Η προσευχή είναι ένα δέντρο με απλωμένα κλαδιά σαν ανθρώπινα χέρια. Ένα δοχείο χωρίς τοιχώματα, μόνο μια τρύπια βάση ριζωμένη στο χώμα. Ένα χείλος-περίγραμμα ικεσίας προς τον ουρανό. Κάποτε το δοχείο είναι ανεστραμμένο βλέπει προς τα κάτω, προς τον γήινο εαυτό του. Κάποτε ο άνθρωπος για να προσευχηθεί στρέφεται προς τη γη, ξαναγίνεται σχεδόν ένα μαζί της. Βασανίζει το σώμα του, τρυπιέται με βελόνες, καλύπτεται με λάσπη από το ποτάμι, λούζεται κάτω από παγωμένους ορμητικούς καταρράχτες, αιωρείται από πλεγμένα καλάμια λες κι έχει πιαστεί στον ιστό μιας γιγαντιαίας αράχνης.
Κάποτε η προσευχή μοιάζει καθρέφτισμα του εαυτού στον εαυτό, ένα βύθισμα ατέρμονο. Σαν ένας αυτάρεσκος μονόλογος ή σαν το ξετύλιγμα ενός προσωπικού μύθου κατάστικτου πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Κάποτε η προσευχή γίνεται ένα τατουάζ. Μια περιδίνηση με την λευκή φούστα έτοιμη να απογειώσει τον δερβίση και μαζί του να συγκεντρώσει στην κεντρομόλα δυναμική της ολόκληρο το φθαρτό σύμπαν. Το κέντρο ενός τεράστιου κύκλου περιστρέφεται και συρρικνώνει γύρω του την πλάση. Γύρω από το πρόσωπο ενός Αιθίοπα, πάνω στο κεφάλι ενός γιόγκι, δίπλα στο τατουάζ ενός Ινδιάνου, μέσα στην βελόνα που τρύπησε το μάγουλο ενός Ταϊλανδού, στα σφιγμένα δάχτυλα ενός Ιησουίτη, στα ανοιγμένα σαν πεταλούδα χέρια ενός μουσουλμάνου έτοιμα να ξεπλύνουν το πρόσωπο από τη γήινη αλήθεια του, επάνω στα χαρωπά πρόσωπα μιας συντροφιάς Εβραίων και στις πτυχές των φουστανιών μιας μεγαλοπρεπούς πομπής στις Άνδεις. Χιλιάδες όψεις ένα χάρισμα, χιλιάδες σκέψεις ένα δώρο, χιλιάδες τόποι ένα κέντρο.
Εγώ δεν φτάνω, είμαι ένα δέντρο με ξερά κλαδιά απλωμένα, ένας βράχος, μια γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί. Ψάχνω απεγνωσμένα τον δικό μου τόπο.
Ποιος είναι ο αληθινός μου τόπος; Ψάχνω να είμαι. Βρήκα έναν τρόπο: ανακάλυψα το δώρο. Εσύ μου το πρόσφερες και εγώ απλά στο επιστρέφω. Σ’ ευχαριστώ. «Τα σα εκ των σων κατά πάντα και δια πάντα».
Τώρα κρατώ ένα κοντάρι και χτυπιέμαι για να ξεδιαλύνω καλύτερα το νόημα. Δεν φοβάμαι τις ερήμους, ανεβαίνω βουνά, κατεβαίνω ποτάμια, μετατοπίζω τεράστιους βράχους, χτίζω παγόδες, υψώνω τείχη και ολοένα πλησιάζω στο κέντρο σπάζοντας τους κώδικες των αποστάσεων που μας χωρίζουν.
Έπειτα ξεκίνησα σαν ένα δέντρο γυμνό, ξεκίνησα εντελώς μόνος. Κι έγινα το φως που χύνεται από τα παράθυρα ενός τζαμιού. Κι έγινα το νερό γύρω από ένα σταυρό ριγμένο στο ποτάμι. Κι έγινα η νεαρή λάμψη στο πρόσωπο μιας ευλαβικής γριάς, η χαρούμενη καμπύλη στη μπούκλα των μαλλιών ενός Εβραίου, η λιτή γιορτή στην εκκλησιά ενός Αιθίοπα και το μειδίαμα στο πρόσωπο ενός αποφασιστικού Ιησουίτη. Και οι αποστάσεις μας ολοένα μικραίνουν όσο το σύμπαν ολοένα μεγαλώνει και το δώρο πολλαπλασιάζεται. Και όταν πάλι γίνουν όλα κέντρο, όπως ήταν πριν, στην δική σου άναρχη αρχή, πριν από την μεγάλη έκρηξη, τότε πια το δώρο θα (έχει) επιστρέψει στην Πηγή του.
Αναμονή.
[Σκέψεις για την προσευχή με αφορμή παλιότερη έκθεση φωτογραφίας της Giorgia Fiorio, («The Gift») στο Athens House of Photography.]