frear

Αναζητώντας τον χαμένο «Άλλο» – της Μάρθας Κουτσιούμπα

(Με αφορμή το βιβλίο: Antonio Tabucchi, Για την Ιζαμπέλ, Ένα μάνταλα, μτφ. Σταύρος Παπασταύρου, Αθήνα: Άγρα, 2018).

Το πρόβλημα-Αναδρομή στο παρελθόν

Ο βραβευμένος συγγραφέας Antonio Tabucchi οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα οδοιπορικό- περιπλάνηση που ξεκινά ο αφηγητής μέσα από τους δρόμους της Λισαβόνας, διασχίζοντας τις Ελβετικές Άλπεις για να καταλήξει στην ονειρεμένη Νάπολη της Ιταλίας, με σκοπό την αναζήτηση ενός αινιγματικού προσώπου με το οποίο τον συνδέει ένα μακρινό, σκοτεινό και μυστηριώδες παρελθόν. Με φόντο τη Λισαβόνα υπό το καθεστώς της δικτατορίας Σαλαζάρ, μία φοιτήτρια αστικής καταγωγής οργανωμένη στην κομμουνιστική νεολαία συλλαμβάνεται και αυτοκτονεί στη φυλακή. Η αυτοκτονία ως πραγματικό ή ως συμβολικό γεγονός –η εξαφάνισή της αποτελεί μυστήριο, μια και κανείς δεν είδε το πτώμα και υπάρχει η εκδοχή ότι πιθανόν η κηδεία ήταν εικονική και η γυναίκα αυτή έχει διαφύγει και βρίσκεται κρυμμένη κάπου.

Το μυθιστόρημα έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης ψυχολογικού μυστηρίου, της αναζήτησης ενός προσώπου, που προκειμένου να διαφύγει από μια εχθρική πολιτική πραγματικότητα, έχει σκηνοθετήσει την αυτοκτονία του, έχει φυγαδευτεί, έχει αλλάξει όνομα και ζει τη ζωή του κάπου αλλού σαν Άλλος. Τουλάχιστον έτσι μας κάνει να νομίζουμε ο συγγραφέας. Όμως κάποια στιγμή, έχοντας ταξιδέψει και περιπλανηθεί μέσα σε δρόμους, εστιατόρια, μπαρ, κλαμπ, σαλέ, και ονειρικούς κήπους, έχοντας γευτεί και απολαύσει εμπειρίες των αισθήσεων, έχοντας ακούσει τζαζ και ανατολικές μελωδίες, έχοντας συναντηθεί και φιλοσοφήσει με πρόσωπα πληροφοριοδότες, που ο ένας μετά τον άλλον προετοιμάζουν τη συνάντηση και μας φέρνουν όλο πιο κοντά στην λύση, κάπου πλησιάζοντας στο τέλος και συνεπαρμένοι από τη σαγήνη του ταξιδιού, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε απογειωθεί, έχουμε διαφύγει από την (υλική) πραγματικότητα, σχεδόν ονειροβατούμε, ζούμε μια μυστική εμπειρία, εκεί που ο χρόνος έχει ακυρωθεί, εκεί που η επικοινωνία συμβαίνει με άλλους κώδικες.

Το ταξίδι σε κατάσταση μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, όπου η αισθητή πραγματικότητα σβήνει για να δώσει προοδευτικά τη θέση της στο όνειρο, συνδυάζει τη μεταφυσική αναζήτηση της ύπαρξης αλλά και τον ρεαλισμό· είναι ένας προβληματισμός για την ταυτότητα, και η αναζήτηση του προσώπου γίνεται συμβολικά. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο Άλλος που αναζητά ο ήρωας και για ποιόν λόγο μετά από ένα μακρινό και ξεχασμένο πια παρελθόν επιστρέφει σε αυτόν; Μέσα σε ένα πλαίσιο συμβολισμού, μπορεί ο αναγνώστης να του αποδώσει μια ταυτότητα από τη δική του ψυχική παρακαταθήκη. Κάποιον εκλιπόντα, έναν «σύντροφο» ή φίλο που λείπει πλέον από την πραγματικότητά μας, μία ερωτική φαντασίωση, ή κάποια ενοχή από την οποία θέλουμε να απαλλαγούμε; Ίσως πάλι μια ανομολόγητη αλήθεια που μας κατατρέχει και την οποία αποφεύγουμε ή είναι ίσως αυτή η αλήθεια που πάντοτε ξεφεύγει, ένα πραγματικό αδύνατο να εκφραστεί στη γλώσσα πλήρως, άπιαστο σαν όνειρο;

