Μετάφραση: George Le Nonce
Στὸν Γύψο
Ποτὲ δὲν θὰ ξεφύγω! Ἔχω διπλασιαστεῖ καὶ εἶμαι δύο τώρα:
Μιὰ ὁλοκαίνουρια κατάλευκη καὶ ἡ παληὰ ὠχρή,
Ἀλλὰ ἡ κατάλευκη εἶναι ἀνώτερη ἀναμφίβολα
Δὲν ἔχει ἀνάγκες, εἶναι μία ἀληθινὴ ἁγία.
Στὴν ἀρχὴ τὴ μισοῦσα, δὲν εἶχε προσωπικότητα –
Ξάπλωνε μαζί μου στὸ κρεββάτι σὰν νεκρὴ
Καὶ μὲ τρόμαζε, διότι τὸ σχῆμα της ἀντέγραφε ἀκριβῶς τὸ δικό μου.
Μόνο ποὺ ἐκείνη ἦταν κατάλευκη καὶ ἄθραυστη καὶ ὑγιής.
Μιὰ βδομάδα ἔκανα νὰ κοιμηθῶ, ἦταν τόσο παγωμένη.
Τὴν κατηγοροῦσα γιὰ τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν ἀπαντοῦσε.
Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν ἠλίθια συμπεριφορά της!
Τὴν χτυποῦσα κι αὐτὴ ἔμενε ἀκίνητη, φιλειρηνικὴ μέχρι τέλους.
Ὥσπου ἀντιλήφθηκα πὼς αὐτὸ ποὺ ἤθελε ἦταν νὰ τὴν ἀγαπῶ:
Καὶ τότε ἄρχισε νὰ ζεσταίνεται, καὶ κατάλαβα τὰ πλεονεκτήματά της.
Χωρὶς ἐμένα, δὲν θὰ ὑπῆρχε, κι ἔτσι προφανῶς ἦταν εὐγνώμων.
Τῆς ἔδωσα ψυχή, κι ἀναδύθηκα ἀπὸ μέσα της σὰν τριαντάφυλλο
ποὺ ἀναδύεται ἀνθισμένο ἀπὸ ἕνα φτηνὸ πορσελάνινο βάζο.
Κι ὅλα τὰ μάτια ἦσαν καρφωμένα ἐπάνω μου
Ὄχι στὴ λευκότητα καὶ στὴν ὀμορφιά της, ὅπως πίστευα στὴν ἀρχή.
Υἱοθέτησα ἔναν τόνο ὑπεροπτικῆς ἀνωτερότητας ἀπέναντί της καὶ τὸ δέχτηκε –
Φἀνηκε σχεδὸν ἀμέσως πὼς εἶχε νοοτροπία σκλάβας.
Δὲν μὲ ἐνοχλοῦσε νὰ μὲ ὑπηρετεῖ, καὶ ἡ ἴδια τὸ λάτρευε.
Τὸ πρωὶ μὲ ξυπνοῦσε νωρίς, ἀντανακλώντας τὸν ἥλιο
Στὸν ἐκπληκτικὰ λευκὸ κορμό της καὶ ἀναπόφευκτα παρατηροῦσα
Πόσο κόσμια καὶ ἤρεμη καὶ ὑπομονετικὴ ἦταν:
Ὅσο ἤμουν ἀδύναμη, μὲ φρόντιζε σὰν τὴν καλύτερη νοσοκόμα,
Συγκρατοῦσε τὰ κόκκαλά μου στὴ θέση τους μέχρι νὰ δέσουν.
Μὲ τὸν καιρό, ἡ φιλία μας ἔγινε σφοδρότερη.
Δὲν ἐφάρμοζε πιὰ σὰν ἐκμαγεῖο ἐπάνω μου, ἦταν ἐπιφυλακτική.
Ἔνοιωθα μάλιστα ὅτι μὲ ἐπέκρινε ἄθελά της,
Σὰν νὰ τὴν πρόσβαλαν οἱ συνήθειές μου κατὰ κάποιον τρόπο.
Ἄφηνε ἀνοιχτὰ τὰ παράθυρα κι ἔμπαινε ρεῦμα, γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀφηρημένη.
Καὶ τὸ δέρμα μου μὲ ἔτρωγε καὶ ξεφλούδιζε σιγὰ σιγὰ
Μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν μὲ φρόντιζε ἐπαρκῶς.
Καὶ τότε κατάλαβα ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα: νόμιζε πὼς ἦταν ἀθάνατη.
Ἤθελε νὰ μὲ ἐγκαταλείψει, νόμιζε πὼς ἦταν ἀνώτερη,
Καὶ πὼς τὴν ἔκρυβα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ μοῦ κρατοῦσε κακία –
Ποὺ χαράμιζε τὶς μέρες της φροντίζοντας μιὰ μισοπεθαμένη!
