frear

Όταν τα έξοδα νοσηλείας έσοδα – γράφει η Χριστίνα Καραντώνη

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Έξοδα νοσηλείας, εκδ. Ενύπνιον, 2020.

Πώς σχετίζονται, άραγε, τα «Σιταροχώραφα με κοράκια», έργο που φιλοτέχνησε ο Βαν Γκογκ το 1890 τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του και το οποίο κοσμεί το εξώφυλλο τού μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με τα «Έξοδα νοσηλείας» του τίτλου; Στον συγκεκριμένο πίνακα, υποστηρίζει η ιστορικός τέχνης Καθλίν Έρικσον, αποτυπώνεται η θλίψη από την αίσθηση πως η ζωή φθάνει στο τέλος της, ενώ τα κοράκια αποτελούν σύμβολο θανάτου παράλληλα όμως και ανάστασης ή αναγέννησης.

Διόλου τυχαία, λοιπόν, ο συγγραφέας επιλέγει ο ένας από τους δύο κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματός του να επιχειρεί την ολοκλήρωση ενός τεράστιου παζλ με θέμα τον συγκεκριμένο πίνακα. Διόλου, επίσης, τυχαία τα τελευταία κομμάτια του παζλ αρνούνται πεισματικά να βρουν τη θέση τους, ενώ τα κοράκια αιωρούνται βασανιστικά απ’ το ταβάνι του, στοιχειώνοντας τις ώρες της αγρύπνιας που αμείλικτες τον βασανίζουν. Εξ ανάγκης νοσηλευτής από πτυχιούχος δάσκαλος, εργάζεται σε ιδιωτική εταιρία παρέχοντας υπηρεσίες υγείας κατ’ οίκον στην αρχή, σε νοσοκομείο ως νυκτερινός αποκλειστικός στη συνέχεια. Από τη θέση του νοσηλευτή, γίνεται παρατηρητής της ζωής των άλλων (συχνά των τελευταίων σκηνών τους) εκ παραλλήλου, όμως, καθίσταται παρατηρητής της δικής του ζωής, τα κομμάτια τής οποίας επιχειρεί κάποια στιγμή να ενώσει, για να την νοηματοδοτήσει. Για να χαράξει νέο μονοπάτι εντέλει.

Στα δύο από τα τρία (1ο και 3ο) κεφάλαια του μυθιστορήματος, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση-εξομολόγηση του νοσηλευτή-ήρωα ξεδιπλώνεται η προσπάθεια συγκόλλησης των θραυσμάτων της ζωής του, αναμεμειγμένων με εκείνα της ζωής των άλλων. Στο ενδιάμεσο, 2ο κεφάλαιο, είναι ο έτερος κομβικός ήρωας, ο νοσηλευόμενος με εγκεφαλοπάθεια ασθενής (τού οποίου την νυχτερινή φροντίδα έχει αναλάβει ο πρώτος) που επιχειρεί υπό την σκιά τού θανάτου (μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης πάλι) την ανασκόπηση και ανανοηματοδότηση της δικής του ζωής.

Δύο κεντρικές ιστορίες, λοιπόν, τέμνονται στον θάλαμο ενός νοσοκομείου, με φόντο άλλες, μικρότερες, περιφερειακές ιστορίες και τους αντίστοιχους ήρωές τους. Από αυτήν την τομή, σαν να πρόκειται για καισαρική, γεννιέται εν είδει διαλεκτικής σύνθεσης μια διαφορετική θέαση και θεώρηση της ζωής, μια νέα σχεδόν ιστορία, κατά την οποία τα κομβικά πρόσωπα αποφασίζουν και από θεατές γίνονται πρωταγωνιστές οι ίδιοι.