Αναπόφευκτα η πραγματικότητα προχωράει με κύκλους που κλείνουν και κύκλους που ανοίγουν, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που δεν έκλεισαν οριστικά ποτέ. Ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αθετημένες υποσχέσεις, θυσίες που ζητούν δικαίωση, συγκαλυμμένες ενοχές, ανεπεξέργαστο πένθος, κενά πραγματικότητας, απώθηση του παρελθόντος και ασυνεχείς αλλαγές του εαυτού. Ένα παρόν τόσο διακριτό από το παρελθόν που διακόπτει αφύσικα τη συνέχεια του χρόνου και μαζί με αυτή την ενότητα και ολοκλήρωση του εαυτού. Μια πραγματικότητα στην οποία η κατάτμηση του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον μοιάζει να είναι παραβίαση της φύσης και τεχνητή κατασκευή. Όμως, κάποιες μυστικές εμπειρίες έρχονται για να υπενθυμίσουν έναν άλλο τρόπο λειτουργίας της συνείδησης, την επιτακτική ανάγκη για αποκατάσταση της συνέχειας του χρόνου και μαζί με αυτή την ενοποίηση του εαυτού. Όταν ο χρόνος ακυρώνεται, το εγώ αποδομείται, εκεί που χάνονται τα όρια του εαυτού και του άλλου: σε κάποιο όνειρο, σε μια παραίσθηση, στο διαλογισμό, στις εξομολογήσεις σε σοφούς μύστες ή στις αναδρομές στο ντιβάνι, με τον άλλο δίπλα μας, παρών ωσεί απών (ή και αντιστρόφως); Το επιτακτικό αίτημα για αποκατάσταση της ενότητας του εαυτού, είναι συνδεδεμένο με τη σχέση μας με αυτόν τον Άλλο, με τον οποίο τα πράγματα έμειναν πίσω στο χρόνο μισοτελειωμένα, ανολοκλήρωτα.

Το ταξίδι, είτε διεξάγεται στην υλική πραγματικότητα με σκοπό κάποιον καβαφικό προορισμό, τη Νάπολη στην προκειμένη περίπτωση, είτε ως μυστική εμπειρία (Βιρβιδάκης, 2014) και νοητική περιπλάνηση, αποτελεί το σενάριο γύρω από το οποίο σκηνοθετείται η εκπλήρωση μιας συνειδητής ή ασυνείδητης επιθυμίας. Η αναζήτηση διεξάγεται σε ενότητες, καθώς ο αφηγητής διέρχεται από σταθμούς που συμβολικά παριστάνονται με κύκλους, ενώ κάθε κύκλος πραγματεύεται τη συνάντηση του ήρωα με έναν κεντρικό πρωταγωνιστή, ένα πρόσωπο- κλειδί που επηρεάζει την εξέλιξη του ταξιδιού. Το ταξίδι ακολουθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μια «μάνταλα», (Wikipedia) που κατά τη Βουδιστική ορολογία αποτελεί μια τεχνική διαλογισμού η οποία απαρτίζεται από ομόκεντρους κύκλους και συμβολίζει την εξελικτική ατομική πορεία κάθε ψυχής. Κάθε κύκλος της μάνταλα περιέχει κάτι από το ζητούμενο, ένα μέρος από την αλήθεια, η οποία ολοκληρώνεται στο κέντρο του κύκλου. Εκεί είναι και το τέλος του ταξιδιού, ο τόπος της συνάντησης με τον χαμένο άλλο.

