Παλιά, πολλοί άνθρωποι ήταν αναλφάβητοι· ενώ πλέον είναι ελάχιστοι. Έβλεπαν με δέος τον γραπτό λόγο κι ήθελαν για τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα. Είχα διαβάσει κάποτε γράμματα που ’χανε στείλει αγράμματες γυναίκες στους δικούς τους από τη Ρουμανία. Κάποιος εκεί τους είχε μάθει κάτι κολλυβογράμματα κι έγραφαν σαν τον Μακρυγιάννη: σε κάποια σημεία μετά βίας ξεχώριζες τη λέξη και η ορθογραφία ήταν ανεξαιρέτως φωνητική. Διάβαζες: Ιμε καλα το ιδιο εφχομε για σενα. Εκείνες οι αναλφάβητες γυναίκες ένιωθαν την ιερότητα της γραφής, γιατί η λέξη ήταν σκεύος που έκλεινε μέσα του την ψυχή· ήταν κατάδεσμος και προσευχή. Οι νεοαναλφάβητοι έχουν τελειώσει το λύκειο, κατά πάσα πιθανότητα και μια σχολή. Γράφουν για να «επικοινωνήσουν» τις σκέψεις τους (όχι να τις μεταφέρουν, ούτε να τις μεταδώσουν, ούτε καν να τις γνωστοποιήσουν πιο επίσημα, αλλά να τις επικοινωνήσουν), γιατί εντέλει η γλώσσα είναι εργαλείο, είναι επικοινωνία. Γνωρίζουν πολλές λέξεις, αλλά από μόνη της καμία δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, είναι απλώς πράγματα που άμα τα βάλεις το ένα πλάι στο άλλο φτιάχνουν ένα μήνυμα. Σημασία δεν έχει η λέξη αυτή καθαυτήν, αλλά το μήνυμα. Δεν στέκονται στη λέξη «δέντρο», στη λέξη «πουλί», στη λέξη «πέτρα», για να τις καθαρίσουν απ’ όλη τη χρηστική βρομιά που έχει μαζευτεί πάνω τους με την εργαλειακή τους χρήση και να τις δουν ως σύμβολο αυτού του πράγματος που είναι ό,τι μεγαλύτερο έπλασε ο άνθρωπος – του πράγματος που τον έκανε να ’ναι άνθρωπος: του λόγου. Αναλφάβητος δεν είναι αυτός που δεν ξέρει γράμματα, αλλ’ αυτός που έχει πια ξεχάσει την ιερότητα της λέξης: την ιερότητα εκείνης της πρώτης λέξης που αρθρώνει ένα νήπιο. Νιώθω πως ίσως είναι η απώλεια της ιερής ετούτης φύσης της καθεμίας λέξης, ό,τι κάνει (ασυνείδητα ίσως) κάποιους νέους πεζογράφους μας να γράφουν απλά: μια ανάγκη η λέξη «δέντρο» να γίνει ξανά κατάδεσμος και προσευχή. Όταν διαβάζεις, για παράδειγμα, «Στρέφεις το κεφάλι σου και βλέπεις ένα ελάφι. Σε κοιτάζει και το κοιτάζεις κι εσύ» (Γιάννης Παλαβός) ή «Το καφενείο ήταν και μπακάλικο μαζί. Στον τοίχο υπήρχαν ράφια με μακαρόνια, ρύζια, χαρτιά υγείας, κονσέρβες. Σε ένα τραπέζι τρεις γέροι έπαιζαν χαρτιά. Στην άλλη άκρη έκαιγε μια ξυλόσομπα. Ο καφετζής στεκόταν πίσω από τον πάγκο» (Πάνος Τσίρος), νιώθεις –ως αντίδοτο στον εγγράμματο αναλφαβητισμό– τις απλές λέξεις να αποχτούν την ιερότητά τους ξανά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]