frear

To θρησκευτικό στοιχείο στη νεοελληνική ποίηση: Καρυωτάκης και Γενιά του ’70 – γράφει ο Γιώργος Κουτούβελας

Αναφορές της έννοιας του θρησκευτικού στοιχείου στη νεοελληνική ποίηση: «το παράδειγμα της επίδρασης του θρησκευτικού στοιχείου της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη στην ποιητική Γενιά του ’70»

Η ποίηση τεκμηριώνεται ως ύψιστη λειτουργία έκφρασης για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι οπωσδήποτε και η δυνατότητα της να συνδιαλέγεται διαχρονικά με οτιδήποτε απασχολεί τον άνθρωπο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι θεολογικές αναζητήσεις των ποιητών, όπως, π.χ. οι διατυπώσεις απόψεων γύρω από τις μεταφυσικές διαστάσεις της πρόσληψης της πραγματικότητας, οι πολιτικές επιδράσεις των θρησκευτικών οργανισμών στην διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, η σημειολογική αξιοποίηση, συμβόλων, μορφών, αφηγήσεων, των θρησκευτικών παραδόσεων εντός των συμφραζομένων των λογοτεχνικων έργων, και άλλα πολλά.

1. Ζητήματα της κριτικογραφίας ως προς τη χρήση θεολογικών ορολογιών στη φιλολογική κριτική.

Οι ορολογίες που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και χρησιμοποιούνται ακόμη ως ερμηνευτικά εργαλεία για την διακειμενική κατανόηση των θεολογικών εντάσεων, εντός των συμφραζομένων ενός λογοτεχνικού έργου, ποικίλλουν. Οι έννοιες της «θρησκευτικότητας», του «μυστικού», της «θείας έμπνευσης», κ.ά., είναι μερικές από τις έννοιες που συναντώνται συχνά σε μελέτες, δοκίμια και κριτικές που η προβληματική τους απασχολείται με τα θεολογικά θέματα που θίγονται σε ένα έργο ή στο σύνολο του έργου ενός συγγραφέα ή και ακόμη και μιας λογοτεχνικής γενιάς. Οι έννοιες αυτές, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζουν έλλειμμα σαφούς περιεχομένου, καθώς, νοηματοδοτούνται ποικιλοτρόπως ακόμα και στο πλαίσιο της ίδιας πολιτισμικής/ θρησκευτικής παράδοσης. Με βάση το παραπάνω μπορεί να γίνει η ασφαλής υπόθεση της διεύρυνσης του νοηματοδοτικού χάσματος αν λάβουμε υπόψη τις προσεγγίσεις των όρων αυτών από άλλες πολιτισμικές/ θρησκευτικές παραδόσεις. Ας έρθουμε όμως στο παράδειγμα της κριτικής αποτίμησης της εργογραφίας του Καρυωτάκη για την περαιτέρω επεξήγηση όσων αναφέρονται.

Ο Κουβαράς σημειώνει, ως προς την την κριτική για το έργο του Καρυωτάκη, πως:

«… ο Καρυωτάκης επέζησε παρά τις απόπειρες ενταφιασμού του σε κάποιο εδάφιο της Ιστορίας της λογοτεχνίας από μερίδα της κριτικής της γενιάς του ’30» [1].

Μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στην κριτική στάση του Δημαρά και του Θεοτοκά. Ο Κ.Θ. Δημαράς, σε άρθρο του το 1938, επιδίωξε την απομείωση της αξίας του έργου του Καρυωτάκη αναφέροντας μεταξύ άλλων:

«…δεν ευρήκα ούτε ένα στίχο του ποτισμένο με τη θεία εκείνη ουσία που εξαϋλώνει τον λόγο για να τον κάνει ποίηση…» [2].

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει από το παραπάνω είναι, τι ακριβώς σημαίνει η έννοια «θεία ουσία» και πώς ακριβώς δύναται να εξαϋλώσει τον λόγο μετασχηματίζοντάς τον σε ποίηση; Προφανώς, ο Δημαράς είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στη σκέψη του όταν αναφερόταν σε αυτόν τον όρο και στις ιδιότητές του. Από το συγκεκριμένο απόσπασμα, όμως, προκύπτει πως με βάση την υποκειμενική πρόσληψη μιας αυθαίρετης ορολογίας (καθώς δεν επεξηγείται το περιεχόμενό της), ο Δημαράς αποπειράθηκε τη ζημίωση της κριτικής αποτίμησης του έργου του Καρυωτάκη, και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται ο κίνδυνος που προκύπτει από την αχαλίνωτη αξιοποίηση θεολογικών όρων στην φιλολογική κριτική.

Στο ίδιο πνεύμα με τον Δημαρά, ο Θεοτοκάς επιχειρεί τη στηλίτευση του ποιητικού έργου του Καρυωτάκη αναφέροντας: «…η δημιουργική του πνοή ήτανε λιγότερη… μελετώντας τον με ψύχραιμο μάτι, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι δεν έγραψε ούτε ένα αληθινό καλό ποίημα…» [3]. Μολονότι ο Θεοτοκάς δεν χρησιμοποιεί κάποιον θεολογικό όρο, η έννοια της «δημιουργικής πνοής» παραπέμπει σε μια μεταφυσική κατάσταση που ομοιάζει, ως προς την ασάφειά της, με τον όρο «θεία ουσία» που ανέφερε ο Δημαράς και πάλι για να καταλήξει σε ένα αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο συμπέρασμα κριτικής απαξίωσης του έργου του Καρυωτάκη. Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως τα κριτικά αντι-παραδείγματα που παρατίθενται στην παρούσα μελέτη έχουν επισημανθεί ως τέτοια σε πολλές μελέτες και δοκίμια [4].

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις φυσικά, στις οποίες η χρήση των θεολογικών όρων προάγει την σαφήνεια του κριτικού λόγου μέσω της, άλλοτε ευκολότερης και άλλοτε δυσχερέστερης, αποσυμβολοποίησής τους. Ως παράδειγμα για το παραπάνω επισημαίνεται απόσπασμα από δοκίμιο του Αργυρίου στο οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά πως «…ο Καρυωτάκης βρέθηκε στην κόλαση, μάλλον προηγουμένως βρισκόταν σε παράδεισο, από όπου τον εξεδίωξε η “Γνώση”…» [5]. Ο παραλληλισμός του βίου του ποιητή σε χρονικές φάσεις που διαχωρίζονται από τα σύμβολα του «παραδείσου», της «βιβλικής έννοιας της γνώσης» και της «κόλασης» αποτελούν σαφή στοιχεία διάκρισης που μπορούν να γίνουν με ευκολία διακριτά από εκείνους που γνωρίζουν ήδη τον βίο του Καρυωτάκη, ακόμα και πριν την επεξήγησή τους από τον Αργυρίου.

Από τα παραπάνω παραδείγματα που παρατίθενται προκύπτει, πως η χρήση γενικόλογων και ασαφών θρησκευτικών και θεολογικών ορολογιών στη λογοτεχνική κριτική μπορεί να αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη και να περιορίσει την αξία της κριτικογραφίας ως προς το σκέλος της ανταπόκρισής της στην πραγματική εκτίμηση και αποτίμηση της εκάστοτε λογοτεχνικής παραγωγής και οποιουδήποτε συγγραφέα, ανεξάρτητα από το εύρος της αποδοχής του έργου του από την αναγνωστική κοινότητα.

2. Η έννοια του θρησκευτικού στοιχείου ως βασικού μεθοδολογικού «εργαλείου» για τη διερεύνηση των θεολογικών διαστάσεων, των κειμενικών συμφραζομένων, σε ποιητικά έργα.

Η έννοια του «θρησκευτικού στοιχείου» ως εξωτερικού γνωρισματικού χαρακτηριστικού (σε ένα πρώτο στάδιο) στη λειτουργία ενός ποιητικού έργου και η αξιοποίηση της έννοιας στη βάση της μεθοδολογικής διερεύνησης, δύναται να διευκολύνει την κατανόηση των θεολογικών εντυπώσεων που περιλαμβάνονται εντός των κειμενικών συμφραζομένων, αποσκοπώντας, εν πρώτοις, στη μετατόπιση της γενικότερης, από μέρος της κριτικής, «αίσθησης» των θεολογικών/ θρησκευτικών απορροιών και αντιλήψεων σε μια ευανάγνωστη, τεκμηριωμένη σταθερά, και δευτερευόντως, στην πιθανή κατάρριψη κάποιας αστοχίας στην κριτική αποτίμηση ενός λογοτεχνικού έργου ή ακόμα και στην απόρριψη κριτικών ενστάσεων οι οποίες τοποθετούνται στο πλαίσιο της κακόβουλης εργαλειοποίησης θεολογικών ορολογιών που «υποβαθμίζουν» ή «αναβαθμίζουν», τεχνηέντως, την αξία ενός λογοτεχνικού έργου (σ.σ. όπως, π.χ., για περιπτώσεις όπως εκείνες του Θεοτοκά και του Δημαρά που αναφέρθηκαν προηγουμένως). Η αξιοποίηση της έννοιας του θρησκευτικού στοιχείου στη λογοτεχνική κριτική δύναται να διασφαλίσει τη σαφή διάκριση των χαρακτηριολογικών δεδομένων που διακρίνουν το θεολογικό αποτύπωμα εντός των συμφραζομένων ενός λογοτεχνικού έργου από τη μία πλευρά, αλλά στοιχειοθετούν τη βάση, από την άλλη πλευρά, για την ορθή αισθητική προσέγγιση και εν τέλει αποτίμησή του, αποσκοπώντας, εν τέλει, στη διασφάλιση της ουσιοκρατικής διασύνδεσης μεταξύ της λογοτεχνικής παραγωγής και της κριτικογραφίας που την ακολουθεί.

Για να γίνουν περισσότερο σαφή τα διακριτικά χαρακτηριστικά της άνωθεν μεθοδολογικής προσέγγισης παρατίθενται, αρχικά, τα δεδομένα που στοιχειοθετούν το θρησκευτικό απείκασμα των αντιλήψεων του Κ.Γ. Καρυωτάκη, όπως αυτές προκύπτουν και διαμορφώνονται εντός των συμφραζομένων της ποιητικής συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες. Στη συνέχεια, προσεγγίζεται η επίδραση του θρησκευτικού στοιχείου που κομίζει ο Καρυωτάκης στη γενιά του ’70 και, τέλος, αξιολογείται η συνάφεια των παραπάνων πορισμάτων με τη σύγχρονη κριτικογραφία.

Ακολουθώντας την παραπάνω μέθοδο, στο έργο Ελεγεία και Σάτιρες του Κ.Γ. Καρυωτάκη εντοπίζονται τουλάχιστον σε είκοσι ένα (21) από τα ποιήματα της συλλογής αναφορές που παραπέμπουν στην έννοια του θρησκευτικού στοιχείου ως εξωτερικού γνωρισματικού χαρακτηριστικού [6]. Σε κανένα από τα ποιήματα, όμως, το θρησκευτικό στοιχείο δεν δρα ως δομικό χαρακτηριστικό στην λειτουργία τους, δηλαδή, οι αναφορές σε θεολογικές έννοιες και θρησκευτικές μορφές δεν αποτελούν βασικό στοιχείο των κεντρικών θεματικών που αναπτύσσονται εντός των συμφραζομένων των ποιημάτων. Σε αυτό το σημείο μπορεί να γίνει μια πρώτη προσέγγιση της επίδρασης του Καρυωτάκη στην εργογραφία των ποιητών του ’70, κατά κύριο λόγο, ως προς τη λειτουργία του θρησκευτικού στοιχείου ως ίχνους στη λειτουργία των ποιημάτων και ως προς τη χρήση των θρησκευτικών στοιχείων για διεκπεραίωση της ειρωνείας και της αμφισβήτησης.

Ως παράδειγμα εξετάζεται η εργογραφία του Γιάννη Κοντού: Στην ποίηση του Κοντού εντοπίζονται πολλές άμεσες αναφορές στον Καρυωτάκη, γεγονός που στοιχειοθετεί, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, την επίδραση του Καρυωτάκη στο έργο του Γ. Κοντού. Μερικά παραδείγματα για την επαλήθευση των παραπάνω:

Η ενότητα «Περιμετρική», από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Γ.Κοντού, έχει ως υπέρτιτλο τον στίχο του Καρυωτάκη: «αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου» [7]. Από την ποιητική συλλογή Τα απρόοπτα, στο ποίημα «Η προτομή», ο Κοντός σημειώνει:

«Κυριακή πρωί, γυαλίζει όλη η χώρα./ Ο Κώστας Καρυωτάκης αποκατεστημένος πια σε άγαλμα,/ μαύρος και γελώντας πυροβολεί» [8].

Από την ποιητική συλλογή Τα οστά, αποθησαυρίζονται οι στίχοι:

«Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο/ του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας/ πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά)» [9].

Από την ποιητική συλλογή Δωρεάν σκοτάδι συκρατείται ο τίτλος του ποιήματος, που αποτελεί μέρος του σημειώματος που έγραψε ο Καρυωτάκης και βρέθηκε στην τσέπη του: «Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου» [10].

Το θρησκευτικό στοιχείο δρα κατά κύριο λόγω ως ίχνος στη λειτουργία των ποιημάτων του Κοντού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Καρυωτάκη (τουλάχιστον στην ποιητική του συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες): Π.χ. στο έργο του Γ. Κοντού Τα απρόοπτα (1975) εντοπίζονται τουλάχιστον έξι (6) ποιήματα που αναφέρονται στην έννοια του θρησκευτικού στοιχείου, ως ίχνους, στη λειτουργία τους, και σε κανένα από αυτά το θρησκευτικό στοιχείο δεν έχει δομική λειτουργία στα συμφραζόμενά τους. Για την επαλήθευση των παραπάνω παρατίθεται το ποίημα, «Ο κόσμος», ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

«Εκκλησιαστική μουσική με ζώνει σα φίδι/ και ανοίγει η άδεια πεδιάδα η βεντάλια/ ο νους μου./ Τρέμω./ Πιάνω το λωτό σου, την κοιλιά σου/ και βλέπω τους απογόνους μου να περνάνε/ την πεδιάδα και το ποτάμι και να μου χαμογελάνε/ με επιείκια για τα εγκλήματα που δεν κατόρθωσα./ Τρέχει φως./ Τρέχει το νερό./ Όποιο προλάβει θα με κάψει./ Πράσινη υγρασία η φωνή σου με καλεί/ πάλι μέσα στη μουσική των αγρίων/ με τύμπανα βελούδινα, πολλά τύμπανα./ Ένα ένα φεύγουν όλα./ Μένει η τρέλα σου ένας λευκός ελέφαντας μόνος./ Ανεβαίνεις και γυρνάς τώρα οπλισμένη στο πλήθος./ Δέντρα αναδύονται στον αέρα – προσέχεις μη πατήσεις/ ούτε ένα φύλλο/ Από την άλλη μεριά περνά ο Καρυωτάκης με μαύρο/ κοστούμι/ και καθαρό κολάρο. Αυτή η καθολική ισορροπία σε κούρασε./ Τραβάω την κουρτίνα και κάνω μια απότομη κίνηση/ με το μικρό μου δάχτυλο./ Και σ’ τον φέρνω τον κόσμο άνω κάτω./ Έτσι για γούστο, δηλαδή για το χατίρι σου./ Για να μη λυπάσαι και κατεβάζεις τα μάτια/ στον κάτω κόσμο τον αληθινό» [11].

3. Συσχετισμός γραμματολογικών δεδομένων της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη με εκπροσώπους της γενιάς του ’70 ως προς τις θεολογικές τους αναφορές.

Είναι κοινός τόπος πως η αμφισβήτηση και η ειρωνική χρήση της γλώσσας αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής παραγωγής της γενιάς του ’70 (χαρακτηρισμένη και ως «γενιά της αμφισβήτησης»), όπως ακριβώς, η ειρωνία και η αμφισβήτηση αποτελούν χαρακτηριστικά της ποίησης του Κ. Καρυωτάκη [12]. Ένα ακόμα στοιχείο που αναδεικνύει την επίδραση του θρησκευτικού στοιχείου της ποίησης του Καρυωτάκη σε εκπροσώπους της γενιάς του ’70 είναι η η αξιοποίηση θρησκευτικών στοιχείων ως λεκτικών «εργαλείων και συμβόλων για τη στηλίτευση, μέσω της λειτουργίας των εννοιών της ειρωνίας και της αμφισβήτησης, κοινωνικο-πολιτικών καταστάσεων και μέσω της περιγραφής υπαρξιακών αδιεξόδων που δημιουργούνται εξαιτίας (και) αυτών. Για τα παραπάνω, παρατίθενται ορισμένοι στίχοι από ποιήματα του Καρυωτάκη:

«… Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,/ κ’ οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σαν χέρια/ τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,/ τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια./ (Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!/ Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου./ Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων/ κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου» [13]),

«…Λευτεριά, λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν/ έμποροι και κονσόρτσια κ’ εβραίοι./ Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,/ πολλές οι αμαρτίες…»),

«… Όταν ακούσεις ποδοβολητά/ λύκων, ο Θεός μαζί σου!/ Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά/ και κράτησε την πνοή σου…».

Και στίχοι ποιημάτων, εκπροσώπων της γενιάς του ’70:

«… Θάνατος οι ποιητές που γράφουν περί ανέμων και υδάτων/ Θάνατος οι κριτικοί υπό νόμων και οι υπόνομοι των θαυμάτων» [14],

«… ΆΓΝΩΣΤΟΣ δυο μέρες τα πρωτοσέλιδα γράψανε/ μέχρι να βρεθούν τα στοιχεία/ δυο μέρες το σαρκείον του στ’ αζήτητα/ άθαφτο ιερόσυλοι εν Χριστώ αδελφοί…» [15],

« Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα./ Το ’χτίσαν πάλι με την ίδια του την πέτρα./ Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν νερά./ Σημάδεψαν τα βήματα του Θεού στους λόφους/ κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους» [16],

«…Είσαστε ανυποψίαστοι κι ωραίοι σαν παιδιά/ Γνήσια παιδιά ενός Θεού που πλάσατε κάποτε/ Κι’ από τότε σας πλάθει/ Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σας…» [17].

Αν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του Τ. Μαλάνου, πως δηλαδή ο Καρυωτάκης «δεν είναι μόνο ως ποιητής ποτισμένος με μπωντλερισμό αλλά και ως άτομο ακόμα…» [18], τότε αξίζει να αναφερθεί, έστω και επιγραμματικά, η κατεύθυνση της θεολογίας που παρείχε ο Μπωντλέρ μέσω της ποίησής του. Ως προς αυτό, ο Freeman επισημαίνει πως:

«στην ποίηση του Μπωντλέρ, διακρίνονται θεολογικά χαρακτηριστικά που τον συνδέουν με μία ευρεία γκάμα θρησκειών και θρησκευτικών ρευμάτων: από τον σατανισμό, τον αθεϊσμό έως τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό…» [19].

Η σύγχυση που προκύπτει από τη συνύπαρξη αυτών των αντιθέσεων δημιουργεί την αίσθηση ενός θεολογικού πλουραλισμού και μιας διαρκούς αναζήτησης που δεν περιορίζεται ούτε πλαισιώνεται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, κάτι που συμβαίνει και με το έργο του Καρυωτάκη. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορεί να σημειωθεί με σχετική ασφάλεια πως ο Μπωντλέρ πρεσβεύει, κατά κύριο λόγο, το θρησκευτικό ρεύμα του αγνωστικισμού μέσω του έργου του καθώς, αν γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός του Freeman επαληθεύονται αρκετές από τις βασικότερες αρχές του ρεύματος στην ποίησή του.

Οι περισσότεροι ποιητές του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένης και της γενιάς του ’70, φέρονται πως έχουν υπόψη τους ή έχουν καλλιεργήσει στη συνείδησή τους, με κάποιον άλλο τρόπο, αυτό που έγραφε ο Θωμάς Ακινάτης: «υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην γνώση για τον Θεό και στην πίστη για τον Θεό» [20]. Για αυτό τον λόγο μπορούμε να βρούμε παραδείγματα στο έργο ενός ποιητή, ή και ακόμα στην ίδια ποιητική συλλογή, όπου σε ένα ποίημα υπάρχει η χρήση του θρησκευτικού στοιχείου ως αντικειμένου επίκρισης και σε ένα ή περισσότερα από τα άλλα ποιήματα του έργου εντοπίζεται η χρήση του θρησκευτικού στοιχείου με θετικότερο πρόσημο.

Ενδεικτικά παρατίθενται στίχοι από τo έργο του Νάσου Βαγενά:

«…Ξεριζωμένοι άγγελοι κυκλοφορούν στη γη. Άνεργοι. Με μαλ-
λια κομμένα.
(Εκείνος ο ψηλός με την ταβανόβουρτσα έχει τα φτερά κάτω
απ’ το πουκάμισο).
Όταν νυχτώνει κατεβαίνουν
στην ταβέρνα. Γίνονται στουπί.
Φτύνουν και βρίζουν» [21],

και από το 16ο σκέλος του ποιήματος «Βιογραφία», από την ίδια ποιητική συλλογή, σημειώνονται οι εξής στίχοι:

«Ευνούχοι τραγουδούν τη διεθνή. Ένας ασήμαντος λιμπρετίστας
αναγορεύεται ποιητής. Κι αυτοί που κάποτε μαστίγωναν τους
εμπόρους του ναού
έχουν τώρα στην κεντρική στοά τον δικό τους πάγκο…».

Στο πρώτο μέρος το θρησκευτικό στοιχείο (σημ: «οι ξεριζωμένοι άγγελοι») παρομοιάζεται με την καταπιεσμένη εργατική τάξη (σημ: «(Εκείνος ο ψηλός με την ταβανόβουρτσα έχει τα φτερά κάτω/ απ’ το πουκάμισο…)». Στο δεύτερο απόσπασμα είναι επίσης εμφανής η νύξη του ποιητή απέναντι στους ιερείς οι οποίοι, «κάποτε μαστίγωναν τους/ εμπόρους του ναού», ενώ, «…έχουν τώρα στην κεντρική στοά τον δικό τους πάγκο…».

Συνοψίζοντας, η επίδραση του θρησκευτικού στοιχείου της ποίησης του Καρυωτάκη εκτιμάται πως είναι πολύ ισχυρή ως προς τα γραμματολογικά δεδομένα της Γενιάς του ’70, ενώ παρατηρείται και κλιμάκωση αυτής της επίδρασης: α) το πρόσωπο του Καρυωτάκη υπάρχει ως αναφορά σε έργα πολλών εκπροσώπων της γενιάς του ’70, β) το θρησκευτικό στοιχείο χρησιμοποιείται από τους εκπροσώπους της ποίησης του ’70, κατά κύριο λόγο, με τη μορφή παραπομπής σε μια θρησκευτική/ θεολογική έννοια, μορφή ή εξιστόρηση, ενώ σπανιότερα συναντάται ως κεντρική θεματική εντός των συμφραζομένων ενός ποιητικού έργου κάτι το οποίο διαπιστώνεται και στην ποίηση του Καρυωτάκη, γ) και στους ποιητές του ’70 όπως και στον Καρυωτάκη, τα θρησκευτικά στοιχεία αξιοποιούνται συχνά ως σύμβολα για την λειτουργία των εννοιών της ειρωνίας και της αμφισβήτησης μέσω των οποίων θίγονται κοινωνικο-πολιτικές καταστάσεις και δ) οι ποιητές του ’70 παρουσιάζονται, μέσω των ποιημάτων τους περισσότερο πλησίον του ρεύματος του αγνωστικισμού, ενώ λιγότεροι εκπρόσωποι της Γενιάς, παρουσιάζονται πλησίον του θεϊσμού και του αθεϊσμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κουβαράς, Γ. «Της μη συμμορφώσεως άγιοι, Εμπειρίκος, Γκόρπας, Καρυωτάκης», Αθήνα: Γαβριηλίδης (2012), σελ. 138-139.

2. Δημαράς, Κ. Θ., όπως αναφέρεται στο Αργυρίου, Α. «Κ.Γ. Καρυωτάκης, τα ανοιχτά προβλήματα της ποίησης και της ζωής του», Αθήνα: Γαβριηλίδης (2007), σελ. 32.

3. Θεοτοκάς, Γ. όπως αναφέρεται στο Αργυρίου, Α. Όπ.π. σελ. 17.

4. Π.χ. Κουβαράς, Γ. Όπ.π. σελ. 138-139.

5. Αργυρίου, Α. Όπ.π. σελ. 67.

6. «Τελευταίο ταξίδι» σελ. 17, «Όλα τα πράγματα…» σελ. 18, «Επιστροφή» σελ. 21, «Καθώς βαδίζω…» σελ. 24, «Οι αγάπες» σελ. 28-29, «Θέλω να φύγω…» σελ .34, «Ηλύσια» σελ. 40, «Ωδή σ’ ένα παιδάκι» σελ. 42-43, «Ποια θέληση θεού…» σελ. 46-47, «Τι να σου πω…» σελ. 49, «Τάφοι», σελ. 50-51, «Κανάρης» σελ. 58, «Byron» σελ. 59, «Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» σελ. 63, «Εις Ανδρέαν Κάλβον» σελ. 64-67, «Όλοι μαζί» σελ. 70-71, «Υποθήκαι» σελ. 74-75, «Ωχρά σπειροχαίτη» σελ. 76-77, «Δελφική εορτή» 78-79, «Η πεδιάς και το νεκροταφείον», σελ. 80, κ.α. Καρυωτάκης, Κ.Γ. «Ελεγεία και σάτιρες», Αθήνα: Ιδεόγραμμα (1997).

7. Κοντός, Γ. «Τα ποιήματα, 1970-2010», Αθήνα: Τόπος (2013), σελ 42.

8. Κοντός, Γ. Όπ.π. σελ. 82.

9. Κοντός, Γ. Όπ.π. σελ. 184.

10. Κοντός, Γ. Όπ.π. σελ. 247.

11. Κοντός, Γ. Όπ.π. σελ. 86.

12. Π.χ. ο Σαββίδης αναφέρεται στην αμφισβήτηση του Καρυωτάκη, κυρίως στο κεφάλαιο «Σάτιρες» από την συλλογή «Ελεγεία και Σάτυρες», όπως αναφέρεται από τον Αργυρίου, Α. Όπ.π., σελ. 76.

13. «Η πεδιάς και το νεκροταφείον (πίναξ ημιτελής)», «Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», «Υποθήκαι», Κ. Καρυωτάκης, «Τα ποιήματα», Αθήνα: Νεφέλη (1992), σελ. 171, 157, 166.

14. «Γιατί θα αυτοκτονούσε σήμερα αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης», Σιώτης, Ν. «Ποιήματα 1969-1999», Αθήνα: Κέδρος (2018), σελ. 100-101.

15. «82», Γώγου, Κ. «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε, ποιήματα 1978-2002», Αθήνα: Καστανιώτης (2013), σελ. 143.

16. «Ομαδικό πορτρέτο», Γκανάς, Μ. «Ποιήματα 1978-2012», Αθήνα: Μελάνι (2017), σελ. 60.

17. «η’», Χιόνης, A. «Η φωνή της σιωπής», Ποιήματα 1966-2000, σελ. 164.

18. Μαλάνος, Τ. «Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης», Αθήνα: Καστανιώτης (1983), σελ. 104-105.

19. Freeman, Η. G. (1983) “Onomastics and Religion in Baudelaire’s Les Fleurs du Mal,” Literary Onomastics Studies: Vol. 10 , Article 6, σελ. 44.

20. Ακινάτης, Θ. Όπως αναφέρεται στο Macdonald, P. «A realist epistemology of faith», Religious Studies, Vol. 41, No. 4 (Dec., 2005). Published by: Cambridge University Press, σελ. 373.

21. «VI», Βαγενάς, N. «Βιογραφία, ποιήματα 1974-2014», Αθήνα: Κέδρος (2015), σελ. 50, 60.

Βιβλιογραφία

Ακινάτης, Θ. Όπως αναφέρεται στο Macdonald, P. «A realist epistemology of faith», Religious Studies, Vol. 41, No. 4 (Dec., 2005). Published by: Cambridge University Press.

Βαγενάς, N. Βιογραφία, ποιήματα 1974-2014, Αθήνα: Κέδρος (2015).

Γκανάς, Μ. Ποιήματα 1978-2012, Αθήνα: Μελάνι (2017).

Γώγου, Κ. Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε, ποιήματα 1978-2002, Αθήνα: Καστανιώτης (2013).

Δημαράς, Κ. Θ., όπως αναφέρεται στο Αργυρίου, Α. Κ.Γ. Καρυωτάκης, τα ανοιχτά προβλήματα της ποίησης και της ζωής του, Αθήνα: Γαβριηλίδης (2007).

Καρυωτάκης, Κ.Γ. Ελεγεία και σάτιρες, Αθήνα: Ιδεόγραμμα (1997).

Καρυωτάκης, Κ.Γ. Τα ποιήματα, Αθήνα: Νεφέλη (1992).

Κοντός, Γ. Τα ποιήματα, 1970-2010, Αθήνα: Τόπος (2013).

Κουβαράς, Γ. Της μη συμμορφώσεως άγιοι, Εμπειρίκος, Γκόρπας, Καρυωτάκης, Αθήνα: Γαβριηλίδης (2012).

Μαλάνος, Τ. Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης, Αθήνα: Καστανιώτης (1983).

Σιώτης, Ν. Ποιήματα 1969-1999, Αθήνα: Κέδρος (2018).

Freeman, Η. G. (1983) “Onomastics and Religion in Baudelaire’s Les Fleurs du Mal,” Literary Onomastics Studies: Vol. 10 , Article 6.

Χιόνης, A. Η φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966-2000.

[Απόσπασμα ευρύτερης μελέτης. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη