Τα πυροτεχνήματα χαλούσαν στον κόσμο. Πολύχρωμα σχήματα ως δια μαγείας ζωγραφίζονταν στον ουρανό και του έδιναν μια λάμψη παραμυθένια. Ναι, ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Λίνα Μερίνα άνοιξε με μανία τον υπολογιστή της. Είχε μια καινούργια ιδέα για το μυθιστόρημα που έγραφε και δεν ήθελε να τη χάσει. Σφύριζε χαρούμενη μέχρι που μπήκε στο αρχείο της και βυθίστηκε στη γραφή ως αργά το βράδυ που αποκοιμήθηκε πάνω στο πληκτρολόγιο. Πήγε και η χοντρή γάτα δίπλα της, το λεγόμενο Μέλι και έγλειφε το βεραμάν ποντίκι σαν γλειφιτζούρι. Φαίνεται πως της άρεσε η υφή του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
Το πρωί της 1ης Ιανουαρίου 2021 λοιπόν, η Λίνα Μερίνα σηκώθηκε με ένα βάρος στο στήθος και ασυναίσθητα άγγιξε το ποντίκι που κείτονταν πάνω στο μάους παντ, αλλά αμέσως τράβηξε τη παλάμη της με ένα αίσθημα αηδίας. Το ποντίκι κολλούσε όλως παραδόξως και η γάτα είχε λουφάξει στην κούνια, έξω στο μπαλκονάκι όπως συνήθιζε. Ούτε γάτα ούτε ζημιά που λέει και η παροιμία. «Μα καλά, δεν έχει καμία συναίσθηση, δεν μπορεί να φέρει ένα μαντηλάκι να με καθαρίσει, ήθελα να ‘ξερα πώς θα δουλέψει αργότερα», σκέφτηκε προβληματισμένο το ποντίκι που ήταν μισοσπασμένο στην άκρη, αλλά την έκανε τη δουλειά του. Θυμάται πως το σπάσιμο οφειλόταν σε ένα απρόσεκτο χτύπημα που είχε υποστεί όταν η γνωστή συγγραφέας Λίνα Μερίνα είχε τσακωθεί με τον εκδότη της και χωρίς να το καταλάβει καλά καλά είχε χτυπήσει την πήλινη κούπα του καφέ πάνω του. Ευτυχώς είχε διασωθεί, αν και λένε πως οι γάτες είναι εφτάψυχες και όχι τα ποντίκια. «Αν είχα πόδια θά ΄φευγα, αν ήμουν αληθινό ποντίκι στ’ αλήθεια θα ΄φευγα», είχε πει πολλές φορές στον εαυτό του το δύσμοιρο ποντίκι. Όχι ότι δεν αισθανόταν περήφανο για τη διάσημη κυρά του. Αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν την άντεχε, ήταν ανυπόφορη με τις υστερίες και τις κρίσεις πανικού της. Ήταν –όπως έλεγαν οι κριτικοί– άξια διάδοχος της Αγκάθα Κρίστι. «Αλλά το δικό της μυστήριο ποιος θα το λύσει; Μήπως εγώ;» αναρωτιόταν συνεχώς και αδιαλείπτως και άκρη δεν έβρισκε. «Ορίστε, ούτε γιορτή ούτε χαρά σε αυτό το σπίτι. Ακόμα και την παραμονή λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος εκείνη έγραφε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ευχές δεν έδωσε ούτε πήρε, τηλέφωνα δεν σήκωσε.»
Εκείνο το πρωινό, σαλιωμένο όπως ήταν, το ποντίκι την περίμενε να έρθει να γράψει ως συνήθως, αλλά εκείνη τίποτα. Την είχε προηγουμένως δει να βγαίνει στο μπαλκονάκι με τον καφέ της και το κινητό στο χέρι. «Θέλει να πάρει αέρα, να ξεπιαστεί, σαν κρεμασμένη κοιμήθηκε, αλήθεια είναι» παρατήρησε. Αλλά η ώρα περνούσε και κείνη μέσα δεν ερχόταν. Ανησύχησε. Δεν έβλεπε και τη γάτα πουθενά. Μα πού είχαν πάει όλοι επιτέλους; Λίγο πιο μετά άκουσε έναν δυνατό γδούπο, σαν τσουβάλι, ένα βαρύ αντικείμενο που έπεφτε με δύναμη στο πλακάκι και έπειτα το ουρλιαχτό της γάτας. Μετά από κανένα δεκάλεπτο άκουσε τους γείτονες να φωνάζουν κάτι αλλόκοτα λόγια, να μιλάνε ακατάπαυστα, είδε λοστούς να σπάνε την ξύλινη πόρτα του διαμερίσματος και να μπουκάρουν μέσα τέσσερις γειτόνοι, μαζί και ο αστυνόμος Ρενιέρης του πέμπτου ορόφου.
Ένα προαίσθημα κατάλαβε το ποντίκι πως δεν θα νιώσει ξανά το χέρι της πάνω στη ράχη του, πως ούτε τα παχιά της δάχτυλά θα χορέψουν ξανά ρυθμικά στο σώμα του. Παρ’ όλη την πίεση και το ζούπηγμα, το έκαναν να μη νιώθει μόνο. Τώρα που το ξανασκέφτεται θεωρεί πως αυτή η επαφή, αυτό το αγκάλιασμα ήταν κάτι τρυφερό και όμορφο εντέλει που έδινε ένα νόημα όσο να πεις στη στατική, κοινότοπη και βαρετή ζωή του. Ήταν και τιμητικό βεβαίως… αφού ήταν το ποντίκι που χρησιμοποιούσε μία από τις πιο σημαντικές συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου της ελληνικής λογοτεχνικής πραγματικότητας. Η συνεργασία με την… αφεντικίνα του ήταν γεμάτη σκαμπανεβάσματα… αλλά ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Τι να έχει συμβεί άραγε… Τόσο ακαριαία, τόσο απρόσμενα. Χάθηκε εκείνη, χάθηκε κι η γάτα. Μπήκε και βγήκε και άλλος κόσμος, πολύς, εκείνη τη μέρα και μια λέξη αιωρούνταν στον αέρα . Ανακοπή… ανακοπή… ανακοπή… ανακοπή. Τότε κατάλαβε πως η κυρά του έφυγε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Με την άκρη του ματιού του διάβασε τις τελευταίες γραμμές από το ανοιχτό word «Ήταν νύχτα εκείνη γεμάτη θάματα, και νύχτα σπαρμένη μάγια*. Μέχρι και η γάτα είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς… σαν κάποιο αόρατο χέρι να την είχε πάρει…».
* «Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», στίχος του Διονύσιου Σολωμού.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]