«Αρχαία λύκαινα», έτσι χαρακτήρισε την απληστία ο Δάντης, ο ποιητής της Θείας Κωμωδίας εκφράζοντας την αγανάκτησή του για τους φιλάργυρους. Πώς όμως η απληστία συνδέεται με την κρίση ή καλύτερα με τις κρίσεις και πώς η θεραπεία ενός πάθους μπορεί ίσως να συμβάλλει στην θεραπεία τους;
Ο πλεονέκτης έχει χαρακτηριστεί ως ο μοναδικός πραγματικός ήρωας του καπιταλισμού και το πρόσωπο της ανθηρής οικονομίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην Ελλάδα οι αξίες της αποταμίευσης επιβίωναν ακόμη. Οι μαθητές στο σχολείο έπρεπε κάθε χρόνο να γράψουν μια έκθεση με θέμα την αποταμίευση και η πιο επιτυχημένη είχε ως έπαθλο έναν καινούργιο λογαριασμό με 500 δραχμές στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Κατόπιν, ως γνωστόν η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη φάση φιλαργυρίας με τη μορφή της συσσώρευσης χρήματος, στην επόμενη φάση που κληροδότησε στην νεότερη γενιά την ίδια ακριβώς λατρεία για το χρήμα αλλά σε μια μεταλλαγμένη της μορφή, εκείνη της σπατάλης. Ο σπάταλος των δεκαετιών του 1990 και του 2000 επιδείκνυε το χρήμα (που κάποτε ήταν δανεικό) υποκινούμενος από μια παρόμοια πεποίθηση: το χρήμα, τα υλικά αγαθά όριζαν τον άξονά του και συγκροτούσαν την εικόνα του. Τα χρήματα είτε αποταμιεύονται είτε σπαταλώνται αποτελούν αυτήν τη φανταχτερή ουσία χωρίς την οποία η πρόσληψη του εαυτού σε όποιον κατέχεται από το πάθος τους γίνεται προβληματική. Αποταμίευση και κατανάλωση είναι στην ουσία δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Έτσι όταν η αποταμίευση εξανεμιστεί και η επίδειξη έστω και με υψηλό κόστος δανεισμού δεν είναι πλέον εφικτή αυτό που απομένει είναι το ανεκπλήρωτο πάθος. Και μάλιστα ένα πάθος που έχει καλλιεργηθεί επί μακρόν και έχει ριζώσει βαθιά. Πρέπει να έχουμε περισσότερα από τους άλλους, ιδίως τους πιο κοντινούς σε μας αλλιώς η ύπαρξή μας κλονίζεται, η κατάθλιψη καραδοκεί, το μίσος για τους πιο τυχερούς γιγαντώνεται και η τυφλότητα για τους πραγματικά αδύναμους κυριαρχεί. Δεν υπάρχει πλαφόν στην πλεονεξία. Το «πιο πολύ» είναι πάντα το ζητούμενο.
«Αν όλοι γνώριζαν, τότε το καπιταλιστικό καθεστώς δεν θα διαρκούσε ούτε 24 ώρες», έλεγε η Ρόζα Λούξενμπουργκ. Παραφράζοντας τη φράση θα μπορούσε να πει κανείς πως, αν όλοι ήξεραν, ίσως τότε όλοι θα προσπαθούσαν να ανήκουν στους πλέον ωφελημένους αυτού του συστήματος. Αν όλοι ήξεραν τι μπορούσαν να κάνουν με δέκα μόνο σεντς μέσα στις δυνατότητες του καπιταλιστικού συστήματος να αγοράζει και να πουλάει δημιουργώντας υπεραξία από το τίποτα τότε θα έκαναν με μαθηματική ακρίβεια αυτό που έκανε και ο πολυεκατομμυριούχος Ουόρεν Μπάφετ όταν έπρεπε να τηλεφωνήσει από έναν τηλεφωνικό θάλαμο και είχε πάνω του ένα κέρμα των 20 σεντς ενώ το τηλεφώνημα κόστιζε μόνον 10: σταματούσε, λοιπόν, τους έκπληκτους περαστικούς προσπαθώντας να το αλλάξει για να εξοικονομήσει αυτά τα 10 σεντς.
