(στη Μέλισσα του Μουσείου Ερέτριας)
Λιώνει στη βροχή το μάρμαρο. Στον κήπο του μουσείου, με χαρακιές από άροτρο στη μία του πλευρά, δείχνει στις άκρες τούς στροφείς μιας πόρτας. Ένα μαρμάρινο, αρχαίο κατώφλι ανασύρθηκε από τον πυθμένα κάποιου οψιμότερου αγρού, που το εχάραξε. Και ξεχάστηκε ανάμεσα σε σπουδαιότερα ευρήματα.
Στην ανάποδη πλευρά του κρύβεται μια ακόμη χρήση της πέτρας, η αρχαιότερη όλων αλλά ακόμη πιο ξεχασμένη: μια επιτύμβια επιγραφή, ασφαλισμένη μπρούμυτα στο χώμα. Πατούσαν πάνω στο κατώφλι οι επίγονοι και οι επίγονοι των επιγόνων όργωναν τα χωράφια τους αγνοώντας τις λέξεις,
χαῖρε, χρηστή, καὶ σύ ποτ΄ ἐγεγόνεις,
αγράμματοι, ανίδεοι, χαρούμενοι. Ώς να τους εύρει και αυτούς και να υποψιαστούν τα πειραγμένα ζάρια, όλα ένας κύκλος, που γυρνά, γυρνά, ξαναγυρνά στα ίδια μέρη. Εκεί, όπου γεννήθηκες, εκεί και θα πεθάνεις, εκεί, όπου αγάπησες, εκεί και θα στερέψεις. Πέτρες παλίμψηστες με χαρακιές, οπές κι επιγραφές τη μια πάνω στην άλλη, αλλά πάντα μαρμάρινα, καθάρια χαραγμένος ο επιτύμβιος χαιρετισμός.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]