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους ανθρώπους κάθε γενιάς, και έναν απολογισμό των πεπραγμένων τους. Άλλοτε ειρωνικός, άλλοτε στοχαστικός και άλλοτε καθαρά ποιητικός ο Αραβανής τεχνουργεί μία απολογία που ξαφνιάζει τόσο με την καθαρότητα, τη σαφήνεια και την ευθύτητα των παρατηρήσεων, όσο και με την υπαινικτικότητα ή την κρυπτικότητα ορισμένων στίχων που, όμως, ακριβώς γι’ αυτό, λειτουργούν υποβλητικά και άρα πιο καίρια και δραστικά στην αναγνωστική συνείδηση: Οι συγκαιρινοί βιάζονταν να κλείσουν τα χοντρά βιβλία,/ να απελευθερωθούν απ’ τις χρονολογίες/ -που σαν θεόρατοι πάσσαλοι μάς οριοθετούσαν-/ να απαγκιστρωθούν από τα μεγάλα οράματα/ τις δαγκάνες των θρησκειών και των συμβόλων/ και να διαφημίσουν τους δέκα μαγικούς τρόπους/ για την ιδιωτική ευτυχία.

Η τρίτη και τελευταία ποιητική ενότητα, «Φανταστικές ιστορίες ενός αληθινού τέλους», διαφέρει και διαφοροποιείται από τις προηγούμενες δύο καθώς περιλαμβάνει ποιήματα που έχουν τη μορφή μικρών ιστοριών, οι οποίες δεν ξεπερνούν σε έκταση τη μία παράγραφο. Οι ιστορίες αυτές αφορμώνται και αφιερώνονται σε τύπους ανθρώπων, καθένας από τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπος με το παράλογο και το παράδοξο της ζωής για το οποίο, όμως, εν τέλει, αποδεικνύεται ότι ευθύνεται. Οι ιστορίες αυτές κρύβουν τις περισσότερες φορές ένα δίδαγμα για τη ανθρώπινη ματαιοδοξία, για τις ανθρώπινες εμμονές και ματαιώσεις που σχεδόν πάντα έρχονται ως διάψευση με στόχο την προσγείωση του ανθρώπου στο ασφαλές έδαφος της πραγματικότητας και της αλήθειας: Ένας αγοραφοβικός άνθρωπος κλείστηκε κάποια μέρα σε ένα ασανσέρ. Έτσι όπως ήταν μόνος, άρχισε την ενδοσκόπηση περιμένοντας την εξωτερική βοήθεια. Όταν άνοιξαν την πόρτα, τον βρήκαν ημιθανή μέσα σε μιαν αποπνικτική μυρωδιά πολυκοσμίας.

Η συλλογή του Σπύρου Αραβανή συστήνει έναν νέο τρόπο για να αντικρύζει κανείς την τέχνη, την ουσία, τον ρόλο και τη λειτουργία της μέσα στην πραγματικότητα. Ο τρόπος αυτός έχει στον πυρήνα του την αμεσότητα, την αιχμηρότητα και την τόλμη της ποιητικής γλώσσας, αλλά και την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και την ευθυκρισία των νοημάτων. Οι τρεις αυτές πτυχές, μάλιστα, κάθε άλλο παρά δρουν ανασταλτικά της ανάδυσης της καλλιτεχνικής-ποιητικής υπόστασης και πλευράς των ποιημάτων. Αντίθετα αυτή προβάλλει και αναδύεται με ιδιαίτερη ένταση και θέρμη από τη στιγμή που υπηρετεί και υπάγεται στην πιο σπουδαία λειτουργία της ποίησης και της τέχνης γενικότερα που είναι η ανάδειξη της αλήθειας. Έτσι η ανάδυση της ομορφιάς πραγματοποιείται και συμπίπτει με την ανάδυση της αλήθειας στο μέτρο και στον βαθμό που οι δυο τους συμφύρονται, συλλειτουργούν και συνυπάρχουν μέσα στο ποιητικό αποτέλεσμα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Robert Delaunay. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη