Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Προφανώς σε κάποια κοντινή πόλη. Όχι στο χωριό. Στο χωριό δεν υπήρχαν καταστήματα. Μονάχα χιόνι. Αφράτο, άσπιλο χιόνι. Μόνο πατημασιές πουλιών πάνω του. Ορτύκια, είπε ο πατέρας βάζοντας τη ζώστρα με τα φυσίγγια στη μέση και τη Ρέμινγκτον στον ώμο. Θα ‘ρθω κι εγώ, είπε το παιδί με κρυφή λαχτάρα μήπως και χορτάσει τον πατέρα, που έβλεπε μόνο κάθε δεύτερο Σάββατο βράδυ –αν δεν είχε αποκοιμηθεί από την κούραση της προσμονής ή του παιχνιδιού– και μεσημέρι Κυριακής. Ο πατέρας έφευγε χαράματα για κυνήγι και μετά από ένα βιαστικό μεσημεριανό περπατούσε ως το πιο κοντινό χωριό να πάρει το μοναδικό λεωφορείο για να είναι στη δουλειά πολύ πρωί, προκειμένου ν’ αποφύγει πιθανή παρατήρηση για αργοπορία.
Σήμερα όμως που ήταν αργία άρπαξε την ευκαιρία και το παιδί απ’ το χέρι –όχι τόσο από τρυφερότητα όσο για πρακτικούς λόγους, μήπως γλιστρήσει στον ύπουλο πάγο– τραγουδώντας χαρούμενος, ίσως που δε χρειαζόταν να ταξιδέψει, που θα ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού μέχρι την επομένη, όταν θα ξαναγινόταν ένα πουλί πιασμένο στα βρόχια της υπηρεσίας του.
Απολάμβαναν αχόρταγα τον ήχο από τ’ άρβυλα πάνω στο φρέσκο χιόνι, τα παγωμένα κούμαρα, ακόμα και τις γρατζουνιές απ’ τα γυμνά σφάλαχτρα μέχρι που ένα σμήνος πουλιών πετάχτηκε απ’ τον απέναντι λόγγο. Βούλωσ’ τ’ αυτιά σου και κοίτα πού θα πέσουν τα πουλιά να μου τα φέρεις, είπε στο παιδί, που το ‘λουσε ξαφνικά κρύος ιδρώτας. Απ’ τη λαχτάρα του να είναι με τον πατέρα, είχε ξεχάσει την αηδία, σχεδόν τρόμο, όποτε άγγιζε την απαλή, πουπουλένια, ματωμένη, ζεστή ακόμα από ζωή σάρκα.
Πριν καν σηκώσει το τουφέκι ο πατέρας, το παιδί έκλεισε τα μάτια. Πριν ακουστεί ο σμπάρος, ένιωσε το κεφάλι του να εκτινάσσεται σε μυριάδες πούπουλα φρίκης, σε εκατομμύρια παγωμένους κρυστάλλους χιονιού. Να πάρει, είπε ο πατέρας, ξαστόχησα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]