frear

Αχ, πόσο ήθελε ένα λιμνάκι! – της Αρετούσας Ιερωνυμάκη

Το σπίτι της δεν είχε κήπο. Ούτε μια τόσο δα αυλίτσα. Άνοιγες την πόρτα, έβγαινες στον δρόμο, στο τσιμέντο. Δίπλα ήτανε ένα στενό δρομάκι που παίζανε με τα παιδιά της γειτονιάς, μα ήλιο δεν είχε. Τσιμεντένιο κι αυτό. Πάνω είχε ένα ταρατσάκι, όμως περνούσες το σαλόνι για να βγεις και το σαλόνι τ’ άνοιγαν μόνο τις εορτές. Οι πολυθρόνες, όλα τα έπιπλα, ήταν σκεπασμένα με σεντόνια, σαν φαντάσματα. Τα προφύλασσαν, λέει, από τις σκόνες.

– Προφυλάσσει το φάντασμα απ’ τη σκόνη ; ρωτούσε.

– Πάλι εσύ κι οι ανόητές σου ερωτήσεις.

Το ταρατσάκι είχε μόνο γλάστρες με κάκτους, που τσιμπούσαν. Κι αυτό γιατί οι κάκτοι δεν θέλουν περιποίηση. Δεν θ΄ ανοίγεις όλη την ώρα το σαλόνι, να τους ποτίζεις. Θα γέμιζε σκόνη το σαλόνι.

Κλειστό το σαλόνι, τσιμέντο ο δρόμος, τσιμεντένιο το στενό.

Καθισμένη στο περβάζι ενός κλειστού παράθυρου, στο στενό ονειρευόταν το λιμνάκι. Όπως αυτή ονειρευόταν, στην άκρη του τσιμέντου ήταν μια στρατιά μυρμήγκια ολοφόρτωτα. Πολύ απασχολημένα. Το ‘να κουβαλούσε ένα ψίχουλο, τ’ άλλο ένα φασολάκι, έν’ άλλο έναν κόκκο σταριού. Ολοσόβαρα πήγαιναν την πραμμάτεια τους στην τρυπούλα και ξανάβγαιναν. Κάπου κάπου κουτουλούσαν από τον πολύ τους ζήλο. Την πήρανε τα γέλια μ’ αυτά τα λιλιπούτεια. Όπως γελούσε της ήρθε μια ιδέα. Θα πάρει έναν τεράστιο κουμπαρά να βάζει τα πενηνταράκια της, τις καλές χέρες της Πρωτοχρονιάς κι όταν λίγο μεγαλώσει θα φτιάξει μια λιμνούλα.

Είχε ένα σπίτι παλιό η μαμά της στην εξοχή, μα δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Κάτι την στενοχωρούσε τη μαμά της και δεν το ήθελε. Τι να ‘ταν αυτό άραγε; Μμ, πολλά την στενοχωρούσαν τη μαμά. Ο μπαμπάς της όμως αγαπούσε τη γη. Κάθε ελεύθερό του χρόνο, πήγαινε σ’ εκείνο το παλιό, πανέμορφο σπίτι με τον μεγάλο κήπο, τον καταπράσινο. Μαγικός της φάνταζε, ένας παράδεισος. Πόσο ήθελε να ζει εκεί! Είχε γιγάντιους φοίνικες, τεράστια πεύκα που μοσχοβολούσαν στη βροχή. Είχε και πολλά φρουτόδενδρα. Τον χειμώνα ήταν ανθισμένα και το καλοκαίρι είχαν βερίκοκα, ροδάκινα, ρόγδια. Έσκαβε ο πατέρας της, φύτευε δένδρα, πότιζε, μάζευε λεμόνια. Φύτευε, λέει, κι ελιές που να ‘χει το λάδι τους όταν μεγαλώσει.

Τι να το κάνει το λάδι, όταν μεγαλώσει; Ήθελε τη λιμνούλα τώρα!

Πήρε μια μέρα το σκαλίδι, τότε που ο μπαμπάς ήταν στην άλλη άκρη κι άρχισε να σκάβει. Έσκαβε, έσκαβε, έκανε έναν μεγάλο λάκκο, άρπαξε το λάστιχο στα κρυφά και τον γέμισε νερό. Έκοψε κάμποσα πλατιά φύλλα της συκιάς σαν νούφαρα και νάτην η λιμνούλα. Ο μπαμπάς ακόμα μακριά ευτυχώς! Ξένοιαστη, χαρούμενη, έβγαλε το φουστάνι και τα παπούτσια της και πλατς πλουτς ευτυχισμένη!

Μα, ω της μεγάλης τρομάρας! Την αναζήτησε ο μπαμπάς και σαν την είδε στη λακκούβα, στο γλυκό της το λιμνάκι, έβαλε τις φωνές.

– Τι είναι πάλι αυτά; Ούτε με τσιμπίδα δεν θα σε βγάλω από δω!

– Θα βγω μόνη μου! φώναξε η μικρή με δάκρυα. Για άλλη μια φορά της έκοψε ο μπαμπάς τη χαρά της.

Στο σπίτι άλλα μαλώματα. Έξαλλη η μαμά που είχε λερωθεί.

– Τι άτακτη που είσαι! Βαρέθηκα να σε στολίζω κι εσύ όλο στα χώματα να τρέχεις!

Στενοχωριόταν, έκλαιγε, μα σαν περνούσε η στενοχώρια, θυμήθηκε τον κουμπαρά.

«Δεν θα τους πω το μυστικό μου! Μέχρι να μεγαλώσω, θα ‘χει γεμίσει ο κουμπαράς. Εγώ το λιμνάκι θα το φτιάξω! Εξάλλου η μαμά λέει πως δεν είναι ποτέ αργά να πραγματοποιείς τις επιθυμίες σου! Δηλαδή να μη ζω τώρα, μα όταν μεγαλώσω…, σκεφτόταν και θύμωνε. Θα ‘χω μαζέψει τόσες επιθυμίες μέχρι τότε! Ούτε γάτα μου παίρνουν γιατί θα λερώνει, ούτε σκύλο γιατί δεν έχομε αυλή, ούτε μαϊμού γιατί είναι επικίνδυνη, ούτε πιγκουίνο γιατί θα σκάσει από τη ζέστη μας!»

– Πού τις βρίσκεις αυτές τις τρέλες; Όλο φαντασίες. Είσαι απάλευτη!

Δηλαδή μόνη, ολομόναχη με τα εμπόδια και τις χιλιάδες παρατηρήσεις τους θα είναι ασφαλής και καλό κορίτσι. Κολοκύθια! Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά, το πήρε απόφαση. Έτσι κι αυτή θα κάνει του κεφαλιού της!

Θα βάψει τους τοίχους του σπιτιού! Της αρέσουν πολύ τα χρώματα! Άρχισε να βάφει τη σκάλα, ένα μεσημέρι, την ώρα του ύπνου των γονιών της. Όμως ξυπνήσανε… κι άρχισαν κραυγές απελπισίας!

Καλά ούτε τα χρωματιστά σκαλοπάτια τους αρέσουνε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί; Αύριο θα το σκάσω με το καρότσι του πάγου! Σκάρωσε το φευγιό με τα παιδιά που έφερναν τον πάγο. Ξάπλωσε βασίλισσα μες στο βρεγμένο καρότσι και σαν τρελά τρέχανε χαρούμενα στα σοκάκια! Το μεθύσι της ευτυχίας κόπηκε απότομα. Τη βρήκανε. Αυτή η επανάσταση είχε έξτρα καταστολή. Τιμωρία.

Δεν καταλαβαίνουν οι μεγάλοι τα παιδιά, πάει τελείωσε. Πρέπει τα παιδιά να καταλαβαίνουν τους μεγάλους, μα αυτό πώς γίνεται; Καλά κι εγώ δεν θα μεγαλώσω; Και μαϊμού θα πάρω και χρωματιστή σκάλα θα ‘χω και το δικό μου λιμνάκι!

Η ιστορία τελειώνει με δυο τρόπους. Τον ιδανικό και τον πραγματικό.

Ιδανικός. Διάβαζε τα μαθήματά της και πολλά βιβλία να μάθει για τις λιμνούλες, τα ψαράκια και τα νούφαρα. Ζωγράφιζε τοτέμ, βατράχια, ζωγράφιζε σκάλες χρωματιστές στις ιχνογραφίες της και φύλαγε κάθε χαρτζιλίκι στον μεγάλο κουμπαρά.

