frear

Κυριακή του Πάσχα – της Μαρίας Παπαϊωάννου

Έφτασαν στο χωριό τη Μεγάλη Παρασκευή και αφού ξεφόρτωσαν τα γυναικόπαιδα στο σπίτι που ήταν κλειστό από το καλοκαίρι, οι άντρες της οικογένειας συνέχισαν για το «σπιτάκι του παππού», έτσι το έλεγαν, προκειμένου να αφήσουν τα κρέατα και να καθαρίσουν τις σούβλες. Φέτος, το είχαν αποφασίσει ομόφωνα, θα περνούσαν την Κυριακή του Πάσχα στο σπιτάκι του παππού!

Το σπιτάκι του παππού ήταν ένα πλίθινο παλιό οικοδόμημα όπου ο παππούς του Τάκη και του Βασίλη, των δύο αδελφών, ξεκαλοκαίριαζε όταν κατέβαζε τις γίδες από τα μαντριά στα «χειμαδιά», στη στάνη στα «ξανοιξιά».

Τα δυο αδέλφια, μετά τον θάνατο των γονιών τους, ανακαίνισαν το σπιτάκι που το είχαν ανεκμετάλλευτο, το εξόπλισαν με ψυγείο, κουζίνα και αυτόνομο καταψύκτη, ενώ περιεφραξαν παράνομα το οικοπεδάκι γύρω από το σπίτι και έχτισαν και μια ψησταριά για κάτι τέτοιες  περιστάσεις.

Το περασμένο καλοκαίρι, επειδή είχαν μαζευτεί πολλοί στο σπίτι του χωριού,έφεραν και τέσσερα παλιά κρεβάτια και έναν καναπέ που τον είχαν για πέταμα και τα δυο αδέλφια κοιμήθηκαν εκεί κάνα δυο βράδια, με την δροσιά, με τα τριζόνια μόνο ολόγυρα και την μουσική από τα κλαρίνα στην δημοσιά του χωριού να έρχεται από μακριά.

Έβαλαν τα κρέατα στο ψυγείο, τακτοποίησαν τα τρόφιμα  επιμελώς και γύρισαν στο χωριό που τους περίμεναν οι γυναίκες και τα παιδιά τους.

Ο Τάκης και ο Βασίλης. Τα δυο καμάρια της μάνας τους και του χωριού. Οικογενειάρχες, προκομένοι, νοικοκύρηδες, με τις γυναίκες τους, τις δουλειές τους, τα αυτοκίνητα station wagon για τις εκδρομές και τα πιο μικρά για μέσα στην πόλη, με τα παιδιά τους στα πρώτα έτη του πανεπιστημίου να συνεχίζουν την χαμηλών τόνων ζωή των ίδιων και να τους κάνουν περήφανους στο χωριό όταν κάθονταν με τους γονείς τους στο καφενείο της πλατείας.

Οι γυναίκες των δύο αδελφών, η Τούλα και η Δήμητρα, από διπλανά χωριά αυτές, ήσυχες γυναίκες, με τα χρόνια είχαν γίνει σαν αδελφάδες, δεν είχαν ζήλια και φθόνο μέσα τους η μία για την άλλη, μάλλον λέγανε αναμεταξύ τους τα χούγια των αδελφών κάπου κάπου για να ξεθυμαίνουν και αυτό ήταν όλο.

Ήσυχη και καλή οικογένεια. Σαν ένα κοπάδι άκακα αρνιά.

«Καλώς την καλή μας οικογένεια!», έλεγε ο Σούλης, ο καφετζής του χωριού όποτε τους καλωσόριζε γιατί ήξερε πως για όσο θα έμεναν θα έβλεπε τον τζίρο του καφενείου του να εκτοξεύεται.

Τη Μεγάλη Παρασκευή παρακολούθησαν όλοι μαζί την ακολουθία του επιταφίου και μετά την εκκλησία πήγαν στην πλατεία και παρήγγειλαν στον Σούλη καλαμαράκια και γαρίδες και γέμισαν ένα τραπέζι με ψαρικά, σαλάτες, πατάτες και τσίπουρα.

Οι συγχωριανοί τους χαιρετούσαν άλλοι με ζήλια και άλλοι με καμάρι.

«Να είστε καλά, να έρχεστε, να γεμίζει το χωριό μας γέλια και ζωή. Και πάντα ενωμένοι όπως είστε, τίποτα να μην σας χωρίσει ποτέ», τους έλεγαν και οι δυο οικογένειες που επί της ουσίας ήταν μία, σήκωναν τα ποτήρια τους και αντεύχονταν «και του χρόνου με υγεία».

Το Μεγάλο Σάββατο οι γυναίκες είχαν καταπιαστεί με το μαγείρεμα της μαγειρίτσας και των συνοδευτικών για το βράδυ της Ανάστασης ενώ οι άντρες το μεσημέρι ανέβηκαν στο σπιτάκι του παππού για να καθαρίσουν τις σούβλες και την ψησταριά, να περάσουν το αρνί και να το δέσουν στο σουβλί, να φτιάξουν τα φρυγαδέλια και τις σεφταλιές για τα οποία τρελαίνονταν τα παιδιά.

Όταν γύρισαν στο χωριό, αργά το απόγευμα πια, κατάκοποι, κάθισαν να φάνε λίγο ψωμί με ελιές και να ενημερώσουν τον λόχο ότι το πρωί της Κυριακής θα έπρεπε να ξεκινήσουν πολύ νωρίς για το σπιτάκι του παππού γιατί είχαν αρκετή δουλειά και αν ήθελαν να φάνε κατά τη μία το μεσημέρι θα έπρεπε να ανάψουν φωτιά στις έξι το πρωί, άρα στις πεντέμισι θα έπρεπε να είχαν φύγει.

Τα παιδιά άρχισαν να τσινάνε και να παραπονιούνται.

«Έλα ρε μπαμπά, λίγες μέρες έχουμε κι εμείς για να ξεκουραστούμε, μην μας αναγκάζετε να ξυπνήσουμε από τα χαράματα, πηγαίντε εσείς και εμείς θα έρθουμε αργότερα» έλεγαν όλα μαζί εν χορώ.

«Ρε για σταθείτε, για Πάσχα ήρθαμε εδώ, όχι για να κοιμηθούμε. Θα φάμε απόψε ωραία ωραία και θα σηκωθούμε το πρωί να πάμε. Αν κάποιος θέλει να συνεχίσει την σιέστα του έχει ωραιότατα κρεβάτια στο σπιτάκι του παππού, ξαπλώστε και πέστε εκεί», είπε ο Τάκης αποφασιστηκά.

«Έχει δίκιο ο πατέρας σας», πρόσθεσε η Δήμητρα απευθυνόμενη στα παιδιά της αλλά με απώτερο σκοπό να ακούν και τα ανίψια της, «εγώ και η θεία σας θα είμαστε από το πρωί στην κουζίνα για να τα ετοιμάσουμε όλα και ο μπαμπάς με τον θείο μέσα στην φωτιά, μην τα θέλετε όλα δικά σας».

«Εκτός και αν…», έκανε ο Βασίλης σκεπτικός.

«Εκτός και αν πηγαίναμε αποβραδίς στο σπιτάκι!» ολοκλήρωσε με ενθουσιασμό.

«Θα ενώσουμε τα κρεβάτια, ο καναπές παίρνει άνετα δύο άτομα και όσοι δεν χωράνε πέφτουμε και στρωματσάδα. Μια βραδιά είναι, θα περάσει και δεν θα το καταλάβουμε. Τί λέτε;» ρώτησε ανυπόμονα.

Η παρέα ξετρελάθηκε με την ιδέα! Ήρθαν σαν εικόνες στα μάτια τους μεμιάς τα πειράγματα και τα γέλια, οι καζούρες και τα αστεία που θα έλεγαν όλοι μαζί στο σπιτάκι του παππού εκείνο το βράδυ που ήταν βέβαιο πως στο τέλος κανείς δεν θα κοιμόταν. Τα παιδιά το έβλεπαν σαν περιπέτεια και οι μεγάλοι μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τα συνηθισμένα.

Το πράγμα είχε κλείσει! Αφού έκαναν Ανάσταση και πήγαν το Άγιο Φως στο σπίτι στο χωριό, έφαγαν τη μαγειρίτσα, τσούγκρισαν και τα βαμμένα αυγά και πριν αρχίσουν να νυστάζουν, φόρτωσαν τα αυτοκίνητά τους και ανηφόρισαν για το σπιτάκι του παππού στο βουνό.

Η μούχλα και η υγρασία χτύπησε τα ρουθούνια τους όπως άνοιξαν την πόρτα και  το βαρύ σκοτάδι σε συνδυασμό με την πνιγηρή σιωπή που επικρατούσε ολόγυρα ανατρίχιασε τις γυναίκες και τα παιδιά της παρέας.

Ο Τάκης και ο Βασίλης ένωσαν τα κρεβάτια, άνοιξαν τον ξεχαρβαλωμένο καναπέ και έστρωσαν στο πάτωμα δυο μεγάλες φλοκάτες για να κοιμηθούν οι δυο τους όσο οι υπόλοιποι θα βολεύονταν στα στρώματα. Άναψαν την σόμπα, έριξαν αρκετά ξύλα μέσα για να καίνε όλη νύχτα και κατέβασαν από το αυτοκίνητο τις κουβέρτες και τα σεντόνια που είχαν κουβαλήσει για να σκεπαστούν οι φαμίλιες τους το βράδυ.

Μέσα σε όλα τα μπαγκάζια και τα συμπράγκαλα, η Τούλα είχε φέρει μαζί και μια λεκάνη με βαμμένα αυγά, αυτά που τσούγκρισαν αλλά δεν είχαν προλάβει να φάνε, για να τα καθαρίσουν την επομένη και να τα κάνουν σαλάτα. Η μαγειρίτσα σε ένα τάπερ ξεκουραζόταν κι αυτή στο μικρό τραπεζάκι του σπιτιού και πάει λέγοντας.

«Βρωμάει αυγό εδώ μέσα», γελούσαν τα παιδιά με τους γονείς τους να τους προτρέπουν να ζήσουν την ζωή στο χωριό όπως και εκείνοι κάποτε και να το απολαύσουν.

Η τουαλέτα ήταν μέγα θέμα γιατί δεν ήταν παρά μια μικρή λεκάνη σε ένα αυτόνομο δωματιάκι έξω από το σπιτάκι που έκλεινε με μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα από το πάλαι ποτέ κοτέτσι της γιαγιάς, οπότε πήγαν ένας ένας προς νερού τους προτού ξαπλώσουν και μετά κουκουλώθηκαν όλοι μαζί στα κανονικά ή τα αυτοσχέδια κρεβάτια τους .

Για λίγο το σπιτάκι μεταμορφώθηκε ξανά σε μια στάνη, σε ένα ζεστό μαντρί, που περιέθαλπε τις δύο οικογένειες που πήγαν να φωλιάσουν και να περάσουν τη νύχτα με ασφάλεια μαζί.

Στην αρχή έπεσε ησυχία αλλά ξαφνικά κάποιος άφησε τον αέρα από το γεμάτο έντερό του να βγει με κρότο και όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να γελάνε δυνατά.

Όταν κάλμαραν, ο Τάκης που ήταν ο μεγαλύτερος της οικογένειας είπε ήρεμα: «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που είμαστε έτσι αγαπημένοι και μονιασμένοι. Είμαστε από τις ελάχιστες οικογένειες που έχουμε απομείνει με τέτοια βαθιά αδελφική σχέση. Να το συνεχίσετε και εσείς αυτό παιδιά μου, να είστε πάντα ενωμένα όπως και εμείς, πάντα όλοι μαζί, και να μην σας χωρίσει ποτέ τίποτα. Και φυσικά να συνεχίσετε να έρχεστε στο χωριό μας. Εδώ ξαναγεννιέται κανείς. Βρίσκει τον εαυτό του. Εδώ είναι χαρά Θεού!»

«Και τώρα ύπνο γιατί σε τρείς ώρες εμείς θα πρέπει να ξυπνήσουμε», συνέχισε ο Βασίλης και όλοι διαπίστωσαν ότι η ώρα είχε πάει πια περασμένες δύο.

«Δηλαδή τώρα είναι Πάσχα;» ρώτησε η Μαρία, η μικρότερη από τα παιδιά.

«Ναι, γιατί ρωτάς;», της απάντησε η μάνα της.

«Γιατί δεν είναι κάθε μέρα Πάσχα», συνέχισε εκείνη πειραχτικά και γέλασαν πάλι όλοι.

Λίγο το κρασί, λίγο η περασμένη ώρα, λίγο η βαριά μαγειρίτσα, λίγο η ξεγνοιασιά, έπεσαν σε βαθύ ύπνο αμέσως.

Όταν ανακαίνισαν το σπιτάκι του παππού, ο Κοινοτάρχης της περιοχής τους είχε προειδοποιήσει ότι δεν αρκούσε απλώς να το έβαφαν και να του περνούσαν γραμμή για ρεύμα, όπως έσπευσαν να κάνουν τα δυο αδέλφια. Η περιοχή υπέφερε από τα φίδια που ειδικά τις πρώτες ημέρες της Άνοιξης όπως ξυπνούσαν πεινασμένα ήταν ικανά να ξεκληρίσουν ένα ολόκληρο κοπάδι πρόβατα.

Ο Τάκης και ο Βασίλης, άκουσαν με καχυποψία τα λόγια του Κοινοτάρχη και ήταν σίγουροι πως όσα έλεγε ήταν από ζήλια και άρνηση να τους βοηθήσει να πάρουν ρεύμα και νερό για το σπιτάκι του παππού τους που ήταν σωστός παράδεισος και πολλοί θα έσπευδαν να το σφετεριστούν, αν εκείνοι το άφηναν στην τύχη του, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Κοινοτάρχης.

Πράγματι, σωστός παράδεισος και αναγέννηση, το σπιτάκι του παππού.

Οι έχιδνες που φώλιαζαν όλο τον χειμώνα ανάμεσα στις πέτρες της σκεπής, αγουροξυπνημένες από τη νάρκη τους, λούφαξαν όταν άκουσαν τα βήματα και την φασαρία των ανθρώπων που εισέβαλαν στο σπίτι τους.

Τις πήρε η μυρωδιά από τα αυγά και μόλις ησύχασαν οι ξενιστές, αθόρυβα και ύπουλα όρμησαν στην λεκάνη και τα καταβρόχθισαν όλα αμάσητα.

Η πείνα τους όμως ήταν μεγάλη και αυτές πολλές, ολόκληρη οικογένεια, όπως οι άτυχοι άνθρωποι που ανάσαιναν μακάρια και ανέμελα καθώς τους τύλιξαν και τους έσφιξαν μέσα στα πλουμιστά κορμιά τους μέχρι να τους στραγγαλίσουν. Όλους. Δεν έμεινε κανείς.

Αφού τους δηλητηρίασαν, τους έφαγαν και κατόπιν πήραν τις θέσεις τους στα κρεβάτια και στους καναπέδες, ναρκωμένες, με μάτια γλαρωμένα από το πολύ φαΐ, για να μπορέσουν να χωνέψουν τα πλουσιοπάροχα θηράματα τους.

Έφαγαν όπως οι άνθρωποι το Πάσχα. Με λαιμαργία και βουλιμία.

Έφαγαν, όπως λένε, μέχρι σκασμού, ξεκληρίζοντας, ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, ένα ολόκληρο κοπάδι άκακα πλάσματα.

Μόνο το αρνάκι έμενε να κοιτάζει, ανακουφισμένο θα έλεγε κανείς, με το κόκκινο γυαλιστερό μέσα δέρμα του να ιδρώνει και το τεντωμένο από την σκληρή σφαγή μάτι του, τις έχιδνες να κοιμούνται ανάμεσα σε κουβέρτες και σεντόνια, πλήρεις και ευχαριστημένες για το λουκούλλειο γεύμα τους, να περνάει η μέρα της Λαμπρής και η επόμενη και εκείνο να παραμένει σε όρθια μαρτυρική στάση, στηριγμένο στον τοίχο, περασμένο και δεμένο πάντα στην σούβλα, δίχως να εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο το εξέθρεψαν και τελικά το θανάτωσαν οι άνθρωποι.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη