Με αφορμή την έκθεση του Αλέκου Κυραρίνη στη γκαλερί Citronne που διευθύνει η ιστορικός τέχνης Τατιάνα Σπινάρη, συζητήσαμε με τον ζωγράφο για το έργο του, τη ζωγραφική και την πίστη, τη συνολική στάση ζωής του.
Είναι η 17η κατά σειρά ατομική σου έκθεση. Νομίζω πως δεν υπάρχει κανένας ζωγράφος της γενιάς σου (και όχι μόνο) που να έχει κάνει τόσες εκθέσεις. Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να σου καταλογίσει κανείς μια υπερέκθεση, απουσιάζεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εμφανίζεσαι μόνο όταν πρέπει να μιλήσεις. Μίλησέ μας λίγο για τη στάση σου αυτή.
Ο Δημήτρης Μυταράς έλεγε ότι η ζωγραφική είναι ο σπινθήρας που βγαίνει από τη σύγκρουση με την πραγματικότητα. Είμαι σίγουρος πως δεν εννοούσε απλώς την καλλιτεχνική πράξη δημιουργίας ενός έργου, μα πως ο ζωγράφος, ελισσόμενος στην κοινωνική κατάσταση που τον περιβάλλει και τον περιέχει, θα καταφέρει, αγνός και αδιάφθορος, να εμβάλει ένα γενναίο κι ελεύθερο υλικό στην κοινωνία. Εργαζόμενος, αυτό που επιθυμώ είναι το βίωμα του κόσμου, αυτή η σπουδαία κουβέντα που λέει απλά ο λαός «το έζησα στο πετσί μου». Αυτό το πετσί λοιπόν προσπαθώ να ζήσω κι εγώ και μ’ έναν ισχυρό βαθμό κατάθεσης να γίνω φορέας, να το μεταδώσω. Οι εκθέσεις που πραγματοποιώ είναι απλά η δημοσιοποίηση των προσπαθειών μου, έτσι όπως ομαδοποιούνται με κάποια στρατηγική και διατάσσονται ως θάλασσα μα και ως σχέση των σταγόνων. Δεν έχει, εξάλλου, και τόσο μεγάλη σημασία αν έχει πραγματοποιήσει ο καλλιτέχνης λίγες ή πολλές εκθέσεις. Περισσότερη σημασία έχει εάν αυτό που εύχεται για την εργασία του, βρίσκει ανταπόκριση στον κόσμο και έτσι ο κόσμος σιγά-σιγά γίνεται μέρος αυτού που εύχεται.
Παρακολουθώντας την πορεία σου μέσα στον χρόνο, πώς θεωρείς ότι εξελίσσεται το έργο σου και ο τρόπος εργασίας σου προς την ωριμότητα, αυτήν που βλέπουμε ολοφάνερα στην τελευταία σου έκθεση;
Ποτέ δεν με ενδιέφερε πώς η ζωγραφική που κάνω θα διαφοροποιηθεί μορφολογικά, εξόφθαλμα. Κύριος σκοπός μου είναι πάντα από δοκιμή σε δοκιμή, από απόπειρα σε απόπειρα, να μεστώνει. Στοχεύω πάντα να εργάζομαι κοντά σε ένα κέντρο, έναν κανόνα και από εκεί να ανακαλύπτω νέα μέτωπα χάρης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεσαι, θα έλεγα, ο αρχιερέας ενός καλλιτεχνικού δόγματος που περιλαμβάνει όλη την αλήθεια, μα και όλη την απαραίτητη πλάνη που χρειάζεται μία λεπτή καλλιτεχνική φύση ν’ αναπνέει, για ν’ αναπτυχθεί.
Με αφορμή τον τίτλο της έκθεσής σου, η ζωγραφική είναι μια τέχνη του ορατού. Πώς θεωρείς πως συμμετέχει το αόρατο στη ζωγραφική σου;
Η ζωγραφική δεν είναι μία μαγική πράξη. Εμπνέει όμως ζωηρά το πνεύμα του δημιουργού της να έρθει σ’ επαφή με το μυστήριο. Με τα χρόνια και αποκτώντας σιγά και προσεκτικά μία προσωπική παράδοση –ένα προσωπικό περιβάλλον δομών που έγιναν έννοιες ή αλλιώς εννοιών που έγιναν δομές, αυτό το τι και το πώς που ταλανίζει τους ζωγράφους–, ανακαλύπτεις έναν ειρμό ανάμεσα σε αυτό που μπορείς ν’ αγγίξεις ψηλαφιστά και σ’ αυτό που μπορείς να πιάσεις σταθερά εάν το θελήσεις. Υπάρχει δηλαδή η αντίληψη, η γνώση που θα λεγόταν λόγος εάν μιλούσαμε για την ποίηση, μα υπάρχει και αυτό το αόρατο υλικό στο οποίο στοχεύει με τη ζωή και την τέχνη του ο καλλιτέχνης. Εννοώ την αλήθεια που εκφράζεται ως πίστη, μιας και δεν έγινε ποτέ αρκετά κατορθωτή. Η πίστη στην πίστη, λοιπόν, εφοδιάζει τη ζωγραφική μου.