Όταν πια ήταν στο Γυμνάσιο, έκανε συμφωνία με τον πατέρα της. Αν έπαιρνε άριστα στο σχολείο, θα σπούσε τον κουμπαρά και το λιμνάκι έγινε! Η μαμά της ούτε που ήθελε να το ακούσει. Στενοχωρήθηκε, ήθελε κι η μαμά της να χαρεί με το λιμνάκι. Μα αφού συμφώνησε τουλάχιστον ο μπαμπάς… Κι ύστερα η μαμά δεν έρχεται ποτέ μαζί μας. Της αρέσει να ‘ναι με τις φίλες της. Ε, εγώ την εμποδίζω; Γιατί να μη χαρώ κι εγώ το λιμνάκι μου;

Έσπασε τον κουμπαρά κι άρχισε να μετρά. Άπειρα πενηνταράκια, σαν τους σπόρους των μυρμηγκιών, σκέφτηκε. Μα και δεκάρικα, εικοσάρικα απ’ τις Πρωτοχρονιές, τα γενέθλια, τα χαρτζιλίκια της γιαγιάς. Μετρούσε και ξαναμετρούσε. Τα χρήματα μάλλον φτάνανε και για τον μάστορα, τα υλικά, για τα ψαράκια και τα νούφαρα. Γνώριζε τον μάστορα, έναν καλό γείτονα τον κύριο Στέφανο, που της έκανε τα χατήρια. Όλα έτοιμα! Ο μπαμπάς την καμάρωνε για την αξιοσύνη της, μα δεν της το ‘λεγε… κρατούσε τη χαρά μέσα του κι αυτός! Γιατί; Δεν ήταν ώρα για τις περίεργες ερωτήσεις της. Θα καθυστερούσε άδικα το λιμνάκι και μπου… δεν καταλαβαίνουν οι μεγάλοι ούτως η άλλως!

Πήγαν στον μεγάλο κήπο με τον κυρ-Στέφανο, τον μάστορα, κι αρχίσανε να σκάβουνε στο χώμα. Έκαναν έναν βαθύ λάκκο. Τον καλούπωσαν γύρω γύρω και γέμισαν τα πλάγια με τσιμέντο. Μετά μονωτικό, να μη φεύγει το νερό. Τότε κουβάλησε όλα τα σπασμένα πιθάρια που ‘χε μαζέψει και τα ‘βαλαν στον πάτο, το ένα πάνω στο άλλο, να κάνουν τις κρυψώνες τους τα ψάρια. Φύτεψαν ένα μεγάλο νούφαρο, κύπερη να τσιμπολογούν τον βολβό της και ψευδο-ίριδες, μες στο νερό. Πολύ χαρούμενη η Αργυρή. Μέναν μόνο τα ψαράκια. Πήρε δυο κοκκινόψαρα και δυο κιτρινόψαρα. Της έφερε άλλα τέσσερα ο Μάρτιν, ένας φίλος της, που ‘χε κι αυτός λιμνάκι και της είχε δώσει τόσες συμβουλές.

Τώρα οκτώ ψαράκια κολυμπούσαν στα νερά της λίμνης. Βουτούσαν, κρυβόντουσαν, ξανάβγαιναν στην επιφάνεια ανάμεσα στα νούφαρα, που με τη ζέστη και το νερό μεγάλωναν κάθε μέρα κι έκαναν ίσκιο στα ψάρια. Μεγάλωναν και τα λογχωτά φύλλα της ίριδας. Ένα πρωί μια κόκκινη λιβελούλα ήρθε και κάθισε στην ίριδα, την ώρα που τα ψαράκια τσιμπολογούσαν τα φλουδάκια τους. Την άνοιξη ανθίζανε κίτρινες οι ίριδες, το καλοκαίρι ανθίζανε τα νούφαρα. Κάθε άλλη εποχή ένα άλλο χρώμα λιβελούλα ερχόταν στο λιμνάκι της! Το λιμνάκι είχε δώσει τη δική του ζωή, τη δική της ζωή μες στον μεγάλο κήπο. Ήτανε πια χαρούμενη!

Πραγματικός. Και τα μαθήματά της διάβαζε και πολλά βιβλία. Όμως εκείνα τα παιδικά εμπόδια και τα χιλιάδες μη και όχι διαδέχτηκαν κι άλλα τόσα όσο μεγάλωνε, ώσπου δεν καταλάβαινε τον εαυτό της πια. Έκανε σ’ όλη της τη ζωή αυτό που θέλαν οι μεγάλοι. Αυτοί που δεν την καταλάβαιναν. Σώθηκε μόνο η λαχτάρα της για ζωή κι η περιέργειά της.

Με σύντροφο την περιέργειά της, βούτηξε σ’ ένα μακρύ ταξίδι μες στον εαυτό της, να καταλάβει ό,τι Εκείνοι δεν καταλάβαιναν.

Έτσι έζησε στον μεγάλο κήπο, τον καταπράσινο, μα το λιμνάκι της το ‘φτιαξε κοντά στα εβδομήντα. Τα εγγόνια της της ξύπνησαν εκείνη την παιδική της επιθυμία, μια από τις επιθυμίες της.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη