Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Δύο σώματα έρχονται σε επαφή όταν αγγίζονται. Αλλά τι σημαίνει αγγίζονται; Τι είναι μια επαφή; Ο Giorgio Colli έχει δώσει έναν οξυδερκή ορισμό, δηλώνοντας ότι δύο σημεία βρίσκονται σε επαφή όταν διαχωρίζονται μόνο από ένα κενό απεικονιστικής παράστασης. Η επαφή δεν είναι ένα σημείο επαφής, το οποίο εν εαυτώ δεν μπορεί να υπάρχει, καθότι οποιαδήποτε συνεχόμενη ποσότητα μπορεί να διαιρεθεί. Δύο οντότητες λέγεται ότι βρίσκονται σε επαφή όταν δεν μπορεί να παρεμβληθεί τίποτα ανάμεσά τους, αλλά μεταξύ τους υπάρχει αμεσότητα. Εάν μεταξύ δύο πραγμάτων ορίζεται μία αντιπροσωπευτική παραστατική σχέση (για παράδειγμα: υποκείμενο-αντικείμενο, άνδρας σύζυγος- γυναίκα σύζυγος, κύριος-δούλος, απόσταση-εγγύτητα), δεν είναι δυνατό να λέμε ότι αυτά βρίσκονται σε επαφή: αλλά εάν κάθε αντιπροσωπευτική παράσταση αποτυγχάνει, εάν ανάμεσά τους δεν υπάρχει τίποτα, τότε και μόνο τότε μπορεί να ειπωθεί ότι βρίσκονται σε επαφή. Αυτό μπορεί επίσης να εκφραστεί με τη διατύπωση ότι η επαφή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, ότι δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί παραστατικά η πραγματική σχέση αναφοράς – ή ότι, όπως γράφει ο Colli, «η επαφή είναι επομένως η ένδειξη μιας ανύπαρκτης παραστατικής εκπροσώπησης, ενός χαοτικού μεταφυσικού διάκενου».
Το ελάττωμα αυτού του ορισμού είναι ότι, στο μέτρο που παραπέμπει σε καθαρά αρνητικές εκφράσεις, όπως «τίποτα» και «αδύνατον να παρασταθεί», κινδυνεύει να ξεθωριάσει προσλαμβάνοντας μυστικιστική χροιά. Ο ίδιος ο Colli διασαφηνίζει ότι η επαφή μπορεί να θεωρηθεί άμεση μόνο σχετικά, ότι η παραστατική εκπροσώπηση δεν μπορεί ποτέ να εξαλειφθεί πλήρως. Ενάντια σε οποιονδήποτε κίνδυνο αφηρημένου συλλογισμού, θα ήταν επομένως χρήσιμο να επιστρέψουμε στο σημείο εκκίνησης και να αναρωτηθούμε ξανά τι σημαίνει «να αγγίζουμε» –δηλαδή, να ανακρίνουμε το πιο ταπεινό και γήινο από τις αισθήσεις που είναι αφή.
Η ιδιαίτερη φύση της αφής, η οποία τη διαφοροποιεί από τις άλλες αισθήσεις, έχει απασχολήσει τη σκέψη του Αριστοτέλη. Για κάθε αίσθηση υπάρχει ένα διάμεσο (μεταξύ), το οποίο εκτελεί καθορισμένη λειτουργία: για την όραση, το διάμεσο είναι το διάφανο, το οποίο, φωτίζεται από το χρώμα και δρα στα μάτια. Για την ακοή είναι ο αέρας, ο οποίος κινείται από ένα ηχηρό σώμα, και προκαλεί αντήχηση στο αυτί. Αυτό που διακρίνει την αφή από τις άλλες αισθήσεις είναι ότι αντιλαμβανόμαστε το απτό όχι «επειδή το διάμεσο ασκεί πάνω μας κάποια δύναμη, αλλά επειδή είναι ενωμένη (αγαπά) με το διάμεσο». Αυτό το διάμεσο, που δεν είναι εξωτερικό για εμάς, αλλά μέσα μας, είναι η σάρκα (σαρξ). Πράγμα που σημαίνει ότι εκείνο που αγγίζεται δεν είναι μόνο το εξωτερικό αντικείμενο, αλλά και η σάρκα που κινείται ή μάλλον συγκινείται μαζί του – ότι, με άλλα λόγια, ερχόμενοι σε επαφή αγγίζουμε τη δική μας ευαισθησία, επηρεαζόμαστε από τη δική μας δεκτικότητα. Ενώ με την όραση δεν μπορούμε να δούμε τα μάτια μας και με την ακοή δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ίδια τη δεξιότητά μας να ακούμε, ερχόμενοι σε επαφή αγγίζουμε τη δική μας ικανότητα να αγγίζουμε και να αγγιζόμαστε. Η επαφή με ένα άλλο σώμα είναι συνάμα, δηλαδή, και πρώτιστα επαφή με τον εαυτό μας. Το άγγιγμα, το οποίο φαίνεται κατώτερο από τις άλλες αισθήσεις, είναι κατά κάποιον τρόπο το πρώτο, γιατί μέσα σε αυτό μορφώνεται κάτι που σημαίνεται ως ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο με την όραση και με τις άλλες αισθήσεις εννοείται αφηρημένα. Έχουμε για πρώτη φορά εμπειρία του εαυτού μας όταν, αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, αγγίζουμε τη σάρκα μας μαζί του.
Εάν, όπως προσπαθούμε να κάνουμε διεστραμμένα σήμερα, καταργούσαμε κάθε επαφή, εάν όλοι και όλα κρατούνταν σε απόσταση, τότε θα χάναμε όχι μόνο την εμπειρία των άλλων σωμάτων, αλλά πρώτιστα την άμεση εμπειρία του εαυτού μας, δηλαδή, θα χάναμε απλά και ξάστερα τη σάρκα μας.
5 Ιανουαρίου 2021
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]