Η Ειρήνη προσπαθεί να κρυφτεί από όλους. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει ανεξέλεγκτα. Μια κηλίδα ανακλαστικού φωτός ξεφυτρώνει στην άκρη του δρόμου. Η φωτεινή μουτζούρα διασχίζει τρεμάμενη τον ξεβαμμένο τοίχο κι αγγίζει το πρόσωπό της, χαράσσοντάς το επιτακτικά δυο‒τρεις φορές. Γυρίζει ξαφνιασμένη το κεφάλι της προς την πηγή της ενόχλησης.
Είναι εκείνος πάλι, ο άνδρας με το τρίκυκλο. Τον ξέρει, είναι ο νοικάρης ‒τι αστεία λέξη!‒ του κάτω διαμερίσματος. Η Ειρήνη περπατάει αργόσυρτα προς το μέρος του.
Κάποιος τρίτος φωνάζει δυνατά το όνομά της αλλά τον αγνοεί επιδεικτικά.
Ο άνδρας την περιμένει χαμογελαστός μέσα στο στενόχωρο όχημά του. Βγάζει το χέρι του και αγγίζει τις άκρες των μαλλιών της. Η Ειρήνη αποτραβιέται χωρίς να ξεμακραίνει. Ο άνδρας τής μιλάει σιγανά, μ’ ευχάριστη φωνή.
Πρέπει να γνωριστούν καλύτερα, να περάσουν λίγο χρόνο μαζί. Εξάλλου, τους αρέσουν τα ίδια πράγματα, έχουν και οι δύο Μπιγκλ ‒ την έχει δει που τον βγάζει βόλτες τα απογεύματα. Ο άνδρας είναι σίγουρος ότι η Ειρήνη αγαπάει όλα τα σκυλιά του κόσμου. Μια από αυτές τις μέρες πρέπει να έρθει στο σπίτι του, να παίξουν με το Μιρό. Πάντα της γαβγίζει χαρούμενος από το μπαλκόνι του ορόφου, όποτε τη βλέπει να περνάει το δρόμο.
Ένα κορίτσι τρέχει προς το μέρος τους. Διακόπτει λαχανιασμένη το μονόλογο του άνδρα. Η Ειρήνη πρέπει να γυρίσει πίσω. Είναι τυχερή, δε θα φυλάξει στον επόμενο γύρο. Ο Μάνος ήταν γρήγορος, έφτυσε «ξελευθερία για όλους».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Balthus. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]