Στην έκθεσή σου υπάρχουν τρία έργα που φέρουν τίτλους που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα, αν και δεν διαφέρουν ως προς τη θεματική της πάλης του καλού με το κακό ή του άγγελου και του δράκου. Είναι τα ακόλουθα: «Το κεντηματάκι» που μοιάζει πιο «ισλαμικό», το κεντρικό και λόγω μεγέθους «Κατά Γην Διακόσμησις» και «Ο κανόνας μου» που από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνουμε ότι είναι για σένα κάτι το ιδιαίτερο. Τα ξεχωρίζεις συνειδητά από τα υπόλοιπα; Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτά.
Πράγματι τα έργα αυτά έχουν μία επιπλέον έννοια από τα υπόλοιπα, έτσι όπως φτιάχτηκαν μα και όπως παρουσιάστηκαν. Είναι έργα τα οποία δεν χρειάζονται τη φιλολογική συνδρομή για να εννοούν το είδος τους και μέσα στο σύνολο των έργων την αποστολή τους. Ενώ επαληθεύουν απόλυτα την όλη μου προσπάθεια, επαληθεύουν και την επιθυμία μου να επεκταθώ προς νέες τεχνικές –τα δύο πρώτα–, αλλά και σε μία ειδοποιό βάση, μία μήτρα για όλα τ’ άλλα, μιλώ για το έργο που ονομάζω ο «κανόνας μου». Το ύφος που αναπτύσσει ένας καλλιτέχνης δεν είναι η άγονη αποστήθιση μιας κλίσης, ενός ιδιώματος, αλλά η μεταφορά ενός φορτίου που κάποιες φορές εκκινεί ή καταλήγει. Έτσι προκύπτει η μορφή και αυτά τα έργα ευθύνονται για μία συνολικότερη μέριμνα που έδειξα στα υπόλοιπα έργα.
Η ζωγραφική σου, όπως και η βυζαντινή ζωγραφική, αξιοποιεί πολλά λαϊκά και διακοσμητικά στοιχεία. Θεολογικά μιλώντας είναι συγχρόνως και μια τέχνη προσευχητική, δηλαδή υποδηλώνει έναν πνευματικό αγώνα, ο οποίος όμως δεν είναι ιδωμένος με όρους μανιχαϊστικούς, το καλό δεν είναι ισοδύναμο με το κακό αφού οι άγγελοι είναι πάντοτε θριαμβευτές. Παραμένοντας σε αυτό το θεολογικό πλαίσιο, η προσευχή εντέλει είναι και μια τέχνη δια-κοσμητική, που στολίζει δηλαδή τον κόσμο μας; Πώς τη συνδέεις με τη ζωγραφική σου τέχνη;
Η προσευχή είναι μία ιδιότητα της ψυχής μου και η τέχνη μία άλλη. Μα δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Η προσευχή μού υπενθυμίζει την τελεία που κάποια στιγμή, αναμφίβολα, θα μπει στη ζωή μου και η τέχνη την άνω τελεία που απαρέγκλιτα βιώνεται στο όραμα κάποιας ζωής ενδιαφέρουσας. Και η τέχνη και προσευχή στοχεύουν και συλλειτουργούν προς κάποια κατάσταση αφθαρσίας ως απάντηση στον ζόφο και την ηθική απογύμνωση.
Η συνεργασία σου με τον Γιώργο Κουμεντάκη, αλλά και με τον Αλέξανδρο Αβρανά, δείχνει ότι η τέχνη σου δεν αγγίζει μόνο τον στενά εννοούμενο κόσμο της πίστης, αλλά αγκαλιάζει ένα μεγαλύτερο και αρκετά ετερόκλητο κοινό. Πού το αποδίδεις αυτό;
Η ζωγραφική που κάνω δεν απευθύνεται στον στενά εννοούμενο κόσμο της πίστης, μα στη στενά εννοούμενη πίστη του κόσμου. Για να υπάρχουν κάποιες καλές επιδόσεις στην τέχνη που εξασκώ, πρέπει να περιλαμβάνεται στη σκέψη μου όλος ο κόσμος, αδιαίρετα κατανοημένος, για να προκύπτει και αδιαίρετα αποδιδόμενος. Δεν γνωρίζω καλά, ίσως αυτή μου η επιθυμία, στην οποία πειθαρχώ, να αποδίδει μία τέχνη σ’ ένα σύνολο που τη συνιστά αρκετά ωφέλιμη και ενδιαφέρουσα.
Αλέκος Κυραρίνης
«ὁρατῶν τε καί ἀοράτων»
Επιμέλεια: Ν. Π. Παΐσιος
Citronne Gallery
22 Οκτωβρίου 2020 – 30 Ιανουαρίου 2021
Πατριάρχου Ιωακείμ 19
4ος όροφος
10675 Αθήνα
(+30) 210 7235 226
Ώρες λειτουργίας:
Τρ., Πέμ., Παρ.: 11.00-20.00
Τετ., Σάβ.: 11.00-16.00
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]