Μυστική εμπειρία και νοητική περιπλάνηση

Το ταξίδι ως «μυστική εμπειρία» στις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις (Αναστάσιος, 2006) επιδιώκει τη γεφύρωση των επιπέδων συνείδησης που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό μπορεί να σημαίνει μια συνειδητή νοητική δραστηριότητα με στόχο το πέρασμα προς ένα ανυψωμένο επίπεδο συνείδησης ή ακόμα μια εσωτερική διείσδυση στον κόσμο του ασυνειδήτου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι μύστες μπορούν να επικοινωνήσουν τηλεπαθητικά με πνεύματα ή με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά (λ.χ. σαμανισμός), όπως επίσης να προβλέψουν το μέλλον. Η μυστική εμπειρία έχει ως χαρακτηριστικά τη διευρυμένη ψυχική κατάσταση με συμπτώματα άμβλυνσης της συνείδησης, την απόσπαση από την πραγματικότητα, τη διάτρηση των ορίων της ατομικότητας και τη μυστική ένωση με την υπερβατική οντότητα. Οι τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι μύστες για να επιτύχουν την «αλλαγμένη» κατάσταση συνείδησης (έκσταση) μπορεί να ποικίλουν, όπως πχ. ο διαλογισμός, η ύπνωση, η αισθητηριακή αποστέρηση, η λήψη ψυχότροπων ουσιών, κ.ά.

Από την άλλη η ικανότητα του εγκεφάλου να ταξιδεύει και να μεταφέρεται από το παρόν στο παρελθόν, είτε ακόμη και σε καταστάσεις τελείως επίπλαστες, αναφέρεται γενικά ως «νοητική περιπλάνηση» (mindwandering) (Klinger, 2009). Το όνειρο, αντιπροσωπεύει μια τέτοια ψυχική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενόσω το υποκείμενο είναι αποκομμένο από εξωτερικούς ερεθισμούς. Προέρχεται από ενορμήσεις, οι οποίες όταν διεγείρουν επιθυμίες που η μη εκπλήρωσή τους θα ενοχλήσει το Εγώ, το όνειρο κατευνάζει τη διέγερσή τους, δίνοντας σε αυτές μια εκπλήρωση παραισθητικού τύπου (Φρόϋντ, 2011). Ένα ανάλογο ψυχικό φαινόμενο με το όνειρο είναι η ονειροπόληση (daydreaming), τα όνειρα δηλαδή που κάνει κάποιος ενώ είναι ξύπνιος. Πρόκειται για ιστορίες, επεισόδια, σκηνές, τις οποίες το υποκείμενο διηγείται στον εαυτό του σε κατάσταση εγρήγορσης, αν και μεγάλο μέρος τους μπορεί να μείνει ασυνείδητο. Στα είδη των ονειροπολήσεων, συγκαταλέγονται η θετική και εποικοδομητική αλλά και η ενοχική και δυσφορική. Η ονειροπόληση μπορεί να προσδίδει ικανοποίηση στο άτομο, ιδίως όταν σχετίζεται με την κατάκτηση ενός στόχου, χωρίς όμως να προσφέρει τον τρόπο με τον οποίο ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί (Klinger, 2009). Οι ονειροπολήσεις εκφράζονται μέσω της φαντασίωσης, που αποτελεί το σενάριο με το οποίο το υποκείμενο, σκηνοθετεί την εκπλήρωση της επιθυμίας. Οι φαντασιώσεις σύμφωνα με τον Φρόιντ αποτελούν μηχανισμό άμυνας του μυαλού· όταν η ζωή αδυνατεί να μας ικανοποιήσει, τότε αναλαμβάνουν έργο οι φαντασιώσεις μας, αποκαλύπτοντας έτσι τις απωθημένες επιθυμίες. Όπως και το όνειρο, δημιουργούν μια ψευδαίσθηση, η οποία είναι εκδήλωση φυγής από μια δυσάρεστη πραγματικότητα που ενοχλεί και επιλέγουμε να την παραμορφώσουμε αντί να την μεταμορφώσουμε με δράση. Η ψυχοθεραπεία διευκολύνει την έκφραση των φαντασιώσεων, ώστε να διερευνηθεί και να επαναδιαπραγματευθεί το παραμορφωτικό, το διαταραγμένο πλαίσιο της σχέσης του υποκειμένου με τον κόσμο και τα αντικείμενά του που εκφράζει η φαντασίωση.

Η συγκρότηση του εαυτού μέσα από την αφήγηση

Το ταξίδι ξεκινά με την αναγνώριση/διαπίστωση στο πρόσωπο του ήρωα/αφηγητή μιας έλλειψης στην ύπαρξή του. Έτσι ο αφηγητής τοποθετείται στο κοινωνικό γίγνεσθαι λόγω της επιθυμίας (Dylan, E., 2005) να συνδεθεί με το άλλο πρόσωπο που λείπει και το καλεί στη σχέση. Το κέντρο ύπαρξης του ήρωα στρέφεται γύρω από την επιθυμία του άλλου, που γίνεται η κινητήριος δύναμη και ο σκοπός του ταξιδιού. Ο ήρωας τοποθετείται στο επί-κέντρο ενός κύκλου σχέσεων με πρόσωπα –κλειδιά, ενώ παρατηρώντας τις δυαδικές σχέσεις, οδηγούμαστε σε κάποια συμπεράσματα για το πώς μέσω αυτών διαμορφώνεται το υπαρξιακό γίγνεσθαι του ήρωα.

1. Η δυναμική των σχέσεων χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την προθετικότητα για την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η αναγγελία της επιθυμίας, ως αίτιο δημιουργίας και σύναψης σχέσεων, προκαλεί μια δυναμική προτεραιότητας που διαταράσσει τη συμμετρία των δυαδικών διπολικών σχέσεων, δημιουργώντας μια ετεροβαρή σχέση υπέρ του ήρωα. Ο «άλλος» τίθεται στην υπηρεσία του ήρωα και γίνεται το μέσο δια του οποίου ο τελευταίος θα επιτύχει τον σκοπό του, θα προσεγγίσει την επιθυμία του. Ο «άλλος» δηλαδή, κατέχει στη σχέση έναν λειτουργικό, χρηστικό, εργαλειακό και επιτελεστικό ρόλο, ενώ ο ήρωας τον κυρίαρχο.

2. Όμως, αυτό που ακολουθεί ανατρέπει τον προκαθορισμένο και ετεροκαθορισμένο –από τον κυρίαρχο ήρωα– επιτελεστικό ρόλο του «άλλου». Όπως φαίνεται μέσα από τον μονόλογο και τον χρόνο που καταλαμβάνει στην αφήγηση του ήρωα, ο «άλλος» παίρνει τη θέση του αφηγητή αναδιατάσσοντας τη σχέση και από μέσο/ αντικείμενο της επιθυμίας του ήρωα, γίνεται κι εκείνος κάποιος που επιθυμεί, ισοδύναμος του ήρωα, αποκαθιστώντας τη συμμετρικότητα της σχέσης «εαυτού –άλλου». Ο ήρωας δεν είναι ο μόνος που επιθυμεί και καλείται και ο ίδιος να ανταποκριθεί στην επιθυμία του άλλου, να τον συναισθανθεί, να διευρύνει τα όρια του ναρκισσιστικού του εαυτού, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τον δικό του σκοπό, την ικανοποίηση της δικής του επιθυμίας.

3. Με την αφηγηματική τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου, προβάλλεται από τον συγγραφέα μια διαλεκτική ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, οι οποίοι εναλλάσσονται στο μονόλογο του ήρωα σαν alter ego ο ένας του άλλου, με ισοδύναμα κέντρα που ενώνονται μέσα του, γίνονται ένα, όπως θα μιλούσε κανείς στο ντιβάνι, απευθυνόμενος σε ένα τρίτο πρόσωπο. Ο εαυτός ανταποκρίνεται στο κάλεσμα που έρχεται από τον άλλο, ο οποίος του ζητά τον λόγο και λογοδοτεί απέναντι σε αυτόν. Σε μια διαλεκτική με την ετερότητα στο πλαίσιο αμοιβαίων και συμμετρικών σχέσεων, ο εαυτός εκ-τίθεται στην ηθική κρίση του άλλου, υπό το καθεστώς της αλήθειας. Στη σκηνή της απεύθυνσης του άλλου, ο ήρωας εξιστορείται, εξομολογείται και συγχωρείται από τον άλλο, δεν απενοχοποιείται μόνος του.

4. Σε αυτή την διαλεκτική του εαυτού με την ετερότητα, ο ήρωας διευρύνεται και μετουσιώνεται μέσα από τη σχέση με τον άλλον, αποκτώντας προοδευτικά και ένα τμήμα της επιθυμίας του. Ο εαυτός πρέπει να διέλθει από τις σχέσεις με τους άλλους, για να οδηγηθεί τελικά στο αντικείμενο της επιθυμίας του. Πώς όμως αποφεύγει ο ήρωας τον κίνδυνο απώλειας της ταυτότητάς του, όταν ο εαυτός, εξαφανίζεται, διαλύεται μέσα στον άλλο; Όταν ο ίδιος ο εαυτός γίνεται ο /ένας άλλος;

Μια ανάλυση της διαδικασίας υποκειμενοποίησης

Το κείμενο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αναδεικνύει μία διαδικασία υποκειμενοποίησης του αφηγητή, ο οποίος μέσω διαλογισμού, ή ονειροφαντασίωσης, είτε ακόμα μέσω των ελεύθερων συνειρμών του, προσεγγίζει την επιθυμία του άλλου. Στην πορεία αυτή η υποκειμενικότητα αναδύεται από τη διϋποκειμενικότητα, καθώς η ταυτότητα διέρχεται από την ετερότητα. Ο εαυτός και ο άλλος εναλλάσσονται σε μια διαλεκτική που ανακλά το λακανικό πρότυπο του καθρέφτη (Lacan, 1966), τη συγκρότηση δηλαδή του εαυτού μέσω μιας φαντασιακής ταυτοποίησης με την εικόνα του στον άλλο, ο οποίος εκλαμβάνεται ωσάν να ήταν ίδιος με τον εαυτό. Η συγκρότηση μιας συνεκτικής ταυτότητας είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτέλεσμα αναγνωρίσεων, που όμως συνιστούν παραγνωρίσεις και αλλοτριώνουν το υποκείμενο από τον αυθεντικό του εαυτό.

Κατά τη διαλεκτική σχέση με την ετερότητα, το υποκείμενο/αφηγητής ιδιοποιούμενο τον άλλο, αναστέλλει την ετερότητα του κόσμου και τον μετατρέπει σε ταυτότητα. Ωστόσο στη συγκροτητική διαδικασία της ταυτότητας, υπεισέρχεται και μια ηθική διάσταση της ευθύνης που έχουμε απέναντι στον άλλο να διατηρούμε τη συνέχεια της ταυτότητά μας μέσα στο χρόνο. Καθώς ο εαυτός βρίσκεται υπό συνεχή διαμόρφωση μέσα από την διαλεκτική με την ετερότητα, δεν έχει κάποια εσωτερική βεβαιότητα για την ταυτότητά του. Η φωνή της συνείδησης καλεί τον εαυτό να ανταποκριθεί στο χρέος που έχει να διατηρήσει την ταυτότητά του απέναντι στον άλλο, να επιβεβαιώσει την ταύτισή του με τα προηγούμενα λόγια και έργα του, με τις αξίες και τα ιδανικά του και εν τέλει με τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι το υποκείμενο προκειμένου να ταυτοποιηθεί, ανταποκρίνεται στην απεύθυνση του άλλου, ο οποίος εκλαμβάνεται ως «άλλος εαυτός» (Riqoeur, 2008) και λογοδοτεί για τον εαυτό.

Για τη Butler η αφήγηση του Εγώ είναι δυνατή μόνο στον ορίζοντα που του διανοίγει αυτή η απεύθυνση του άλλου. Η συνάντηση μας όμως με τον Άλλο δεν είναι απλά το ιστορικό μιας διϋποκειμενικής υπόθεσης, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα που μας υποκειμενοποιεί και που καθιστά εφικτή αυτή την αδύνατη συνάντηση, από την οποία, το Εγώ ποτέ δεν θα επιστρέψει στον εαυτό του, αλλά θα τον αναγνωρίζει πλέον μόνο μέσα στην κοινή γλώσσα της συνάντησής τους. Το υποκείμενο έτσι αυτής της συνάντησης είναι ένα «εν εκστάσει» υποκείμενο, που «μετασχηματίζεται διαρκώς από τις συναντήσεις που του συμβαίνουν»(Butler, 2009). Η «αυτοαποκαλυπτική ομιλιακή πράξη», με την έννοια της αυτοεξιστόρησης, ως ποίησις εαυτού, είναι για την Μπάτλερ μια σκηνή έκστασης του υποκειμένου, μια διαδικασία αυτομεταμόρφωσης, που επιτρέπει να ακουστεί αυτή η απεύθυνση του «άλλου». Σε αυτή την ιδανική μορφή κοινωνικότητας, το υποκείμενο εγκαταλείπει τον εαυτό του στον άλλο, που είναι και ο τόπος της υπαρκτικής του ανάδυσης. Όμως, το υποκείμενο δεν μένει ενοχικά καθηλωμένο στην αστοχία της πράξης του, καθώς σύμφωνα με την Butler αυτή είναι μια θέση περιοριστική για την υποκειμενικότητα. Όπως και για τον Riquoer (2008), o εαυτός και όχι ο άλλος είναι ο ύστατος κριτής του πράττειν.

Μετά την εξιστόρισή του, το υποκείμενο οδηγείται τελικά από το «εγώ» σε έναν εαυτό τον οποίο μπορεί να μοιράζεται με όλους που το περιβάλλουν.

Επίλογος

Τα προβλήματα ταυτότητας, η επίγνωση της ασυνείδητης λειτουργίας, η απαρτίωση και η κατασκευή του εαυτού, είναι από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα ζητήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αλλά και μια διαρκής πρόκληση. Ο εαυτός σαν ματριόσκα όπου στο κέντρο βρίσκεται το αντικείμενο της επιθυμίας (συμβολικά η Ιζαμπέλ), επενδύεται στους άλλους, με αποτέλεσμα την προοδευτική διεύρυνση, ίσως και την αλλοτρίωση του ατόμου. Αυτή η συνεχής αλλαγή του υποκειμένου, ο εμπλουτισμός του από την ετερότητα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”, βρίσκεται στην πυρηνική αναζήτηση του συγγραφέα, αλλά με τρόπο που η αποσπασματικότητα του κόσμου και η πολλαπλότητα του εαυτού να μην καταστέλλει τον πόθο για το «αδύνατο», αλλά να αναζητεί την ενότητα και την πληρότητα ακόμα και σε υπερβατικά πεδία (μυστικές εμπειρίες). Όσο μάλιστα η κορυφώνεται η πυραμίδα της πνευματικής αναζήτησης, οι μορφές των άλλων γίνονται περισσότερο συμβολικές ή αλληγορικές φιγούρες, ομιλούν σε άλλους κώδικες, με ραδιοσυχνότητες, με αινίγματα και αλληγορίες, με ποίηση, έξω από την κοινωνική ορθολογικότητα, την κοινωνική αποδοχή και τις οριοθετήσεις. Είναι τα «ελεύθερα» πνεύματα (που συν-κατοικούν εντός του), με τα οποία συνομιλεί/επικοινωνεί ο συγγραφέας: ο ιερέας, ο αστροφυσικός, ο ποιητής, ο μύστης, ο βιολιστής. Ο συγγραφέας σε έναν διάλογο με τη συνείδησή του τελειώνει τους λογαριασμούς του παρελθόντος με τα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν, κλείνοντας τον κύκλο με έναν αποχωρισμό, όπως συμβαίνει και όταν μια ψυχοθεραπευτική αφήγηση φτάνει στο τέλος της.

Το ταξίδι αποκατέστησε τη σχέση με το παρελθόν, τη σχέση εν τέλει με τον ασυνεχή και αποσπασματικό εαυτό. Οι κύκλοι έκλεισαν, ο ενδιάμεσος χώρος τους καλύφθηκε, συμπληρώθηκαν τα κενά μνήμης ή/και πραγματικότητας. Ωστόσο, φτάνοντας στο στόχο, στη συνάντηση με το αντικείμενο της επιθυμίας, ο αναγνώστης αισθάνεται μια ματαίωση των προσδοκιών που είχε αναπτύξει στην πορεία, μια ψυχική εκκένωση, σαν όλη αυτή η περιπέτεια να κατέληξε σε ένα κενό, σε μια τρύπα στο κέντρο της ύπαρξης. Η διαφοροποίηση από την απόλυτη ενότητα με τον άλλο και η επίγνωση του εαυτού ως μοναδικής αλλά και μοναχικής ύπαρξης, σηματοδοτούν το τέλος μιας ψευδαίσθησης που δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από αισθήματα ματαίωσης, κενού και οδύνης. Η συνειδητοποίηση εντούτοις ότι η απόλαυση του Άλλου θα παραμένει πάντοτε στη σφαίρα του αδύνατου, μεταθέτει την αναζήτησή της στο διαρκές γίγνεσθαι του εαυτού, στο ίδιο το ταξίδι.