Όλοι αντιγράφουμε αυτό που κάνουν οι άλλοι και επηρεαζόμαστε από τους φίλους μας αλλά και από τους φίλους των φίλων και από τους φίλους των φίλων των φίλων μας, υποστηρίζει η θεωρία των κοινωνικών δικτύων. Άραγε αν όλοι διαμιάς γνώριζαν τον εαυτό τους μέσα από μια εσωτερική αστραπιαία λάμψη, όπως εκείνη που αντίκρισε με τα μάτια της ψυχής ο νέος στον «Πόρφυρα» του Σολωμού, θα εγκατέλειπαν επίσης διαμιάς την πλεονεξία και κατά συνέπεια την κατανάλωση και θα έμεναν στην παραδείσια αυτάρκεια όσων φυλών ακόμη σήμερα ζουν απομονωμένες, παγωμένες στην εποχή του λίθου, σε κάποιες μακρινές γωνιές του πλανήτη; Είμαστε πλεονέκτες επειδή μιμούμαστε τους άλλους πλεονέκτες ή υπάρχει μια εγγενής τάση στον άνθρωπο για πλεονεξία; Έχει η πλεονεξία μόνον άσχημη πλευρά ή μήπως το χρήμα, το πιο αγαπημένο παιδί της πλεονεξίας, είναι η κοπριά που πάνω της φυτρώνουν τα αγαθά του πολιτισμού όπως είχε ευφυώς επισημάνει ο Ζολά;
Όπως τα φτερά κάποιων δεινοσαύρων αρχικά αναπτύχθηκαν για να τους ζεσταίνουν αλλά κατόπιν τους έδωσαν τη δυνατότητα να πετούν, έτσι και η γλωσσική ικανότητα σύμφωνα με μια άλλη ανατρεπτική θεωρία αναπτύχθηκε για να μπορούμε να συνδεθούμε μεταξύ μας μέσω της γλώσσας, ακριβώς όπως οι πίθηκοι ξεψειρίζονται σε μια διαδικασία αλληλοαναγνώρισης. Μετά όμως η γλώσσα «πέταξε» κι έτσι γεννήθηκε η ποίηση και η φιλοσοφία. Η πλεονεξία «ευθύνεται» εξελικτικά για τη δημιουργία περισσεύματος και έτσι για τη δυνατότητα που απόκτησαν κάποιοι άνθρωποι, που δεν έπρεπε να μεριμνούν καθημερινά για την τροφή τους, να μπορούν να ασχολούνται με τη δημιουργία μη απαραίτητων για την επιβίωση υλικών αγαθών που, όμως, υπήρξαν στη συνέχεια τα γενεσιουργά συστατικά του ανθρώπινου πολιτισμού. Γιατί άραγε, όμως, η «εξελιγμένη πλεονεξία» του περιττού που πάνω της στηρίχτηκε η δημιουργία του πολιτισμού να μην απαιτήσει στο παρόν όλοι οι άνθρωποι να είναι χορτάτοι και ζεστοί, όλοι να έχουν ευκαιρίες δημιουργίας και μερίδιο χαράς; Γιατί άραγε να μην μπορεί και τώρα, στη συγκεκριμένη αυτή φάση της εξέλιξης, η πλεονεξία να μεταπλαστεί σε μια ενσυνείδητη φιλάνθρωπη επιλογή αντί να παραμένει ένα πάθος ορμώμενο από το ένστικτο της επιβίωσης, όμοιο μ’ εκείνο των ανθρώπων των σπηλαίων; Στη φιλάνθρωπη εκείνη επιλογή της επιβίωσης όλων των ανθρώπινων πλασμάτων πάνω στη γη με όρους αξιοπρέπειας. Το πλεόνασμα υπάρχει ήδη και με το παραπάνω αφού μόνο στην Αμερική το 1% του πληθυσμού κατέχει το 40 % του συνολικού πλούτου της χώρας. Η δυνατότητα παραμένει ανοιχτή και προκαλεί σιωπηλά τον πολιτισμό.
Ένα απλό παράδειγμα θα ήταν το ημερήσιο πλεόνασμα των ανθρώπων μιας πολυκατοικίας σε τροφή να χρησιμοποιείται για να συντηρούνται οι άποροι στην ίδια γειτονιά. Το επιπλέον φαγητό συνήθως πετάγεται ή μένει στα ντουλάπια και στα ψυγεία μέχρι ένα μέρος του εν τέλει να πεταχτεί. Τα επιπλέον ρούχα κρέμονται αφόρετα στις ντουλάπες. Κάποιες πολυκατοικίες σήμερα πια ίσως να μπορούσαν να θρέψουν μόνο έναν άνθρωπο παραπάνω (κάποιες ίσως και κανέναν), κάποιες άλλες όμως πολλούς περισσότερους. Αν ξεκινούσε κάπου κάτι παρόμοιο ίσως προκαλούσε τη μίμηση, ίσως μείωνε την τυφλή τάση της «αρχαίας λύκαινας» για ολοένα πιο πολύ χρήμα που εν τέλει μεταφράζεται μόνο σε αριθμούς και σε εξουσία και που στην πράξη δεν μπορεί ποτέ να εξαργυρωθεί. Ίσως έβαζε λίγο καλύτερα στον χάρτη της γης την Αφρική ή την Ινδία αλλά και κάποιες ξεχασμένες γειτονιές στο Σικάγο ή στην Αθήνα. Οι λύσεις υπάρχουν και μπορούμε να τις επιλέξουμε. Αρκεί να μην αφηνόμαστε εγκαταλείποντας τους εαυτούς μας στο έλεος της «αρχαίας λύκαινας».
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο που κοσμεί την ανάρτηση είναι «Ο αργυραμοιβός και η γυναίκα του» του Oλλανδού ζωγράφου Μαρίνους βαν Ρεϊμέρσβελε (1540)].