Καὶ στὰ κρυφὰ ἄρχισε νὰ εὔχεται νὰ πεθάνω.
Ὕστερα κάλυπτε τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια μου, μὲ κάλυπτε ὁλόκληρη,
Καὶ φοροῦσε τὸ πρόσωπό μου ὅπως μιὰ σαρκοφάγος
φοράει τὸ πρόσωπο τοῦ Φαραώ, δὲν εἶναι ὅμως παρὰ χῶμα καὶ νερό.
Δὲν ἤμουν καθόλου σὲ θέση νὰ τὴ διώξω.
Μὲ φρόντιζε τόσο καιρὸ ποὺ ἤμουν πιὰ σχεδὸν ἀνάπηρη –
Εἷχα ξεχάσει πλέον πῶς νὰ περπατάω, πῶς νὰ κάθομαι.
Κι ἔτσι πρόσεχα πολὺ καὶ προσπαθοῦσα νὰ μὴν τὴν ἀναστατώνω
Καὶ νὰ μὴν διατρανώνω πρόωρα πὼς θὰ τὴν ἐκδικηθῶ.
Ζοῦσα μαζί της σὰν νὰ ζοῦσα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ φέρετρο!
Ἐντούτοις, δὲν μποροῦσα χωρὶς αὐτήν, κι ἂς μὲ στεναχωροῦσε.
Σκεφτόμουν μερικὲς φορὲς πὼς θὰ δραπετεύαμε μαζί –
Στὸ κάτω κάτω, ἦταν σὰν νὰ ἤμασταν παντρεμένες, ἤμασταν τόσο δεμένες.
Τώρα καταλαβαίνω πὼς μόνο ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυό μας μπορεῖ νὰ γλιτώσει.
Μπορεῖ αὐτὴ νὰ εἶναι ἁγία, κι ἐγὼ νὰ εἶμαι ἄσχημη καὶ τριχωτή,
Ἀλλὰ σύντομα θὰ ἀντιληφθεῖ πὼς αὐτὸ δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία.
Συλλέγω δυνάμεις, μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες θὰ τὰ καταφέρω χωρὶς ἐκείνην,
Καὶ θὰ ἀφανιστεῖ μέσα στὸ κενὸ τότε, καὶ θ᾽ἀρχίσω νὰ τῆς λείπω.
18 Μαρτίου 1961
Ἡ Λάζαρος
Τὰ κατάφερα ξανά.
Κάθε δέκα χρόνια μιὰ φορὰ
τὸ πετυχαίνω.
Ἕνα θαῦμα πραγματικό, τὸ δέρμα μου
λαμπρὸ σὰν λαμπατὲρ τῶν ναζί,
τὸ πόδι μου
ἕνα μπιμπελό.
Τὸ πρόσωπό μου ἔξοχο ἑβραίικο λινὸ
χωρὶς χαρακτηριστικά, κενό.
Τράβα τὰ σάβανα
ἐχθρέ μου.
Σὲ τρομάζω;
Κοίτα τὴ μύτη μου, τὶς κόγχες τῶν ματιῶν, τὰ πάλλευκα δόντια.
Μὴν ἀνησυχεῖς, ἀπὸ μέρα σὲ μέρα θὰ χαθεῖ
ἡ σάπια δυσωδία τῆς ἀνάσας μου.
Ὅπου νἆναι οἱ σάρκες
ποὺ κατέφαγε ὁ τάφος
θὰ ξαναφυτρώσουν στὸ κορμί μου.
Καὶ τότε θὰ χαμογελῶ.
Εἶμαι μόλις τριάντα χρονῶν
κι ὅπως οἱ γάτες πεθαίνω ἑφτὰ φορές.
Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος ὑπ᾽ ἀριθμὸν τρία.
Ἄχ, πόσο μὲ κουράζει
ν᾽ ἀφανίζομαι κάθε δέκα χρόνια
νὰ γίνομαι μύρια κομμάτια.
Καὶ ὁ φιλοθεάμων ὄχλος μασουλώντας στραγάλια
σπρώχνεται νὰ δεῖ
πῶς τραβώντας ἀπὸ πάνω μου τὰ σάβανα μὲ γδύνουν,
ὁ ὄχλος τρέχει νὰ θαυμάσει τὸ μεγάλο στριπτήζ.
Κυρίες καὶ κύριοι
ἰδού, νά τὰ χέρια μου
κι ἐδῶ τὰ γόνατά μου!
Εἶμαι πετσὶ καὶ κόκκαλο βεβαίως
ἀλλὰ παραμένω ἴδια κι ἀπαράλλαχτη.
Δέκα χρονῶν ἤμουν τὴν πρώτη φορὰ –
ἦταν ἀτύχημα τότε.
Τὴ δεύτερη προσπάθησα
νὰ ἐπιμείνω, νὰ μὴν ξαναγυρίσω στὴ ζωή.
Σκλήρυνα σὰν βράχος,
ἔγινα στρείδι κι ἔκλεισα
καὶ μὲ φώναζαν καὶ μὲ ξαναφώναζαν καὶ πάσχιζαν
σὰν νἆταν πέρλες τὰ σκουλήκια στὸ κουφάρι μου νὰ τὰ ξεκολλήσουν.
Εἶναι τέχνη ὁ θάνατος
ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα.
Ἐγὼ πεθαίνω ἐξαιρετικὰ
πεθαίνω καὶ νοιώθω τὴν κόλαση
πεθαίνω καὶ νοιώθω τὴν ἀλήθεια.
Χωρὶς ἀμφιβολία, ἔχω χάρισμα.
Εἶναι εὔκολο νὰ πεθαίνεις σὲ μιὰ φυλακή.
Εἶναι εὔκολο νὰ πεθαίνεις καὶ νὰ μένεις ἐκεῖ.
Τὸ δύσκολο εἶναι ἡ ἐντυπωσιακὴ
ἐπιστροφὴ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας
στὸν ἴδιο τόπο, στὸ ἴδιο πρόσωπο, στὴν ἴδια βίαιη
ἐνθουσιώδη κραυγή:
«θαῦμα!»
ποὺ μὲ ἐξαντλεῖ.
Θὰ σᾶς κοστίσει λοιπὸν ἂν θέλετε
ἀπὸ κοντὰ νὰ δεῖτε τὶς πληγές μου, θὰ σᾶς κοστίσει
ἂν θέλετε ν᾽ἀκούσετε τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μου,
θὰ πληρώσετε εἰσιτήριο!
Κι ἀκόμη πιὸ ἀκριβά, πανάκριβα θὰ σᾶς κοστίσει
ἂν θέλετε μιὰ λέξη μου, ἕνα ἄγγιγμά μου,
μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα μου
μιὰ τούφα ἀπ᾽τὰ μαλλιά μου, ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα μου.
Ἔτσι ἀκριβῶς, γιατρέ μου,
ἔτσι, ἐχθρέ μου.
Ἐγὼ εἶμαι τὸ πιὸ σπουδαῖο σου δημιούργημα
τὸ πιὸ πολύτιμο
τὸ ἁγνὸ χρυσό σου βρέφος
ποὺ κλαίει καθὼς λιώνει στὴν πυρά.
Καίγομαι ἤδη, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα
Καθόλου δὲν ὑποτιμῶ τὴν προσεκτική σου φροντίδα.
Ἔγινα στάχτη
Ποὺ συδαυλίζεις καὶ σκαλίζεις
Σάρκες, κόκκαλα, ὅλα τέφρα πιά.
Τ᾽ἀπομεινάρια μου: λίγο σαπούνι
μιὰ βέρα
κι ἕνα δόντι χρυσό.
Θεέ, Ἑωσφόρε,
φυλαχθεῖτε
φυλαχθεῖτε!
Μέσ᾽ἀπὸ τὴν τέφρα ξαναγεννιέμαι
τὰ πορφυρὰ μαλλιά μου ἀνεμίζω
καὶ τοὺς ἀνθρώπους καταβροχθίζω.
23-29 Ὀκτωβρίου 1962
Ἄκρο
Ἡ γυναίκα ἔχει κατακτήσει τὴν τελειότητα.
Τὸ νεκρό της
Σῶμα φορᾶ τὸ χαμόγελο τῆς ἐπιτυχίας,
Ἡ αὐταπάτη μιᾶς ἀρχαίας ἀναγκαιότητας κυλάει
Ἀνάμεσα στοὺς παπύρους ποὺ σχηματίζει ὁ χιτώνας της,
Τὰ γυμνά της
Πόδια μοιάζει σὰν νὰ λένε:
Φτάσαμε ὣς ἐδῶ, τελείωσε.
Πεθαμένα παιδιὰ σὲ στάση ἐμβρυική, σὰν ἄσπρα ἑρπετά,
Πλάι σὲ μικρὲς
Κανάτες γάλα, κενὲς πιά.
Τὰ παίρνει
καὶ τὰ μαζεύει μέσα στὸ σῶμα της, ὅπως τὸ ρόδο
μαζεύει τὰ πέταλά του ὅταν ὀ κῆπος
Παγώνει καὶ ξεχύνονται ἀρώματα
Ἀπὸ τοὺς γλυκοὺς ψηλοὺς λαιμοὺς τῶν νυχτολούλουδων.
Ἡ σελήνη δὲν ἔχει λόγο νὰ λυπᾶται,
Παρατηρεῖ μέσ᾽ ἀπὸ τὸν ὀστέινο μανδύα της.
Τὰ ἔχει συνηθίσει αὐτὰ τὰ πράγματα.
Τὰ μαῦρα της τρίζουν καὶ σέρνονται.
5 Φεβρουαρίου 1963
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]