Πρώτα ήταν οι πόνοι. Οι δικοί της. Αυτοί που κράτησαν ατελείωτες ώρες. Κι έπειτα ήρθε το κλάμα του και η πρόσκαιρη χαρά της. Όταν επιτέλους τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε με την λαχτάρα να την αναγνωρίσει, να την κοιτάξει. Ν΄ακούσει τις λέξεις της, να νιώσει το χάδι της, να δει το φως. Τον κοίταζε επίμονα στα μάτια με απορία: γιατί το κλάμα του σταμάτησε ξαφνικά, όταν το φως φέγγιζε τα μάτια του κι έμοιαζε να μην αναγνωρίζει εκείνην που τον γέννησε;
Ο Νικήτας ήταν ένα αγόρι με γαλάζια μάτια και κατάμαυρα μαλλιά. Κανείς δεν είχε γαλάζια μάτια στην οικογένειά τους. Κανένας παππούς, καμία γιαγιά. Κάθε φορά που η μητέρα του τού μιλούσε, αυτός γυρνούσε το κεφάλι του προς το μέρος της, προσπαθώντας με τα πελώρια μάτια του να διαβάσει τις διακυμάνσεις στο πρόσωπό της. Με την ακοή του αναγνώριζε πάντα τον πατέρα του, όταν εκείνος καθόταν με την εφημερίδα στην κουνιστή καρέκλα κάτω από το κλήμα της βεράντας. Όταν ο πατέρας τού δώρισε σε κάποια γενέθλιά του μια σβούρα με ζωηρά χρώματα, την ψηλάφισε με τα χέρια του πολλή ώρα και μια αίσθηση παράξενης χαράς σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Ήταν πέντε χρονών, όταν έβαλε πρώτη φορά τα δάχτυλά του στο πιάνο. Άγγιζε τα πλήκτρα ντροπαλά, με ιδιαίτερη προσοχή σαν να κρατούσε ένα εύθραστο αγγείο. Με τον καιρό ο ήχος τους απλωνόταν σαν φως στο μαύρο σκοτάδι που είχε στο κεφάλι του από τότε που γεννήθηκε. Κάθε φορά, όταν με το χτύπημα των δαχτύλων του πεταγόταν μια χαρούμενη ψηλή νότα, σήκωνε το ζωηρεμένο πρόσωπό του σα να παρακολουθούσε στον αέρα το ελαφρύ πέταγμά της. Άλλοτε, όταν έκανε λάθος μια νότα, γελούσε δυνατά κι ασταμάτητα με παιδική αφέλεια. Και μερικές φορές, έκλεινε τα μάτια του σκύβοντας ευλαβικά στις αρμονίες του πιάνου, που έγινε πια η προέκταση του σώματός του.
***
«Νικήτα, όταν παίζεις αυτό το κομμάτι στο πιάνο, πες μου αλήθεια, τι βλέπεις;» τον ρώτησε η Ζιζέλ, που βρισκόταν μαζί του στην αίθουσα συναυλιών στο Κονσερβατόριο του Παρισιού και τον άκουγε να κάνει προθέρμανση τον Ντεμπυσσύ λίγο πριν τη συναυλία του. Τότε ο Νικήτας άφησε τα χέρια του να πέσουν ελεύθερα κάτω απ΄τα πλήκτρα, έκλεισε τα μάτια του, γύρισε προς το μέρος της και είπε: «βλέπω ένα σούρουπο φθινοπωρινής μέρας στο δάσος και τις αχτίνες του ήλιου να διαπερνούν τις ψηλές κορυφογραμμές των δέντρων. Βλέπω τα πορτοκαλί φύλλα ν΄ απλώνονται σαν ένα κινούμενο χαλί στο χώμα. Ακούω τ΄αηδόνια να κελαηδούν πάνω απ΄το κεφάλι μας, καθώς είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα κάτω απ΄ τα πεύκα, και συ χαμογελάς ψιθυρίζοντας μου λόγια τρυφερά κι ανάλαφρα. Βλέπω τους γονείς μου πιο κάτω να χορεύουν τανγκό και να στροβιλίζονται από χαρά».
Η Ζιζέλ τον άκουγε αχόρταγα μ΄ένα γλυκό μειδίαμα στα χείλη κι εκείνος ξανάρχισε να παίζει τον Ντεμπυσσύ στο πιάνο. Τα δάχτυλά του είχαν μια παράξενη αρετή, σαν να ήταν τα μάτια του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Andrei Mylnikov. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]