Ο Χατζημωυσιάδης, εκτιμώ, με το μυθιστόρημά του αυτό, θέτοντας ως αφετηρία τον βιολογικό θάνατο, συντελεσμένο ή επικείμενο, και την διαφοροποιημένη (ανάλογα με την εκάστοτε θέση άρα και οπτική μας) απέναντί του στάση μας, τέμνει και ανατέμνει την πιο σύνθετη εκδοχή τού θανάτου: την υπαρξιακή. Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος, αν και τυπικά, βιολογικά, εν ζωή, ιδίως όταν υγιής, λειτουργεί ως μη ζων: από αδράνεια, φόβο, εξ ανάγκης ή από επιλογή, παραμένει θεατής μιας αποσπασματικότητας την οποία αδυνατεί να συνθέσει ως όλον. Ακρωτηριασμένες ‒για διάφορους λόγους‒ οι κάποτε επιθυμίες του έχουν ενταφιαστεί στο εγγύς ή απώτερο παρελθόν, ενώ ο ρυθμός που συντονίζει τις κινήσεις του παραμένει εξωτερικός, ενίοτε αλλότριος.

Οι δύο κεντρικοί ήρωες, χωρίς όνομα, εναλλάσσοντας τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις τους, διευκολύνουν την ταύτιση του αναγνώστη, του καθενός από εμάς μαζί τους. Και την μεταξύ τους, όμως, ανταλλαγή ρόλων και οπτικής γωνίας διευκολύνουν.

Άνθρωπος εσωστρεφής, λαβωμένος από το «φευγιό» της μάνας στην τρυφερή παιδική του ηλικία, ο πρώτος, ο εκ βιοποριστικής ανάγκης νοσηλευτής, μεγάλωσε αποκομμένος από τις παρέες των συνομηλίκων, σχεδόν αποκλειστικά με την συντροφιά τού επίσης λαβωμένου πατέρα. Αυτόν και θα φροντίσει σαν μικρό παιδί, παράλληλα με τους άλλους ασθενείς του, όταν στα στερνά του θα χτυπηθεί από αλτσχάιμερ. Άνθρωπος ευαίσθητος, εισχωρεί με σεβασμό, έγνοια, ενσυναίσθηση, στον ιδιωτικό χώρο των ασθενών του, σπάζει το φράγμα των τυπικών υποχρεώσεών του προσφέροντας πολλά περισσότερα. Παρακολουθώντας και καλύπτοντας τις ανάγκες τους, θέτει ωστόσο στο περιθώριο τις δικές του. Εκχωρεί εκούσια τον προσωπικό του χρόνο στους άλλους και τον λιγοστό ελεύθερο που του απομένει, όταν ο πατέρας έχει εκδημήσει, συμπληρώνει παζλ.

Άνθρωπος δυναμικός, καθηλωμένος ωστόσο στο νοσοκομειακό κρεβάτι, «συνειδητοποιημένος» πολιτικά και κοινωνικά ο δεύτερος ανώνυμος ήρωας, ο νοσηλευόμενος εγκεφαλοπαθής, 42 ετών, σχεδόν συνομήλικος με τον πρώτο, τον νοσηλευτή που τον φροντίζει τις νύχτες, Με σπουδές στη φιλολογία, ευρύτερες αναζητήσεις και καλλιέργεια, φιλοσοφικούς προβληματισμούς, και υποδόρια τη λαχτάρα, κάποτε, της συγγραφής. Παρότι μάλλον κοινωνικός στην προτέρα ζωή του, στο νοσοκομείο παραμένει σιωπηλός, απορροφημένος από την οθόνη και τα πλήκτρα του υπολογιστή και δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον φροντιστή του να «παραβιάσει» την ιδιωτικότητά του. Και όμως, κάτω από τις οριακές συνθήκες που βιώνουν και οι δύο, θα συντελεστεί η υπέρβαση, η σύγκλιση, εν τέλει η ανατροπή.

Με δεδομένη την καθήλωση, υπό την απειλή της πλήρους παράλυσης ακόμα και του θανάτου, ο εγκεφαλοπαθής ήρωας θα επιδοθεί σε ανασκόπηση, της πραγματικότητας, της ιστορίας, των αρχών, των αξιών, των στόχων του, της ζωής του. Και θα επιχειρήσει την ανανοηματοδότησή της. Χωρίς αφορισμούς ή μελοδραματισμούς, με χιούμορ και αυτοσαρκαστική διάθεση παρά την τραγικότητα των στιγμών, θα προσδώσει νέο περιεχόμενο σε έννοιες όπως βούληση και δυνατότητα, ζωή και θάνατος, τέλος και αρχή, φαντασίωση και πραγματικότητα, επικοινωνία. Αυτήν τη συμπυκνωμένη γνώση που οι οριακές συνθήκες του προσφέρουν, θα την κοινωνήσει, θα την κληροδοτήσει μέσω της γραπτής (ψηφιοποιημένης) αφήγησής του στον φροντιστή του. Μέσω αυτής, επίσης, θα αντιπαλέψει τον θάνατο, το μη ον, θα επικυρώσει την αξία της ζωής μόνον ως βιωμένης. Όταν το φάσμα έμπροσθεν σαφές του θανάτου, έστω την έσχατη στιγμή, θέτει τον άνθρωπο προ των ευθυνών του. Τον καλεί, από θεατής, να γίνει πρωταγωνιστής του βίου του. Και αφού μπόρεσε ο ίδιος, παρότι καθηλωμένος, ο παραπληγικός ασθενής, μπορεί ο καθένας.

Το βαρύ προς τον νοσηλευτή κληροδότημα γίνεται εφαλτήριο για του κληρονόμου την ριζική μεταστροφή. Έχει προοικονομηθεί, βέβαια, η τελευταία με την εκτός πρωτοκόλλου ευεργεσία από τον νοσηλευτή στον ασθενή του, τη νυχτερινή βόλτα κατά παράβαση των κανονισμών. Με κόστος την απόλυσή του, αλλά και το κέρδος της συνακόλουθης επανάστασής του, έναντι των χυδαίων νόμων της αγοράς. Προανάκρουσμα όλο αυτό της επιστροφής, των διεκδικήσεων του παροπλισμένου ονείρου για διδασκαλία. Της αποδοχής της συντροφικότητας και της αγάπης, στο πρόσωπο της Αντιγόνης. Της φροντίδας και της έγνοιας από την νευρολόγο γιατρό.

Ένας από τους ισχυρούς συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στους δύο ήρωες, αλλά όχι μόνον, αναδεικνύεται η γραφή. Έτσι όμως, τονίζεται ο ρόλος και η δύναμή της ως μέσου αυτοσυνειδησίας και έκφρασης, ως μέσου επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης που ενεργοποιεί μια δυναμική εν γένει αλλαγής. Ζήτημα που απασχολεί, ανάμεσα στα άλλα, διαρκώς τον Χατζημωυσιάδη. Διόλου τυχαίο, λοιπόν, το ότι ο νοσηλευτής ήρωας θα «συναντήσει» το τετράδιο της γιαγιάς τού Θοδωράκη, της ανοϊκής ασθενούς του, και θα παραθέσει αυτούσιο στην γραπτή αφήγησή του το ποίημά της, το τόσον στην απλότητά του συγκινητικό. Γιατί εκτός από τα άρρητα, η γραφή, καταλύοντας τους κατά συνθήκη γεωγραφικούς, χρονικούς ή άλλου είδους περιορισμούς, εσωκλείει, εμπεριέχει τη συνέχεια που ο βιολογικός θάνατος ανακόπτει. Επιτρέπει στη σκέψη να ξεδιπλωθεί, να απλωθεί, να αλληλεπιδράσει, να διαρρήξει τη στατικότητα, το παγιωμένο ως «κανονικό».

Στα Έξοδα νοσηλείας ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης επιτυγχάνει με τη γραφή του να αποτυπώσει τα στοιχεία προφορικότητας που απαιτούνται για την ζωντάνια των αφηγηματικών μονολόγων, τη σκιαγράφηση μέσω αυτών των δύο σαφώς διακεκριμένων χαρακτήρων και των αντίστοιχων οπτικών γωνιών, συνάμα όμως να παραμείνει ο ίδιος σιωπηλός, σχεδόν αθέατος. Όχι μόνον έχει αποφύγει τον πειρασμό του παντογνώστη αφηγητή, αλλά και κάθε σχολίου εκτός και πέραν της οπτικής των ηρώων του. Έτσι, οι προσωπικές του αγωνίες και προβληματισμοί φιλτραρισμένοι μέσα από τους ήρωές του, όσο και αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης εντυπώσεως παράδοξο, αντικειμενικοποιούνται. Ως συγγραφέας αποφεύγει, δηλαδή, τη ρητορεία ή τον διδακτισμό, την από καθέδρας θέαση της πραγματικότητας, την άσκηση ευθείας κριτικής στα κακώς κείμενα, και επιλέγει να σκύψει στους ανθρώπους και να φωτίσει τον τρόπο που ο καθένας τους βιώνει το παρόν, ως συνισταμένη πολλών παραγόντων, ή αντιμετωπίζει παρελθόν και μέλλον. Ζητήματα που σχετίζονται για παράδειγμα με τη συμβατικότητα εντός της οικογένειας, τις συνθήκες ζωής στο χωριό και τη σύγχρονη πόλη, τις δυσκολίες της διαφορετικότητας, τη μοναξιά, την απουσία κράτους προνοίας για τους χρονίως πάσχοντες και τους υπερήλικες, τη διάψευση των ονείρων τόσο των νέων όσο και των ιδεολόγων της αριστεράς, την ασυδοσία των εμπόρων της υγείας αλλά όχι μόνον, τον μόχθο και την υπερπροσπάθεια των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία, την αγωνία για το παρόν και το μέλλον της χώρας, τίθενται φυσικώ τω τρόπω μέσα από όσα καλούνται να αντιμετωπίσουν είτε στο επίπεδο της σκέψης είτε της πράξης, της δράσης, οι ήρωές του.

Πιο λιτός, ευθύς, ο λόγος του νοσηλευτή, επικεντρωμένος στις δυσκολίες της καθημερινότητας, περισσότερο πληθωρικός, κυματοειδής εκείνος του νοσηλευόμενου, φλερτάρει με όλες τις διαστάσεις του τραγικού και της φαντασίας. Γράφει για παράδειγμα ο πρώτος:

Ο ασθενής είναι ο πελάτης, τα χέρια καλύπτονται από χειρουργικά γάντια, το πρόσωπο φέρει ιατρική μάσκα, η φροντίδα ονομάζεται επίσκεψη, ο πληθυντικός της τυποποίησης υποδύεται τον πληθυντικό της ευγενείας, ο θάνατος αντιμετωπίζεται σαν αναγκαστική λήξη συνεργασίας. Μπορείς να το κάνεις; Δύο συνάδελφοι του συνεργείου μου, ένας παθολόγος και μια κοινωνική λειτουργός, μπορούν. Και για τον μεν παθολόγο είναι εύκολο να καταλάβω το γιατί, η δε κοινωνική λειτουργός πιστεύω ότι δεν είναι τόσο ψυχρή όσο προσπαθεί να δείχνει. Τους έχω πετύχει να ακούνε σπαραχτικές ιστορίες του εμφυλίου με το πιο προσποιητό ενδιαφέρον ή να κάνουν μπάνιο μια οχτάχρονη καρκινοπαθή σαν να πλένουν το χαλί του σαλονιού τους ή να αστειεύονται μεταξύ τους στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο για τoν τρόπο με τον οποίο κρατάει το κουταλάκι της σούπας ένας ηλικιωμένος με προχωρημένο πάρκινσον. Στην αρχή δεν άντεχα όλον αυτόν τον κυνισμό, θεωρούσα ότι πάσχουν από ένα είδος ψυχικής διαστροφής, δυο τρεις φορές αρπάχτηκα κιόλας μαζί τους, αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Άπαξ και εμπλακείς συναισθηματικά με τους ανθρώπους που φροντίζεις το ’χεις χαμένο το παιχνίδι.[σελ.10-11]

Ενώ ο δεύτερος:

Διατηρώ όμως ακόμη και σήμερα μια αίσθηση ανεκπλήρωτου ποτισμένη με γερές δόσεις νοσταλγίας. Λέω για κείνη ακριβώς τη σκηνή. Μ’ εμένα ανεβασμένο πάνω στο κλαδί του δέντρου, τους φίλους μου από κάτω και τις αχτίνες του ήλιου να πέφτουν ανάμεσα απ’ τα πλατανόφυλλα σαν τους προβολείς του θεάτρου. Οπότε μέχρι την επόμενη απόπειρα απόδρασης αρκούμαι στην ίδια θεατρική εικόνα, που συχνά πυκνά έρχεται στον ύπνο μου. Με φαντάζομαι να πηδάω στον αέρα κάτω απ’ τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των φίλων μου και να πέφτω με τεντωμένα χέρια στο νερό, όπως οι αθλητές των Ολυμπιακών καταδύσεων. Σχίζω την υγρή επιφάνεια για να φτάσω μέχρι τον σκοτεινό βυθό της, όπου αντί για κοράλλια, μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων βρίσκω μια αποικία ανθρώπινων σκελετών απ’ τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη λευκή τρομοκρατία του ’46 και τον εμφύλιο, τη χούντα και τους πνιγμένους πρόσφυγες απ’ το Κουρδιστάν, το Αφγανιστάν και τη Συρία. Τινάζομαι ξέπνοος στον ύπνο μου με την αγωνία ότι ασφυκτιώ και πνίγομαι κάτω απ ένα πυκνό στρώμα πάγου που φράζει την ανάδυσή μου και με εγκλωβίζει για πάντα στην επικράτεια του λασπερού και παγωμένου ύδατος. [σελ. 105]

Και όμως, καθώς η ατομικότητα καθενός συγκλίνει και συναντά εκείνη του άλλου, συντελείται η υπέρβαση και η αναγωγή στη συλλογικότητα. Όπως ακριβώς η αρχαία τραγωδία αποκαλύπτει την κοινή ανθρώπινη μοίρα και βγάζει τον άνθρωπο έξω από τα στενά όρια του ατομικού «εγώ», χωρίς ωστόσο να το συνθλίβει, έτσι και οι ήρωες του Χατζημωυσιάδη συνειδητοποιούν πως τα πάθια που δεν έχουν τελειωμό αποτελούν τους ισχυρότερους ίσως δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους. Και πως η ανθρωπιά, η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη, αποτελεί το δραστικότερο αντίδοτο σε κάθε νοσηρότητα. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, πως ο λόγος του ήρωα-νοσηλευτή, εκτός από την οπτική του γωνία, έχει αντλήσει στοιχεία από τον λόγο, την ιδιόλεκτο του άλλου ήρωα, του νοσηλευόμενου, στο τρίτο και τελευταίο μέρος όπου και συντελείται διαλεκτικά η σύνθεση.

Εκτός των άλλων, είναι διαρκώς παρών ο συμβολισμός του ανθρώπινου σώματος με τη χώρα. Νοσούσα και αυτή, πάσχουσα διαχρονικά, καλείται εμμέσως πλην σαφώς να επουλώσει τις πληγές τού παρελθόντος, να θεραπεύσει τις παθογένειες του παρόντος να ατενίσει με όραμα το μέλλον.

Τα Έξοδα νοσηλείας γράφτηκαν πριν την μεγάλη, των ημερών μας πανδημία. Και είναι ανατριχιαστικό το πόσο προφητικό είναι το μυθιστόρημα στο σύνολό του. Ως κεντρικό θέμα, αλλά και με τις περιφερειακές, επίσης, προεκτάσεις του. Ως πλοκή, με τις ανατροπές του. Ως πλέγμα φιλοσοφικών, αλλά όχι μόνον, προβληματισμών και ερωτημάτων Ως λόγος, με τις ανάσες και τις πιο λεπτές αποχρώσεις ανθρώπινης ευαισθησίας. Με την ελπίδα, ν’ αστράφτει πεντακάθαρη πάνω από τον ζόφο. Έσοδα τα έξοδα νοσηλείας εντέλει.

[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Gyula Szabo. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη