Καμία φιλαρέσκεια δεν υπολογίζεται στη μοναξιά. Μπορούμε να μεγαλουργήσουμε, να πονέσουμε ή να παθιαστούμε αρκεί να έχουμε κοινό. Ακόμη και οι προσωπικές μας συντριβές δεν αποφεύγουν τον κανόνα της απεύθυνσης. Ζηλεύουμε το αγέρωχο στυλ της φύσης γιατί αυτή, σε αντίθεση με μας, εκπληρώνει την αυταρέσκειά της σε καθεστώς απόλυτης μοναξιάς. Μια ομορφιά-αφετηρία καθώς μπορεί να σκορπίσει το χάος από το οποίο δεν γλιτώνουν ούτε οι θύλακες του δικού μας νεωτερισμού. Τα όρια της πόλης, αυτή την περίοδο της πανδημίας, έχουν φτάσει μέχρι το δέρμα μας. Πέρα απ’ αυτό ερημιά. Μόνο αδέσποτα και περιπολικά. Τα βλέμματα καλύφθηκαν πίσω από μάσκες και οι λεωφόροι μοιάζουν με ρυτίδες πάνω σ’ ένα σώμα που γέρασε απότομα. Είμαστε σε αναγκαστική αποχή από την κατά Μπωντλέρ θρησκευτική μέθη των πόλεων.
****
Ο Georg Simmel δεν μιλά για μέθη των πόλεων. Αντίθετα τις χαρακτηρίζει ως τόπους απάθειας. Η υπέρμετρη διέγερση των νεύρων λόγω του συνωστισμού των ανθρώπων, οδηγεί τελικά σ’ έναν αμυντικό μηχανισμό προσαρμογής, την απάθεια. Την κατάσταση δηλαδή όπου τα νεύρα ανακαλύπτουν πως η δυνατότητα να συμφιλιωθούν με το περιεχόμενο και τον τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη συνίσταται στο να πάψουν ν’ αντιδρούν σε αυτά, με τίμημα την οριστική απαξίωση των ιδιαίτερων εξάρσεων της προσωπικότητας ή το τέλος του υποκειμενισμού. Αυτή η κατάσταση επιφυλακής, δεν σημαίνει μία απλώς αδιαφορία «..αλλά και μία ελαφρά αντιπάθεια, μια αμοιβαία ανοικειότητα και απώθηση, που τη στιγμή μιας στενής επαφής για οποιοδήποτε λόγο, μπορεί να ξεσπάσει αμέσως σε μίσος και αντιπαράθεση».
Ο Ζίμμελ ήταν κοινωνιολόγος και μίλησε για την επίδραση των πόλεων στις αισθήσεις μας. Αλλά μίλησε ποιητικά όπως μιλούσαν οι ακριβοί του φίλοι ποιητές, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ο Στέφαν Γκέοργκ. Αντιγράφω: «όπως ένας άνθρωπος δεν εξαντλείται στα όρια του σώματός του ή του χώρου που καταλαμβάνει με τη δραστηριότητα που ασκεί, αλλά στο άθροισμα των επιδράσεων που εκπορεύονται από αυτόν, χρονικά και χωρικά, έτσι και μία πόλη αποτελείται από το σύνολο των επιδράσεων που απλώνονται πέρα από τα στενά της χωρικά όρια. Τούτο είναι το πραγματικό της μέγεθος, στο οποίο αρθρώνεται και το Είναι της».
Η υπέρμετρη ενεργοποίηση των αισθήσεων, κατά τον Ζίμμελ, οδηγεί στην επιφυλακτικότητα του υποκειμένου και στον συγχρωτισμό του με μία αντικειμενικότητα, που ευνοεί τις οικονομικές κυρίως συναλλαγές, την ταχεία και υπολογιστική αντίληψη μεθόδων συμπεριφοράς. Ωστόσο στην Κοινωνιολογία των αισθήσεων, κάνει μία ειδική μνεία και διάκριση για την αίσθηση της όρασης. Μ’ αυτήν επιτελείται μία έστω στιγμιαία αλλά λυτρωτική έξοδος απ’ την υπολογιστική στεγανότητα της μεγαλούπολης, δημιουργείται έτσι μία σχέση οικειότητας και μοναδικότητας μέσα στο τοπίο της πολλαπλότητας και της αέναης ροής ερεθισμάτων. Τα βλέμματα εξοβελίζουν το ανοίκειο. «Στο βλέμμα με το οποίο λαμβάνουμε τον άλλον φανερώνουμε τον εαυτό μας, το υποκείμενο εκτίθεται στο αντικείμενο με την ίδια πράξη με την οποία γυρεύει να το αναγνωρίσει. Με τα μάτια δεν μπορούμε να πάρουμε χωρίς ταυτόχρονα να δώσουμε. Το μάτι αποκαλύπτει στον άλλο την ψυχή που γυρεύει να αποκαλύψει το ίδιο».
****
O Ζίμμελ αναγνώρισε την πρωταρχικότητα της αίσθησης της όρασης για τον λόγο ότι στις αναπτυσσόμενες κοινωνίες εξυπηρετεί ένα μοναδικό κοινωνιολογικό σκοπό: τη σύνδεση και την αλληλεπίδραση των ατόμων οι οποίες εδράζονται στο αμοιβαίο κοίταγμα. Είναι οι αόρατες δομές του κοινωνικού ιστού που είναι εύθραυστες, μοναδικές και υποκειμενικές, τόσο, όσο διαρκεί η λειτουργία του βλέμματος. Το αντίκρισμα στο πρόσωπο είναι το αντίδοτο στην ανοικειότητα του υπερτροφικού αστικού φαινομένου. «Το πρόσωπο είναι ο γεωμετρικός τόπος όλης αυτής της γνώσης, είναι το σύμβολο όλων αυτών που φέρει το άτομο ως προϋπόθεση της ζωής του, στο πρόσωπο έχει αποτεθεί ό,τι έχει κατακαθίσει από το παρελθόν στον πυθμένα της ζωής του και έχει χαραχτεί μέσα του μόνιμα». Με το βλέμμα συλλαμβάνουμε το πρόσωπο με τη συμπυκνωμένη μνήμη του, αυτόν τον χρόνο τον βαθύ, πλούσιο και καθόλου λόγιο. Η μνήμη είναι ο λαϊκός μας χρόνος και η αίσθηση της όρασης, η αριστοκρατία μας. Παύουμε να ακολουθούμε τους πληθυντικούς και πληθωρικούς ρυθμούς της πόλης, άρουμε για μια στιγμή την επιφυλακτικότητα και βυθιζόμαστε στον συγχρονισμό παρελθόντος και παρόντος. Η πόλη υποδέχεται αυτές τις μικρές πιστοποιήσεις γεννήσεων. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις οικονομικές επιπτώσεις, οι εγκλεισμοί μας στερούν αυτές τις τόσο ζωογόνες για τις πόλεις γνωριμίες. Η εκτός πόλης ατομική ζωή και η αποξένωση της πόλης από τα χιλιάδες μικρά διασταυρωμένα βλέμματα, είναι πλέον η κοινή μας οδύνη.
****
Τον Ζίμμελ τον ενδιαφέρει να αποκαλύψει το σχεσιακό των ανθρώπων της πόλης, οργανώνοντας τη σκέψη του στα πλαίσια της κοινωνικής επιστήμης. Γι’ αυτό δεν μιλάει για τα βλέμματα πάνω στο ίδιο το σώμα της πόλης. Στα μνημεία της, στις πλατείες της, στην μορφή της, στον πυρήνα της δομής της. Δεν μιλάει για τις ιδέες και τις επιθυμίες και εν γένει τις εντυπώσεις των ανθρώπων για την πόλη. Ο Ιταλός αρχιτέκτονας Aldo Rossi, όμως, δημοσίευσε το 1966, όταν ήταν τριάντα πέντε ετών τη μελέτη του Η Αρχιτεκτονική της Πόλης. «Η πόλη είναι η μορφή ενός όλου που συντίθεται από επιμέρους τμήματα, από διαφορές, είναι πάνω απ’ όλες μορφές και τύποι που διαρκούν, κατακαθίζοντας μέσα στην τύρβη της ιστορίας». Τι ιδεαλισμός αλήθεια, μέσα σ’ ένα μεταμοντέρνο περιβάλλον! Ο Ρόσι σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου του Μιλάνο και σχετίστηκε περισσότερο με τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την κοινωνική καθημερινότητα παρά με την επιστημονική γνώση που παρέχει η εκπαιδευτική διαδικασία. Η πόλη συνιστά το κατεξοχήν ανθρώπινο αντικείμενο: Είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο, ένα σύνολο στοιχείων που συνθέτουν την εικόνα μιας χωροχρονικής κατασκευής, η οποία εξελίσσεται και μεταμορφώνεται παράλληλα με τον πολιτισμό, την κοινωνία και τη φύση. Αρνείται τις μορφές μιας χρήσης κηρύσσοντας την αυταξία της «εφόσον οι σημασίες που την κατοικούν έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από τις κοινωνικές ανάγκες με τις οποίες κάποια στιγμή έχουν σχετισθεί». Τα μνημεία είναι «αστικά γεγονότα» που διαμορφώνουν την εικόνα της πόλης την οποία ο καθένας εκλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις προσωπικές του εμπειρίες και εντυπώσεις.
****
Ο Ρόσι επιζητούσε την αέναη εξέλιξη και διάρκεια της πόλης. Αντίθετα, ο Κάρλος Φουέντες έγραφε πως η ιστορία είναι πολεοκτόνος. Αν είχε όμως απέναντί του, όπως ο Μάρκο Πόλο τον Κουμπλάι Χαν, δεν θα δίσταζε να του πει, για την πόλη του Μεξικού που αγάπησε αλλά τη γνώρισε μετά τα δεκάξι του χρόνια, ότι είναι η ασφυξία του και με μιαν ανάσα, σαν να ήταν η τελευταία του να την περιέγραφε: «Έλα αφέσου μαζί μου στη σεληνιακή ουλή της πόλης μας, πόλη φούχτα υπονόμων, πόλη κρύσταλλο με χνώτα και μεταλλική πάχνη, πόλη παρουσία όλης της λήθης μας, πόλη με σαρκοφάγες κατηφοριές, πόλη στατική οδύνη, πόλη της αέναης συντομίας, πόλη του αιχμαλωτισμένου ήλιου, πόλη της αργής αποτέφρωσης, πόλη της σιγανής φωτιάς, πόλη με το νερό στο λαιμό, πόλη του ύπουλου λήθαργου, πόλη των εριβώλακων νεύρων, πόλη των τριών ομφαλών, πόλη του ωχρού γέλιου, πόλη της στρεβλής μπόχας, πόλη άκαμπτη ανάμεσα στα σκουλήκια και τον αέρα, πόλη γέρικη μέσα στα φώτα, γριά πόλη στο λίκνο αγοραίων πτηνών, πόλη νέα μέσα στη σμιλευμένη σκόνη, πόλη στο πλευρό του γίγαντα ουρανού, πόλη σκούρου βερνικιού και πολύτιμων λίθων..». Σταματώ το απόσπασμα εδώ και μεταφέρω το τέλος «..πόλη λέπρα και βουλιαγμένη οργή. Λαύρα νωχέλεια. Αετός χωρίς φτερά. Ερπετό των άστρων. Εδώ μας έλαχε. Πώς να το κάνουμε. Στον πιο διάφανο τόπο του αέρα». Αυτή είναι η αθανασία των πόλεων. Μια ανάσα που περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα λέξεων σαν τα κανάλια της Βενετίας.
Ο Φουέντες φτιάχνει μία καινούργια μνήμη και μία καινούργια πόλη. Το ίδιο κάνει και ο νεαρός βενετσιάνος Μάρκο Πόλο καθώς «διηγείται» με νεύματα, φωνές, γρυλίσματα, χοροπηδητά, ουρλιαχτά και κραυγές ζώων, τις επινοημένες και αισθησιακές πόλεις μιας αυτοκρατορίας, σύμβολα των διλημμάτων και των αντιφάσεων του ανθρώπου. Είναι οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο. Είναι οι γρίφοι της ύπαρξης που παίρνουν ονόματα όπως Διομίρα, Δωροθέα, Ισαύρα, Σωφρονία. Η μόνη πόλη με γεωγραφική υπόσταση που αναφέρεται είναι η Βενετία, σαν πρότυπο όλων των άλλων πόλεων, σαν πόλη – ιδέα που εγκιβωτίζεται στις άλλες πόλεις των απροσδιόριστων γεωγραφικών συντεταγμένων, αλλά και σαν πόλη που ο Μάρκο Πόλο φοβάται πως θα τη χάσει από τη μνήμη αν την αιχμαλωτίσει με τις λέξεις, γι’ αυτό και δεν την περιγράφει. Λέει «κάτι» γι’ αυτή κάθε φορά που περιγράφει όλες τις άλλες πόλεις. Η Βενετία είναι ο εαυτός, η αφετηρία και ο σκοπός. «Στην Εσμεράλδα, υδάτινη πόλη, ένα δίκτυο από κανάλια κι ένα δίκτυο από δρόμους διασταυρώνονται περνώντας το ένα πάνω από το άλλο. […] Οι πιο στερεότυπες και ήσυχες ζωές στην Εσμεράλδα περνάνε χωρίς επαναλήψεις».
****
Οι πόλεις μας έγιναν οχυρά. Μαζέψαμε τα καλλωπιστικά και κακοποιητικά μας στοιχεία και σαν ήρεμα κατοικίδια κλειστήκαμε στα σπίτια. Στερήσαμε το βλέμμα μας από τους άλλους και από την ίδια την πόλη. Οι άδειες πλατείες, οι έρημοι άσφαλτοι, τα ήσυχα πεζοδρόμια, οι απολυμασμένες ερμητικά κλειστές πόρτες και τα ξέθολα πλέον κανάλια της Βενετίας, είναι τα όπλα απέναντι σε μία εκδικητικότητα. Χρησιμοποιούμε τα σπίτια και την απομόνωση προκειμένου να αποκτήσουμε ένα αίσθημα υπεροχής απέναντι στον κίνδυνο. Σ’ αυτόν τον ιδιότυπο εγκλεισμό των μπαλκονιών, στα θεωρεία των πόλεων, συγκροτούμε αυτοσχέδιες άμυνες απέναντι στην ανελευθερία. Φτιάχνουμε τις πόλεις μέσα μας, από την αρχή. Βλέπω τον Πεσσόα να γράφει, αφού διάλεξε το ανήσυχο είδωλό του που έχει την ιδιότητα βοηθού λογιστή, ονόματι Μπερνάρντο Σοάρες: «Μέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο. Γι’ αυτό όταν τα φαντάζομαι, τα δημιουργώ… Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι». Και ο Σιγισμούνδος του Καλντερόν, αφού πέρασε χρόνια φυλακισμένος και στερημένος από το πριγκιπικό του αξίωμα, σε μια απομόνωση που τον έκανε να φωνάζει ότι η ζωή είναι ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα, αποκατεστημένος πια, διδάσκει πως «όποιος θέλει να καθυποτάξει τη μοίρα, ας προσπαθήσει να το κάνει με σύνεση και αυτοπειθαρχία».
****
Για επίλογο: Κρούσμα, η λέξη των ημερών. Αντιγράφω από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Κρούσματα» του 1903: «Τα φαντάσματα ταύτα, στοιχειά, εξωτικά, λογιών-τών-λογιών κρούσματα δεν έπαυαν να εμφανίζωνται την νύκτα, να επισκέπτωνται μελαγχολικώς τα ερείπια, να περιφοιτώσιν εις τας κατεδαφισμένας οικίας, αίτινες εστέγασαν ποτέ ζωάς καί ψυχάς, και τώρα εκάλυπτον μυστήρια άγνωστα υπὸ τους σωροὺς των λίθων. [….] Ήθελε να κάμῃ κι αυτὸς τον ανδρειωμένον εις τὸν εξάδελφόν του Σταμάτην, ―όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξὺ όλων των παιδίων,― και να έχῃ να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του».
Συγγενείς γι’ αυτό το κείμενο
1. Georg Simmel, Μητροπολιτική αίσθηση, εκδ. Άγρα, μετ. Ιωάννα Μεϊτάνη
2. Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Μετ. Βασιλική Πετρίδου
3. Πάγκαλος, Π. 2015. Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Κεφ. 8 Aldo Rossi: η τεχνολογία της επανάληψης.
4. Ίταλο Καλβίνο, Οι αόρατες Πόλεις, εκδ. Οδυσσέας, Μετ. Ε.Γ. Ασλανίδης, Σ. Καπογιαννοπούλου.
5. Κάρλος Φουέντες, Σε αυτά Πιστεύω, εκδ. Καστανιώτης, Μετ. Αμαλία Βασιλακάκη
6. Calderon de la Barca, Η ζωή είναι όνειρο, εκδ. Νεφέλη, μετ. Ν. Χατζόπουλος
7. Αλ. Παπαδιαμάντης, Άπαντα Τρίτος Τόμος, «Διηγήματα», «Τα κρούσματα» , εκδ. Δόμος
O δισκοθέτης εν μέσω πανδημίας, θυμάται ότι ο Βοκκάκιος έγραψε το Δεκαήμερο στη Φλωρεντία στα 1350-53. Στο προοίμιο περιγράφει με μεγάλη δύναμη την πανώλη, που το 1348 είχε πλήξει την Ευρώπη –τον «Μαύρο Θάνατο», όπως τον έλεγαν. Προτείνει λοιπόν, από την κινηματογραφική διασκευή του Πιέρ Πάολο Παζολίνι «Il Decamero», το «Canto Delle Lavandaie Del Vomero».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]