Ή, αλλιώς, πώς γίνεται η αγάπη ψωμί; Γιατί κάποιος ξεκινάει να μεταφράζει; Οι απαντήσεις είναι πολλές, αλλά μία απ’ αυτές είναι: γιατί αγαπάει τις λέξεις, τη γλώσσα, γιατί θέλει ν’ αποχτήσει το κλειδί που ανοίγει την κλειδωνιά της κάμαρης με τους θησαυρούς. Μπορεί η μετάφραση να ’ναι πάρεργο, μεράκι, χόμπι – αλλ’ αν είναι δουλειά; Τότε, πώς γίνεται η αγάπη ψωμί; Πρώτα υπάρχουν δουλειές για όλους, κι έπειτα για όλο και πιο λίγους, κι όλο και πιο πολλοί γυρεύουν δουλειά. Για τη δουλειά που γινόταν μ’ αμοιβή μία δεκάρα, βρίσκεται άνθρωπος να την κάνει και με μια πεντάρα. Δεν έχει οικογένεια. Ίσως θα ’θελε να ’χει, μα δεν μπορεί να την έχει, γιατί δουλεύει κανονικά και βγάζει μοναχά χαρτζιλίκι. Μένει λοιπόν με τους γονιούς του, καταδικασμένος σε μια πολύχρονη παράταση της εφηβείας του, και τέλος πάντων μπορεί να δουλεύει και ν’ αμείβεται ακόμα και μ’ ένα χαρτζιλίκι. Ο άλλος ωστόσο; Κείνος που ’χτισε ως και μια ολόκληρη ζωή πάνω στην αξιοπρέπεια που του ’δινε η δουλειά; Όχι πολλά λεφτά, ούτ’ έστω αρκετά, μα αξιοπρέπεια. Την αξιοπρέπεια που χαρίζει σ’ έναν άνθρωπο η περηφάνια του για τη δουλειά του. Αυτός, λοιπόν, που ’κανε κάποτε ψωμί την αγάπη του, πώς θα κρατήσει ακόμη άσβεστη τούτη την αγάπη, παλεύοντας για τον επιούσιο; Τη στριμώχνει σε γωνιές και χαραμάδες μιας σκληρής καθημερινότητας, την κακομεταχειρίζεται κάνοντάς την εργαλείο επιβίωσης, τη βρομίζει διπλοδουλεύοντας και τριπλοδουλεύοντας. Και επιζεί τούτη η αγάπη; Ναι, μα αλλιώτικη. Πλέον, σαν κακομούτσουνο τέρας μ’ αγγελική ψυχή. Και μάλιστα, μ’ έναν τρόπο, γίνεται βαθύτερη. Δίχως οίηση, δίχως αυταπάτες, δίχως φτιασίδια. Ο μεταφραστής που ψωμίζεται απ’ τη μετάφραση, και που μάλιστα χάρη σ’ αυτήν συντηρεί μια οικογένεια, δεν πολυδιαφέρει από ’ναν αγρότη. Ο αγρότης δεν είναι φυσιολάτρης. Ο μεταφραστής «πολυτελείας» είναι σαν το φυσιολάτρη, περιπατεί και απολαμβάνει. Ο φυσιολάτρης αγαπάει τη φύση, ο αγρότης συχνά τη σιχτιρίζει − αλλά την αγαπάει μ’ εκείνη τη βαθύτερη αγάπη που κλείνει πάντοτε μέσα της και μίσος. Όπως αγαπάει ο μεροκαματιάρης μεταφραστής τη γλώσσα.
[Πρώτη δημοσίευση. Το χαρακτικό είναι του Α. Τάσσου.]