Έχουμε φτώχεια μα εγώ δεν την καταλαβαίνω. Δεν ξέρω τι πάει να πει φτώχεια, νιώθω όμως κάτι άλλο: ντρέπομαι, όταν μπαίνουν μουσαφίρηδες στο σπίτι μας, γιατί είναι παλιό και τα ρούχα μας κι αυτά, παλιά είναι. Δυο χρονιές φορούσα το σακάκι της μεγάλης μου αδερφής το χειμώνα. Όλο το χειμώνα έτρεχε η μύτη μου. Τη σκούπιζα μια στο δεξί μανίκι του σακακιού, μια στο αριστερό –μα το ίδιο έκαναν και οι άλλοι.
Έχουμε φτώχεια. Ο πατέρας μου είναι άτυχος, αλλά καλός. Πρώτα είναι καλός και ύστερα άτυχος. Η ατυχία φαίνεται όμως να βαραίνει περισσότερο και μένει στο κρεβάτι μήνες με τη μέση του.
Έχουμε φτώχεια, όμως εγώ δεν το καταλαβαίνω. Το καταλαβαίνει όμως η μάνα μου και κλαίει καμιά φορά στη θειά μου που μένει δίπλα μας. Δεν ξέρω αν την καταλαβαίνει η θειά μου, τη μάνα μου εννοώ, γιατί μπορεί η μάνα μου να πηγαίνει στο σπίτι της και να κλαίει, αλλά άλλες φορές πάλι την κατηγορεί: τη λέει συμφεροντολόγα, όταν είμαστε αναμεταξύ μας.
Το χειμώνα το ένα μας φαϊ είναι χόρτα. Τη μια τα τρώμε βραστά, την άλλη τσιγαριστά, την άλλη με πατάτες – τηγανιτές ή βραστές. Καμιά φορά τρώμε κι αυγά: «Να αλλάζει λίγο λίγο», λέει η μάνα μου. Τα χόρτα κάνουν καλό, βάζουμε και πολύ λάδι, γιατί κι αυτό κάνει καλό και σκοτώνει και τα σκουλήκια που έχω στην κοιλιά. Η γιαγιά μου πίνει και το ζουμί της βράσης, εγώ όμως δε μπορώ, γιατί δεν είμαι γέρος σαν τη γιαγιά μου να΄χω τέτοιες συνήθειες, αλλά γιατί είναι και πικρό.
Και στης ξαδέρφης μου στη χώρα τρώνε χόρτα. Αυτή όμως τα παραγγέλνει στο χωριό να της τα βρούνε και τους πληρώνει. Στης ξαδέρφης μου δεν έχουν φτώχεια, όμως τα χόρτα είναι υγιεινά, γι ΄ αυτό τα τρώνε. Και κάνουν μεγάλη χαρά: «Απ’ το χωριό μου είναι!», λέει η ξαδέρφη μου και περηφανεύεται.
Εκεί όμως, δεν τα τρώνε ποτέ σκέτα. Έχουν πάντα και ψάρι τηγανιτό και ανθότυρο. Τα βάνουν σε μεγάλα πιάτα και τα κόβουν με το μαχαίρι. Ύστερα τα τυλίγουν ωραία ωραία στο πιρούνι και τα βάνουν μικρές μπουκιές στο στόμα τους. Μια φορά που με είχε πάρει στο σπίτι της, τους έβλεπα. Εγώ δε μπορώ να τα φάω έτσι, μου φεύγει το μαχαίρι και λαδώνομαι. «Δεν πειράζει», μου λέει η ξαδέρφη μου, «πάρε και ψάρι».
Έχει όμως πολλά προβλήματα κι αυτή μου η καλή ξαδέρφη. Λένε πως ο ξάδερφος μου, ο άντρας της , έχει φιλενάδα και πως τις περισσότερες μέρες δεν είναι στο σπίτι του, αλλά στης αλληνής. Και μια φορά – που με είχε πάλι πάρει στο σπίτι της – εκείνος φώναζε και ήθελε να φύγει. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο τόσο θυμωμένο. Καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε, αυτός –ο ξάδερφος μου– έδωσε μια στην καρέκλα και σηκώθηκε. Η ξαδέρφη μου δε μπορούσε να μιλήσει, έτρεμαν τα χέρια της και είχε χλομιάσει . Είχε ζαρώσει ξαφνικά το πρόσωπό της και στριφογύριζε μια φέτα ψωμί στα δάχτυλά της. Έπιανε το πιρούνι, το μαχαίρι, άπλωνε το χέρι στο ποτήρι και τ΄ άφηνε πάλι κάτω. Κάτι μισές συλλαβές του έλεγε, να κάτσει στο τραπέζι, μα δεν τις απόσωνε. Πήγαινε πάνω κάτω το λαρύγγι της, άνοιγε το στόμα της και φωνή δεν έβγαινε, μόνο κάτι «μα…» και «εγώ, δεν σου είπα … ».
-«Τελειώστε και σεις το φαϊ σας!», έλεγε στην κόρη της και σε μένα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Andrei Mylnikov. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]