Η πόλη έβηχε. Εδώ και μήνες, ιδίως τα βράδια, ένας υλακώδης βήχας την ταρακουνούσε συθέμελα λες και όλοι οι κάτοικοί της έβηχαν συντονισμένα. Οι δρόμοι έρημοι· τίποτα δεν θύμιζε Χριστούγεννα. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Τα περισσότερα σπίτια είχαν μείνει αστόλιστα· στα φωτισμένα τους παράθυρα κανείς δεν στεκόταν να κοιτάξει έξω.
Ο άνδρας φορούσε κουκούλα, μάσκα μέχρι το ύψος των ματιών και γάντια. Άλλοτε η εμφάνισή του θα προκαλούσε τρόμο. Προχωρούσε με αργά, μεγάλα βήματα, κρατώντας στο ένα χέρι δύο φακέλους και σφυρίζοντας το «Silent Night». Η ανάσα του, προφυλαγμένη από το ύφασμα, δεν άχνιζε στη νυχτερινή παγωνιά. Το νοσοκομείο ήταν πάνω στον λόφο. Με τον κόκκινο φωτεινό σταυρό του έμοιαζε με φάρο. Ασθενοφόρα πηγαινοέρχονταν σε δρομολόγια πιο συχνά από εκείνα των λεωφορείων. Ο άνδρας διέσχισε την πύλη. Δεν τον σταμάτησε κανείς. Έριξε μια ματιά στους φακέλους: 201 και 306. Μακάρι αυτή τη φορά να προλάβαινε. Ανατρίχιαζε όταν έβαζε τη σφραγίδα «ΔΕΝ ΠΑΡΕΛΗΦΘΗ».
Ανέβηκε τη σκάλα για τον δεύτερο όροφο. Ο φάκελος για το 201 είχε σε μια γωνιά το άτεχνο σκίτσο μιας κόκκινης καρδιάς. Το τρεμουλιαστό της περίγραμμα και το χρώμα που ξέφευγε μαρτυρούσαν παιδικό χέρι. Η καρδιά είχε στο κέντρο της καρφωμένο ένα βέλος, ενώ δυο ζωγραφιστές σταγόνες αίμα είχαν, υποτίθεται, στάξει στο κέντρο του φακέλου. Ο άνδρας κοίταξε κάτω· το λευκό μάρμαρο στο τελευταίο σκαλί είχε δυο ξεραμένες κηλίδες αίματος. Τις έξυσε με το παπούτσι του.
Κοντοστάθηκε έξω από τον θάλαμο 201. Η πόρτα ήταν ανοιχτή· τα δύο κρεβάτια άδεια και υποδειγματικά στρωμένα με λευκά κλινοσκεπάσματα. Το φως πάνω από το ένα κρεβάτι ήταν αναμμένο. Ο άνδρας γλίστρησε τον φάκελο με την καρδιά στην τσέπη του και έκανε μεταβολή. Βρήκε τη σκάλα για τον τρίτο όροφο. Άρχισε να ανεβαίνει αργά, κρατώντας την κουπαστή και σιγομουρμουρίζοντας το «Jingle Bells».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τους όρους για να στείλετε χριστουγεννιάτικο διήγημα εδώ και τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]