Μια αναγνωστική προσέγγιση
Στάθης Κουτσούνης, Στου κανενός τη χώρα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2020, σελ. 45.
Ο τίτλος και μόνο της τελευταίας 7ης ποιητικής συλλογής του ξεχωριστού ποιητή Στάθη Κουτσούνη (Νέα Φιγαλία Ολυμπίας, 1959), μες στην πολυσημία του, θα μπορούσε μόνος του να είναι ένα μονόστιχο ποίημα, που θα λειτουργούσε ως ένα είδος «εισαγωγής» για να μπει κανείς στο κλίμα των 32 περιεχόμενων ποιημάτων της.
Γιατί, ποιος είναι ο ανώνυμος «κανείς» και ποια η χώρα του; Θα μπορούσε βέβαια να είναι ο ίδιος ο ποιητής, οπότε η συλλογή θα είχε μια σαφή «αυτοβιογραφική», ας πούμε, νότα. Θα μπορούσε, όμως, να είναι και οποιοσδήποτε, στη χώρα του οποίου ζει και εμπνέεται ο ποιητής.
Μοιραία, έρχεται στο μυαλό ο πολύτροπος «Ούτις»: «Ούτις εμοί γ’ όνομα. Ούτιν δε με κικλήσουσιν μήτηρ ηδέ πατήρ ηδ’ άλλοι πάντες εταίροι» (Ομήρου Οδύσσεια, 364-367).
Είναι, μήπως, μια πρόσκληση στον αναγνώστη να επισκεφθεί τη χώρα του πολυμήχανου Οδυσσέα, προσωπίδα του ποιητή; Τότε, μήπως ο αναγνώστης προσομοιάζεται με τον μονόφθαλμο Πολύφημο;
«χρόνια πολλά / λέει ο ζωντανός στον πεθαμένο / δεν έχω ανάγκη τις ευχές σου / του απαντά εκείνος / σε τούτη εδώ τη χώρα / εγώ κατέκτησα εξάπαντος / την αιωνιότητα / δική σου τώρα η σπουδή» (σύγχυση, σ. 22)
Η ανωνυμία, πάντως, μπορεί να οφείλεται στην προσωπική επιθυμία ή/και σκοπιμότητα είτε να κρυφτούμε πίσω από το «κανένας», είτε να θεωρήσουμε ότι τα βιώματα και τα πάθη μας αναφέρονται όχι μόνο στο προσωπικό αλλά και στο συλλογικό επίπεδο μέσα σε συγκεκριμένο χωρόχρονο. Βέβαια, η απώλεια ονόματος συνεπάγεται μείωση της προσωπικής ευθύνης και, σε τελευταία ανάλυση, της ίδιας της ελευθερίας. Κάτι, δηλαδή, σαν δειλία, σαν λιποψυχία, σαν έλλειψη θάρρους, για την αντιμετώπιση μιας σκληρής πραγματικότητας που δεν την είχαμε υποψιαστεί. «Πένθιμα χτυπά η καμπάνα απ’ το πρωί / και κάποιος καρφώνει αγγελτήρια / …. / και μια γριά / βγάζει κλεφτά τα κεφάλι της στην πόρτα / και δεν κοτάει να ρωτήσει / ποιος άραγε παντρεύτηκε» («ορρωδία», σ. 15)
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στη χώρα του κανενός περισσεύουν μνήμες, εμπειρίες, αισθήματα και αντιδράσεις, που εκφέρονται με έναν λόγο βιωματικό και αντισυμβατικό, με λέξεις διαυγείς και ξεχωριστές για την ακρίβεια τους και την εκφραστική τους ρώμη, μνήμες που ανασύρονται από πολύτιμα σεντούκια και εκτίθενται σε κοινή θέα στον επισκέπτη του ποιητικού κόσμου του Σ.Κ., ακόμη κι αν πρόκειται για το νοητό «ένδυμά» του, όπως το (επεξεργασμένο) βαμβάκι που, ως πρώτη ύλη ενός λ.χ. αντρικού κοστουμιού, έχει εκτεθεί σε μια βιτρίνα-κλουβί και «ονειρεύεται τότε μιαν απόδραση / βγαλμένη από ταινία / μεσάνυχτα να σπάνε τα τζάμια της βιτρίνας / στης αστραπής ν’ ανεβαίνει τη σέλα / και στις φυτείες των απαλών του χρόνων / να ξαναβρίσκει τη χαμένη του γενιά / και με τον άνεμο παρέα ν’ αλητεύει» («βαμβάκι στο κλουβί», σ. 16).
Προς στιγμήν, μας φαίνεται ότι αρκεί μια μεταμφίεση, μια επιστροφή στην παραμυθία, στην Εδέμ της νιότης μας, για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε το ρυθμό μας, την πρωτινή μας ζωτικότητα, μέχρις ότου παραδεχτούμε ότι το είναι μας έχει πλέον οριστικά προσαρμοστεί στο παρόν. «Πάσχιζα να βρω τι θα ντυθώ / σ’ αυτό το μασκέ πάρτι των συμμαθητών / μετά από τόσα χρόνια / ώσπου ξεπήδησαν από μέσα μου / οι πρωτινοί εαυτοί μου / … / μα ήδη είχα πάρει τη στροφή / κι ήταν αργά για υποκριτική / έτσι δειλός και άσημος / με ψίχουλα στα χέρια και σπασμένα δόντια / πήγα στο πάρτι χωρίς μεταμφίεση / μόνος εγώ μια θλιβερή παραφωνία» («το πάρτι», σ. 17).