Η επιθυμία εκπληρώνεται σε μια ψευδαισθητική εμπειρία, αφήνοντας μια ανάμνηση της απόλαυσης όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Αν και μια εμπειρία ψευδαισθητικού τύπου είναι κάτι φευγαλέο, απατηλό και μικρής διάρκειας, υπάρχει μια αίσθηση πληρότητας (Βιρβιδάκης, 2014) που μπορεί να διαρκεί, ακόμη και αν ήταν κανείς εκεί μόνο για μια στιγμή. Η πρόκληση βέβαια για μόνιμη αλλαγή της πραγματικότητας πάντοτε υπάρχει όμως «η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή», όπως συνήθιζε να τονίζει ο Tabucchi, και η τέχνη επιχειρεί ακριβώς αυτήν τη διαρκή μετάπλαση της καθημερινής ζωής.

Το βιβλίο είναι ένα κείμενο υψηλής λογοτεχνικής απόλαυσης και η σαγήνη είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να είναι παρατηρητής και συμμετέχων ταυτόχρονα, όπως ο θεραπευτής στη διάρκεια μιας ανάλυσης (Καραμανωλάκη, 2015). Ωστόσο, η σκόπιμη ματαίωση και το σταμάτημα της απόλαυσης στο τέλος, προκαλούν μια μπιονική αντίδραση (Schmid-Κιτσίκη, 2011) που οδηγεί στην αναζήτηση του κέρδους της και δικαιολογεί αναλύσεις σαν την παρούσα, εκτός του ότι επιβεβαιώνει έναν μεγάλο συγγραφέα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας (2006). «Μυστικισμός». Στο Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού, Αθήνα: Ακρίτας, σ. 319-355.

Βιρβιδάκης, Σ., (2014). «Μορφές πνευματικής και κοσμικής θρησκευτικότητας». Σύναξη, τεύχος 132, σ. 4-21.

Butler, J. (2009). Λογοδοτώντας για τον εαυτό. Μτφ. Λαλιώτης, Μ., Επιμ. Αθανασίου, Α., Αθήνα: Εκκρεμές.

Δηµητριάδης, Γ. (2013). Το όνειρο και η επιθυµία του Άλλου: Μια λακανική ανάγνωση της ερµηνείας των ονείρων του Φρόιντ, αναρτημένο εδώ

Dylan, E., (2005). «Επιθυμία (desire)–Λακάν». Στο Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης. Μτφ. Σταυρακάκης, Γ., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 

Θεοδωροπούλου, M. (2004). «Ψυχισμός και γλώσσα». Στο Στα γλωσσικά μονοπάτια του φόβου. Επιμ. Κουζέλης, Γ., Αθήνα: Νήσος.

Κακολύρης, Γ., (2011). «Η θεωρία της ανάγνωσης του Ricoeur στο Χρόνος και Αφήγηση», Νέα Εστία, τεύχος 1847, σ. 351-374.

Καραμανωλάκη, Χ, (2015). «Θεραπευτική σχέση: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση». Στο Καραμανωλάκη, Χ., Χαραλαμπάκη, Κ., Μιχόπουλος, Γ. (επιμ.), Η θεραπευτική σχέση: Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις από την ψυχαναλυτική, τη γνωσιακή και τη συστημική οπτική, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 41-67.

Klinger, E. (2009). “Daydreaming and fantasizing: Thought flow and motivation”. In Markman K. D., Klein W. M. P, & Suhr J. A. (Eds.), Handbook of imagination and mental simulation, East Sussex: Psychology Press, p.225-239.

Lacan, J., (1966)., “Le stade du miroir”. En Écrits, Paris: Seuil, p. 93-100, βλ. και εδώ

«Μάνταλα, Αναλυτική ψυχολογία», στη Wikipedia.  Επίσης, εδώ και εδώ.

Ντινόπουλος, Θ., (2016). Ύπνος και Όνειρα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Ricoeur, P. (2008), Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, Μτφ. Ιακώβου, Β., Αθήνα: Πόλις.

Schmid-Κιτσίκη, Ε., (2011). Wilfred R. Bion. Μτφ. Ατσαλάκη, Α. & Κεφάλας, Π., Επιμ. Συνοδινού, Κ., Αθήνα: Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις.

Φρόυντ, Σ. (2011). Το όνειρο. Όνειρο και τηλεπάθεια. Μτφ. Μυλωνά Ν., Επιμ. Δημητρά, Α., Αθήνα: Νίκας.

*Ευχαριστώ πολύ τη φιλόλογο Ελένη Αγελαδάρη για τις γλωσσικές παρατηρήσεις.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: Christopher Morris (New York Subway). Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: