Κάθε βράδυ βλέπαμε ξανά και ξανά το ανέβασμα της θάλασσας, τις πλημμύρες, και θα ήταν όλα τα βράδια ολόιδια, θα είχαν ξεθωριάσει, αν δεν είχα κρατήσει τόσο ζωντανά στη μνήμη μου τα χέρια της μητέρας μου να ξεφλουδίζει τα ροδάκινα.
Άραγε, πώς ανταποκρινόμαστε σε καταστάσεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική και δύναμη; Φαινόμενα που υπερβαίνουν τη θνητή μας φύση και που ίσως θεωρούνται, αφελώς, ανεξήγητα; Ερχόμαστε αντιμέτωποι μόνο με εξωτερικούς παράγοντες ή κατά βάση ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τον εσωτερικό μας κόσμο και διαλογιζόμαστε μαζί του για πράξεις που πέρασαν και δεν γυρίζουν, για σκέψεις που ταλανίζουν τον νου και δεν βρίσκουν λύσεις, για θέλω που αυτάρεσκα κυριεύουν την ψυχή και στη συνέχεια χάνουν την πορεία τους;
Διαβάζοντας τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου, Η Θάλασσα, εκδόσεις Κίχλη, ο αναγνώστης δεν θα αντικρίσει μόνο μία περιβαλλοντική καταστροφή, το λιώσιμο των πάγων, την αποκάλυψη ενός αρχαίου μετεωρίτη υπαίτιου για έναν φονικό ιό, ο οποίος πλήττει το ανθρώπινο είδος, αλλά θα βυθιστεί μαζί με την ηρωίδα του (ανώνυμη και ταυτιζόμενη με τον καθέναν από εμάς) σε ένα ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης, που ξεκινά από τη Γη και φτάνει στην υπόγεια πόλη και επιστρέφει στη Γη, σαν μία ολοκλήρωση της περιπέτειας που πραγματώνει το εγώ – ίσως φτάνει στην κάθαρση;
Ο συγγραφέας καταφέρνει να είναι έξω από την πρωταγωνίστριά του και της αφήνει το βήμα να μιλήσει σε α’ πρόσωπο για την ολέθρια κλιματική αλλαγή που βιώνει η Γη, για τον αφανισμό των όντων από τον ιό που είναι διάχυτος, μα περιγράφει και τη ζωή όσων επέζησαν στην υπόγεια πόλη που ήταν ένας συνδυασμὸς κυψέλης και μυρμηγκοφωλιάς –χιλιάδες δωματιάκια σαν το δικό μου, βαλμένα αμφιθεατρικὰ γύρω από την «πλατεία», με την κάτω βαθμίδα να είναι οι μεγαλύτεροι κοινόχρηστοι χώροι: κλινικές, σχολεία, κινηματογράφοι. Για ποια υπόγεια πόλη γίνεται λόγος; Μήπως πρόκειται για έναν υπαινιγμό της σύγχρονης πραγματικότητας που μας έχει στην «αγκαλιά» της και μας έχει τοποθετήσει σε κουτάκια; Μία παραπλανητική ζωή που το μόνο που διακρίνουμε είναι σκιές και είδωλα, όπως συμβαίνει στην Πολιτεία του Πλάτωνα;
Το ταξίδι της η ηρωίδα δεν το πραγματοποιεί μόνη της· συνοδοιπόρος είναι η φίλη της η Ιωάννα. Η καθημερινότητα στην υπόγεια πόλη, η μνήμη της προηγούμενης ζωής και το ταξίδι της επιστροφής στην έρημη πια Γη είναι αυτά που ενώνουν τις δύο κοπέλες και τις φέρνουν αντιμέτωπες με τη συνειδητοποίηση της πραγματικής τους ταυτότητας, καθώς η ερωτική έλξη μεταξύ τους (Το κορμί της κι ο ιδρώτας της, όταν πλαγιάζαμε μαζί τις νύχτες, είχαν μια γλυκιά αρμύρα) υπάρχει και πορεύονται μαζί στην περιπέτεια και τελικά στη θέαση της θάλασσας.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος από την αρχή του έργου παρουσιάζει την ηρωίδα να νιώθει δέος απέναντι στη θάλασσα. Πάντα υπήρχε στη φαντασία της, ακόμη και όσο ζούσε στη Γη, αδύναμη να την αντικρίσει από κοντά, τη φοβόταν και μόνο στην ιδέα της –ήμουν σίγουρη πως στην πραγματικότητα θα ήταν αλλιώτικη, και τη φανταζόμουν πώς θα ’ταν άμα στεκόμουν μπροστὰ της […] Με το που με τύλιγε το νερὸ στη φαντασία μου, πνιγόμουν και πολεμούσα να πάρω ανάσα […]. Πράγματι, η θάλασσα δεν είναι μόνο το φυσικό στοιχείο˙ αποτελεί το ταξίδι προς ένα πραγματικό εγώ, προς την αυτοπραγμάτωση.
Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων έγραψε η Κική Δημουλά αλλά ο συγγραφέας έδωσε (ας επιτραπεί η προσέγγισή αυτή) και άλλη μία σημασία στο έργο του˙ η μνήμη κύριο όνομα της «ελπίδας», θα μπορούσε να ειπωθεί, καθώς αυτή η αναπόληση της περασμένης ζωής αποτελεί την κινητήριο δύναμη (και όχι ανασταλτικό παράγοντα) για την κοπέλα και τη φίλη της. Από την αρχή της νουβέλας περιπλανιέται ο αναγνώστης στο παρελθόν, με εικόνες οικείες και καθημερινές, με τη μητέρα τής ηρωίδας σε πρώτο πλάνο να καθαρίζει το ροδάκινο με το μαχαίρι που η λαβή έπαιζε και το θαυμασμό του κοριτσιού όταν έβλεπε τα χέρια τής μητέρας με πόση ακρίβεια καὶ δύναμη είχαν στις κινήσεις. Εικόνα που επαναλαμβάνεται όχι μόνο στη μνήμη της ηρωίδας αλλά κάτι ανάλογο υπάρχει και στη μνήμη του κάθε αναγνώστη. Ο πατέρας της, ωστόσο, αποτελεί μία θολή ανάμνηση καθώς η ίδια διαπιστώνει πως είχε μεταμορφωθεί με τα χρὀνια σε ιδεα, ενώ η μητέρα παρέμενε πρόσωπο.
Η βιωματική γλώσσα του συγγραφέα είναι αυτή που συγκινεί. Απομακρυσμένη από βερμπαλιστικές εκφράσεις, διακριτική μα και λυρική, όπως ακριβώς χρειάζεται μπροστά σε τόσο δυνατές εικόνες, ταξιδεύει στο παρελθόν αλλά και στο παρόν, σκύβει το κεφάλι (αλλά δεν υποκύπτει) στην καταστροφή της φύσης και την αέναη διαδικασία του ανθρώπου να βρει τον εαυτό του. Με έναν legato τρόπο το εξωτερικό γίνεται εσωτερικό, τα «μεταφυσικά» φαινόμενα γίνονται πραγματικά και η ηρωίδα ενσαρκώνει τον αναγνώστη που διαβάζει αυτή την ώρα την ιστορία της.
Η κοπέλα με τη φίλη της, η μητέρα, η Γη, η θάλασσα και η μνήμη είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του έργου. Το θηλυκό στοιχείο έχει εδραιωθεί και ο συγγραφέας φαίνεται να υποκλίνεται στη γυναικεία παρουσία, η οποία δημιουργεί και ελπίζει. Και η υπόγεια πόλη δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία; Κεντρικός είναι ο ρόλος της φυσικά, μα η σημασία της φαινομενική και επίπλαστη. Η Φύση είναι η αλήθεια, αυτή που πεισμώνει μπροστά στην καταστροφή και αναγεννάται και όταν ανακαλύπτεται το κλειδί, σε ουδέτερο γένος (ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό), προς το τέλος του έργου, μας φανερώνει ίσως την ύπαρξη του κάθε μέσου που θα επιλέξει ο άνθρωπος για τη δική του ολοκλήρωση.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος αποτείνεται στον αναγνώστη με την ήρεμη δύναμη της γραφής του και με παραστάσεις, που εσκεμμένα δεν παρουσιάζονται όλες στο παρόν κείμενο, θίγει σύγχρονα προβλήματα χωρίς πνεύμα διδακτισμού αλλά στοχαστικά πλάθει έναν μεταφυσικό κόσμο τον οποίο καταφέρνει μέσα σε ένα σύντομο και μεστό λόγο να τον μετουσιώσει σε πραγματικό, ενώνοντας δύο κόσμους σε έναν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία Στάλκερ του Ταρκόφσκι. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]