Ανεβαίναμε, τρέχοντας. Ήθελες να προλάβουμε το ξημέρωμα. «Πάρ’ τα πόδια σου». Μου φώναζες συνέχεια. Σκαρφαλώναμε ώρα τον λόφο. Τα τελευταία σπίτια ήταν πλέον σκιές πίσω μας. Λίγο πιο κει στην πλατεία, τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Η μικρή πόλη ήταν βυθισμένη στο όνειρο και στον ύπνο. «Προχώρα», με κοίταξες με οργή. Κρατήθηκα. Μέρες τώρα δεν σε αναγνώριζα. Στο συγχωρούσα. «Ο κύριος Νικολάου;», αυτή ήταν η φράση μου είχες πει. Οι τρεις λέξεις που σε σήκωσαν μέσα στη νύχτα, μία εβδομάδα πριν. «Κύριε Νικολάου, η μητέρα σας. Είχε μία ακόμη κρίση. Η επαναφορά απέτυχε. Δεν τα καταφέραμε». Έτρεξες μέσα στη νύχτα. Πήγες να τη βρεις. Δεν σε άφησαν. Ήθελες να φωνάξεις. Να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη. Να την καλέσεις πίσω. Αυτό μόνον μου είπες. Σε αγκάλιασα, Αλλά δεν είχες πια σώμα. Δεν υπήρχαν αρθρώσεις. Ήσουν μια μάζα πυκνού, γεμάτου οργή, αέρα. Όλο αυτό τώρα ήθελε να βγει. Να επιστρέψει η σάρκα. Να μπουν στη θέση τους, ξανά, οι αρθρώσεις του χρόνου. Γι’ αυτό με έφερες εδώ. Στον λόφο που σε πήγαινε βόλτα μικρό. Στα πρώτα σου τρεξίματα, κρυφτά, γρατζουνίσματα, χάδια, χαμόγελα, φιλίες. Το παλιό σπίτι σας στεκόταν στη ρίζα του λόφου, ετοιμόρροπο. «Στάματα να πάρω μια ανάσα Δημήτρη». Δεν άκουγες. Προχωρούσες με μανία. Σε λίγο δεν σε έβλεπα πια. Είχες φτάσει στην κορυφή. Δευτερόλεπτα μετά έγινες όλος μια κραυγή. Φώναζες με όση δύναμη είχες. Την καλούσες πίσω. Ούρλιαζες σαν να θέλεις να ματώσεις τον ουρανό. Χάραζε τώρα. Κάποιες πρώτες σκληρές ακτίνες έσκιζαν άγαρμπα τη νύχτα στα δύο. Ένα φως ωμό, σκληρό, κρύο. Ικανό να κλείσει μέσα του τα πάντα. Μαζί κι εσένα. Το έκανε. Δεν σε ξαναείδα, από τότε, ποτέ.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τους όρους για να στείλετε χριστουγεννιάτικο διήγημα εδώ και τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]