Αυτές οι λοξές ματιές σε μύθους και ιστορίες διατρέχουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, για να συνδεθούν με τα πάθη και τα άλγη του ποιητή αλλά και να αποτυπώσουν την επικαιρότητα της εποχής μας. Ενδεικτικά είναι τα, κάπως πιο «μακροσκελή», ποιήματα «απολογία» (σ. 30-31) και «Αρέθουσα» (σ. 33) που με τα προσωπεία των μύθων (Κλυταιμνήστρας, Αλφειού), αναφέρονται στα πάθη του έρωτα που φτάνουν μέχρι και τον φόνο.
Τέσσερες συνθέσεις που επιγράφονται «νεκρές φύσεις», αναφέρονται σε φυτά, ζώα και ανθρώπους, όλα πεπερασμένα και οδηγημένα στον Κάτω Κόσμο. Εδώ καταγράφονται σε δίστιχα, τρίστιχα ή/και μονόστιχα, που θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς και «ατίθασα» χαϊκού, στιγμιαίες απεικονίσεις σκληρότατων στιγμών της ζωής με μια ελλειπτική γραφή γεμάτη σιωπές: «θάλασσα πηγμένη / από τα δάκρυα των πνιγμένων» (σ. 18) και «κουφάρι αλόγου σε ρεματιά / κι ολόγυρα όρνια και σμήνη μυγών» (σ. 26) κι ακόμη «δάσος μετά την πυρκαγιά / ένα άδειο βλέμμα».
Από την άλλη, η υπαρξιακή αγωνία σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο, υποδόρια αλλά παρούσα, εκφράζεται συχνά ακαριαία, υπαινικτικά. «μονολογούσε η γυναίκα / με το χιόνι στα μαλλιά / και τα γαλάζια ποτάμια / στα χέρια και τα πόδια» («diminuendo», σ. 27), και «βλέπω το μέλλον που ονειρεύτηκα / ξεθωριασμένο το λουστρίνι / και τα κορδόνια λιωμένα» («χίμαιρα», σ. 41).
Επιπλέον, ένας βαθύς ερωτισμός διατρέχει σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής, ως «ασυμβίβαστοι κι ονειροπόλοι / και προπαντός της ομορφιάς εραστές» («το πάρτι», σ. 17), αγκαλιάζοντας τα υποκείμενα πρόσωπα και πράγματα με ευφάνταστες αλληγορίες του ελάχιστου και ευρηματικές μεταφορές. «όταν σε σκέφτομαι / τα χέρια μου πουλιά δραπετεύουν / φτιάχνουν φωλιές στο σώμα σου / κι αρχίζει το παιχνίδι» («το μήλο», σ 13) και «έβγαλα τον έρωτά μου / κόκκινο υγρό πουκάμισο / τον κρέμασα στο δέντρο / και τον κοιτάζω ενεός» («καρφί», σ. 28).
Γενικότερα, πάντως, η κοινωνική διάσταση στην ποίηση του Σ.Κ. είναι συνεχώς παρούσα, υπερακοντίζοντας ίσως, εν τοις πράγμασι, την εσωτερίκευση του «μοντερνισμού» που κατακλύζει συνήθως την ποιητική μας παραγωγή από την μεταπολίτευση και εντεύθεν.
Τα στοιχεία που διακρίνουν την ποίηση του Σ.Κ. είναι, κατά τη γνώμη μου, η λιτότητα λόγου, η ελλειπτική αλλά καθαρή γραφή, η μουσικότητα και η εσωτερική ρυθμική που αφήνει χώρο για κρυμμένους έμμετρους στίχους, με επιτηδευμένα χάσματα, γεμάτα σιωπές. Η πλήρης έλλειψη, μάλιστα, των σημείων στίξης και των κεφαλαίων γραμμάτων, πολλαπλασιάζει τις έννοιες, αφήνοντας χώρο στον ρυθμικό παλμό του συνόλου της συλλογής, πράγμα που απελευθερώνει την πρόσληψη του δέκτη, κορυφώνοντας έτσι το ενδιαφέρον του.
Τέλος, κατά την άποψή μου, τα ποιήματα της παρούσας συλλογής, αριστοτεχνικά δομημένα, συστρέφονται γύρω από έναν συγκεκριμένο άξονα που δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο της, με τον ποιητή να δηλώνει, ολοκληρώνοντας το (μουσικό) κομμάτι του, «…εγώ πασχίζω / να παίξω μαζί σου στα ίσια / γευόμενος μέχρι το μεδούλι / την ηδονή απ’ τα μικρά μου τρόπαια» («coda», σ. 43). ‘Η, όπως θα τραγουδούσε κι ο Μανώλης Ρασούλης, «εγώ είμαι ένας κανένας που σας σεργιανά».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Cornelia Parker. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]