Ο τρόπος με τον οποίο ο Αγκάμπεν έκλεινε τη διάλεξή του στην «Τεχνόπολη» το προηγούμενο Σάββατο δεν άφηνε και πολλά περιθώρια ούτε για παρερμηνείες, ούτε και για πολιτικές σκοπιμότητες.
Πρώτον, στη σύγχρονη Ελλάδα όπως και στην Ιταλία του ’70 υπάρχει ένας βίαιος εξτρεμισμός που έρχεται αντιμέτωπος με την κυβέρνηση.
Δεύτερον, η επαναστατική διαδικασία όπως την σκέφτηκε η παραδοσιακή Αριστερά (όπως και η νεότερη πολιτική παράδοση ενγένει, καθώς ο κοινός άξονας αναφοράς δεν είναι άλλος από τη Γαλλική Επανάσταση) βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με τη λογική μιας συντακτικής εξουσίας και δη της αστυνομίας ως προνομιακής εκδοχής της τελευταίας από τον 18ο αιώνα και μετά.
Τρίτον, κάθε βίαιη προσπάθεια ανατροπής της τάξης παραβλέπει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της σύγχρονης εξουσίας και της ειδικής σχέσης της με την αναρχία ή την ανομία ως προϋπόθεση και μάλιστα ως πεδίο της γέννησης και της διαιώνισής της. Που θα πει, παραβλέπει τη δομική συγγένεια του εαυτού της με τον υποτιθέμενο εχθρό της.
Το γεγονός ότι αυτές οι σκέψεις δεν προέρχονται δα από έναν οπαδό της «θεωρίας των δύο άκρων» θα μπορούσε να επιτρέψει σε κάποιον την υποψία ότι η απροϋπόθετη απόρριψη της πολιτικής βίας ως μυθικής δεν είναι οπωσδήποτε ένδειξη μιας απολιτίκ ή μιας «μεσαίας» στάσης, ούτε είναι ασφαλώς αυτονόητη όπως υποστηρίζει μια ορισμένη Αριστερά αναβάλλοντας μια κρίσιμη στιγμή της αυτογνωσίας της. Άλλωστε, ο ίδιος ο Αγκάμπεν είχε νωρίτερα αναλύσει πως η σύγχρονη μορφή διακυβερνητικής δημοκρατίας, ως διαρκής μολονότι ανεπίσημη κατάσταση εξαίρεσης που διατηρεί τους πολίτες σε μιαν άχρονη, νεκροζώντανη κατάσταση στο όνομα της ασφάλειας, έχει εγκαταλείψει το πεδίο όχι μόνο της δημοκρατίας, αλλά και της πολιτικής κοινωνίας ενγένει. Η αποκωδικοποίηση και η διάρρηξη μιας τέτοιας «κανονικότητας» που δεν αναγνωρίζει ως πολιτικά δόκιμο τίποτα περισσότερο από την βιοπολιτική διαχείριση της ροής των πραγμάτων, αυτή η διάρρηξη αποτελεί μείζον καθήκον της πολιτικής σκέψης. Πώς όμως να σκεφτούμε μια τέτοια διάρρηξη δίχως να μπορούμε πλέον να βασιστούμε στους υφιστάμενους όρους κατανόησης του πολιτικού σώματος και της ίδρυσής του, εκτεθειμένοι σε έναν χώρο που είναι, ήδη ή ακόμα, αχαρτογράφητος; Από πού θα αντλήσουμε τον προσανατολισμό μας; Η εναλλακτική έννοια μιας παράδοξης βίας που αποσυντάσσει και η οποία είναι «ασθενής» καθώς πλήττει και απογυμνώνει πρώτα από όλα τον ίδιο τον φορέα της σύμφωνα με το μπενγιαμινικό πρότυπο του Αγκάμπεν (όπως επίσης και με τη συγγενική έννοια της «παθητικής απόφασης», για παράδειγμα, του Ντεριντά), μένει να υποδείξει μια διαφορετική συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου. Μια συγκρότηση για τη σκέψη της οποίας τα κυρίαρχα παραδείγματα είναι ανεπαρκή και η οποία δεν μπορεί να προκύψει δίχως μια δύσκολη κατάφαση σε αυτό που δεν ξέρουμε. Έτσι, είναι εύλογο από μιαν άποψη ότι οι στρεβλές διχοτομίες τις οποίες αναπαράγει, αυτοδικαιωτικά πλην τοξικά, η υφιστάμενη ιδεολογική αντιπαράθεση στον τόπο μας αγνοούν ακόμα σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική προοπτική μιας τέτοιας συγκρότησης.
Από την άλλη όμως πλευρά, όπως υπονόησε και ο ίδιος ο Αγκάμπεν (στη συζήτηση, αυτή τη φορά, στο «Εμπρός»), πιθανώς αυτή ακριβώς η προοπτική να βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ιστορική μας εμπειρία, στο υφέρπον ιστορικό και πολιτικό βίωμα της σύγχρονης Ελλάδας, από όσο μπορούμε να υποθέσουμε. Από μια τέτοια άποψη είμαστε πράγματι αυτή τη στιγμή κάτι σαν ένα δυνητικό πολιτικό υποκείμενο που αφορά όλη τη Δύση. Πιθανώς ήρθε η ώρα να γίνουμε επιτέλους Νεοέλληνες: να αναλάβουμε την απαξιωμένη και προδομένη ιστορικότητά μας και μέσα στο ίδιο το παρόν μας να βρούμε τη δυνατότητα μιας διαφορετικής πρόσβασης και μετοχής στις κρισιμότερες απορίες της Δύσης.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Caras Ionut.]