Αρχή, δύο τρία…
Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα! Πολλές ευχές για το νέο χρόνο. Στολίσατε εσείς;
Είκοσι οκτώ, είκοσι εννιά, τριάντα…
Εμείς στολίσαμε. Κυπαρίσσι θεόρατο. Προσέξτε τι λέω: Θεόρατο. Τα κάτω κλαδιά δεμένα σε σιδεριές και γιορτινούς πασσάλους και στη κορφή ένας Θεός. Ένας Θεός που όλο ακούω και ποτέ δε βλέπω. Αυτή η κορφή ξυρίζει με τα νύχια της το γαριασμένο μας ταβάνι. Λίγο ήθελε κι αυτό να εγκαταλείψει. Να γίνει τρύπα διάπλατη να μας δει ο αληθινός Θεός. Μ’ αρέσει αυτή η εποχή. Ασφαλίζει κάτι μέσα μου κι εξασφαλίζομαι κι εγώ. Μάλλον είναι τα χιόνια που καταπνίγουν τις πόρτες και μπουκώνουν τους δρόμους με πάγο, κι απαγορεύουν στον Θεό να βγει απ’ το σπίτι. Θα τον κρατήσουν εδώ κοντά μου για λίγο.
Πενήντα δύο, πενήντα τρία, πενήντα τέσσερα…
Αυτός ο Θεός αλλάζει από σπίτι σε σπίτι. Στο δικό μας το σπίτι ο Θεός είχε βολευτεί για τα καλά στην κορφή του και δεν τον ένιωθα ποτέ έτσι ψηλά κι απόμακρα που ήταν. Μόνο την ανάσα του μύριζα, πιωμένη και παγωμένη, ακόμα και τέλη Αυγούστου. Ναι, ο Θεός μας ήταν όλον τον χρόνο στο σπίτι. Άλλοτε γέλαγε. Άλλοτε έβριζε. Άλλοτε ψυχορραγούσε.
Εκατόν δεκατρία, εκατόν δεκατέσσερα, εκατόν δεκαπέντε… Η μάνα μου με έμαθε να μην τον ρωτάω πολλά. Να μην του μιλάω όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά αργά και σε καμιά περίπτωση να μην τον παίρνω αγκαλιά. Κι εγώ υπάκουα. Τον χαιρετούσα τυπικά και τίποτα περισσότερο. Κι έπειτα γυρνούσα απότομα πίσω στο δωμάτιο, σα να μ’ έπνιγε η λαιμαριά κι έπρεπε να επιστρέψω στο τρυφερό κουβούκλιο. Ήταν καινούριο ακόμα το λουρί και με πονούσε. Θα το συνηθίσω είπα κι ακούμπησα στον τοίχο ν’ αφουγκραστώ. Καμιά φορά άκουγα τον Θεό να φωνάζει στη μάνα. Να της φτύνει διαταγές κι επιπλήξεις κι έπειτα να ησυχάζει. Ησύχαζε πρώτα η μάνα μου κι ύστερα αυτός. Καμιά φορά αυτή η σιωπή με θορυβούσε. Φύτευε μέσα μου φουρτούνες. Μετά που γύρευα απαντήσεις η μάνα με χαστούκιζε. Να μη χώνεσαι εκεί που δε σε σπέρνουνε. Δεν έκλαιγα. Ποτέ δεν έκλαιγα. Ίσως γιατί δεν ήξερα πως. Όπως και να γελώ. Ούτε κι αυτό το ’ξερα. Η μάνα μου το μόνο που μου ’μαθε ήταν να μη μιλώ…
Τριακόσια έξι, τριακόσια εφτά, τριακόσια οκτώ…
Κι έπειτα ήθελα να βγω, να γιορτάσω, να ερωτευτώ. Μα δεν ήξερα πώς. Κι αλίμονο αν ο Θεός έπαιρνε είδηση ότι το σκάω απ’ το κελί μου. Να, τα Χριστούγεννα μόνο με λύνει, μου τρίβει την πληγή στον λαιμό με αφιόνι, εκεί που με γδέρνει η αλυσίδα και πηγαίνω ως το δέντρο και χαζολογάω. Τα λαμπιόνια, τις μπάλες, τα χιόνια. Το σπίτι όλο το ’κανε η μάνα παραμύθι κι ο Θεός μοιάζει ευχαριστημένος. Αν κι ανήσυχος αυτές τις μέρες γιατί κάπου πήρε τ’ αυτί μου ότι χάνουμε το σπίτι. Όπως την προηγούμενη χρονιά που μας πήραν το αμάξι κι ο Θεός μετακινείται με λεωφορείο. Αστείο δεν είναι; Δε ξέρω. Μπορεί και να παράκουσα. Όπως και να’ χει θα βάλω πάλι το κολάρο μου, θα κλείσω και τα μάτια μου να μη μ’ ενοχλεί κανείς. Αν χρειαστεί θα τα βγάλω κιόλας, να μη ξέρω τι γίνεται, να μην απασχολούμαι με περιττά. Και τη γλώσσα μου, θα τη ψαλιδίσω κι αυτή ή θα μαραζώσει από μόνη της κάποτε και θα πέσει, έτσι καιρό που έμεινε αχρείαστη.
Τετρακόσια σαράντα τέσσερα, τετρακόσια σαράντα πέντε, τετρακόσια σαράντα έξι…
Έχω κι αδέρφια. Ναι. Τα ξέχασα αυτά. Αλλά δεν τα βλέπω συχνά. Είναι στα άλλα δωμάτια αμπαρωμένα. Μάλλον ασθενούν βαριά κι η μάνα τους σερβίρει φαγητό ιδιαιτέρως. Η μάνα είναι κάτι σαν κάρτα μπαλαντέρ στην τράπουλά μας. Κάνει τα πάντα. Την μαγείρισσα, την καθαρίστρια, την ψυχολόγο, την γιατρό… Ο Θεός πάλι είναι ο λόγος που ζούμε, αλλά ποτέ δεν τον βλέπουμε. Βλέπουμε μόνο τ’ αποτελέσματά του. Για παράδειγμα την κούνια στον κήπο που έφτιαξε ή τις μελανιές στο πρόσωπο της μάνας. Με τ’ αδέρφια μου δε μιλάμε. Δεν έχουμε κάτι να πούμε. Δεν μοιάζουμε. Μπορεί να μην είμαστε κι αδέρφια. Πιο μικροί τσακωνόμασταν άγρια. Είχα πετάξει μια φορά ένα ψαλίδι στον αδερφό μου, στο δόξα πατρί τον έκοψα, σα να’ ταν χαρτί γκοφρέ. Τόσο εύκολα έσκισε το δέρμα του. Ναι. Μάλλον μισιόμαστε. Γι΄ αυτό και μας δέσανε στα δωμάτιά μας, με κάτι οθόνες ακούραστες να μας φυλάνε. Να μην ξεσκίζει ο ένας το πετσί του άλλου. Γιατί κι αυτοί, ο Θεός και η μάνα, βαριούνται ν’ ασχολούνται με τα καπρίτσια μας. Καλύτερα κιόλας. Μόνο τα τυπικά πια κι ανυπομονούμε να φύγουμε από’ δω μέσα, να γίνουμε ξένοι.
Πεντακόσια ένα, πεντακόσια δύο, πεντακόσια τρία…
Τα βαρέθηκα αυτά τα στολίδια. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Έχουν σκεβρώσει μέσα μου κι έχει καταλαγιάσει το πάθος τους. Κι αυτές οι αλυσίδες με βαραίνουν σαν πέτρινα αγκυροβόλια. Μάνα, λύσε με! Αρχίζω να φωνάζω τη μάνα κι αυτή δεν απαντά. Υψώνω τη φωνή μου κι άλλο και σκίζω τις εγκυκλοπαίδειες με τους νομούς, τους νόμους και τα θαύματα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η μάνα. Είχε γίνει θεός ή διάβολος, δε ξέρω. Με χτύπησε με το ζωνάρι. Μου ’ριξε στα πόδια, στο κεφάλι, στη καρδιά. Μου κόντυνε το ανάστημα. Μου ’σφιξε κι άλλο το λουρί και πριν φύγει με κοίταξε στα μάτια σα να μου το χρωστούσε κι όλο αλήθεια καλά κρυμμένη στα μάτια της με είπε άσχημο, άχρηστο και παράξενο. Άσχημο, άχρηστο και παράξενο.
Εξακόσια ογδόντα πέντε, εξακόσια ογδόντα έξι, εξακόσια ογδόντα εφτά…
Οι πάλεις με τη μάνα συνεχίστηκαν. Έγιναν πιο σκληρές. Πιο ύπουλες. Τ’ αδέρφια μου είναι σχολείο. Εγώ εδώ, γιατί λέει δε θα μάθω ποτέ να διαβάζω, να γράφω, να ονειρεύομαι. Αυτά απαιτούν μυαλό κι εγώ μόνο κραυγές έχω σε περίσσευμα. Οι δυο μας στο σπίτι. Ο Θεός λείπει. Εγώ πονάω λόγω ενός εγκαύματος που μου’ κανε στο στήθος με το ατμοσίδερο. Ήθελε να σιδερώσει τη ψυχή μου. Πήγαινα πέρα δώθε όλο το βράδυ. Πέρα δώθε και δεν την άφησα να κοιμηθεί. Νευρίασε. Τώρα είναι κλεισμένη στο μπάνιο εδώ και ώρα. Της φωνάζω ότι με πνίγει το λουρί κι ότι οι αμυγδαλές μου πρήζονται αντί ν’ ανθίζουν, να’ ρθει να μου το χαλαρώσει. Αυτή αδιαφορεί. Αρχίζω να κοπανώ τους τοίχους, να κουτουλώ στα παράθυρα, να σηκώνω το κελί μου στον αέρα, να κόβω κορδέλες τα χαλιά. Την βρίζω. Την βρίζω σα να’ ναι τέρας κι εγώ νιώθω ακόμα πιο μεγάλο. Κουράζομαι και βάζω το κεφάλι μου στον τοίχο που επικοινωνεί με το μπάνιο. Να τη πάλι αυτή η σιωπή που μας έθρεψε. Φοβάμαι. Μαμά, μ’ ακούς; Μαμά, φοβάμαι. Θέλω να της το πω μα δε μπορώ. Δε μ’ έμαθε πώς. Την ακούω να σπαράζει –καταπίνονται απ’ τα ντουβάρια τα δάκρυά της σαν χειμωνιάτικη υγρασία- και μετά σιωπή. Οι τοίχοι έχουν χωνέψει από μυστικά, δεν καταπίνουν άλλα. Κρύβω το κεφάλι μου στα πόδια και δεν ακούω ούτε την καρδιά μου.
Εφτακόσια δέκα, εφτακόσια έντεκα, εφτακόσια δώδεκα…
Το αίμα της μάνας μου θα ήταν στα χέρια του Θεού, αν δεν χτυπούσε πεισματικά για κάλαντα μια κουστωδία αγοριών στην ηλικία μου τότε. Τους άνοιξε η μάνα με μάτια μαβιά και τα ’στειλε με φωνές να εξαφανιστούν. Μη μου χτυπάτε για κάλαντα. Έχω νεκρό παιδί μέσα. Τραβάτε αλλού. Εγώ τότε είχα θυμώσει που με λογάριασε για πεθαμένο. Το ’νιωθα βέβαια πως γι’ αυτήν ήμουν, αλλά δε τόλμαγα να πειστώ πως θα το έκανε και πρόταση. Τώρα συλλογιέμαι πως το ’πε αυτό, για να δικιολογήσει τα πρησμένα της μάτια και τα βαθιά χαντάκια στα μάγουλα. Δε ξέρω. Πάντως εκείνα τ’ αγόρια με τις χιονίστρες στις ράχες των χεριών και τα ξεκάθαρα μάτια έψαλλαν και χτύπησαν τα τρίγωνα τόσο δυνατά που κάτι μέσα μου άστραψε. Κάπως σαν σε κάθε ντιν νταν στα τρίγωνα να σφυρηλατούνταν μέταλλο αλύγιστο η καρδιά μου. Και καθότι μικρά παιδιά, κατάλαβαν κι έτρεξαν να μιλήσουν στους γονείς κι αυτοί όπου έπρεπε. Κι ήρθαν οι αστυνόμοι εκείνα τα Χριστούγεννα και βγάλαν τον Θεό στον δρόμο, και ξηλώσαν τη φάτνη κι απέμεινε μόνο λιβάνι να σηκώνεται απ’ τα θεμέλια – που ’μαθα στην πορεία πως λιβάνι σημαίνει χοντρά δάκρυα.
Εφτακόσια ενενήντα εννιά, οκτακόσια ένα, οκτακόσια δύο…
Σαν βγήκαμε από εκεί μέσα γίναμε ξένοι με τ’ αδέρφια μου. Σκορπίσαμε. Αυτό το δέντρο δε λέει να στεριώσει όσες αλυσίδες κι αν του περάσω απ’ τον κορμό. Χαθήκαμε, κι ας μένουν δυο δρόμους παραπάνω. Κανείς δεν πέθανε εκείνα τα Χριστούγεννα. Εγώ παραμυθιάζομαι. Αλλού η μάνα, αλλού ο πατέρας, αλλού εμείς. Χωρίσαμε. Ίσως θα τον προτιμούσα τον θάνατο απ’ την αμίλητη ζωή. Πού είστε; Μου λείπετε. Όχι εγώ. Πρώτα εσείς να το πείτε. Εγώ σας λείπω;
Οκτακόσια τριάντα τρία, οκτακόσια τριάντα τέσσερα, οκτακόσια τριάντα πέντε…
Σήμερα αυτό το δέντρο –κάποτε θεόρατο κυπαρίσσι- φυλλορροεί βιαστικά, όπως κι εγώ ψυχορραγώ σαν τον πατέρα τότε που έχασε το σπίτι και για χάρη του δικού του Θεού, του χρήματος ξέσπαγε στη μάνα. Σαν τη μάνα που με πλήγωνε βαθιά με τις κουβέντες της, γιατί δεν της δείξανε πώς να με αγαπήσει. Κι εγώ έμαθα στη πορεία να λυπάμαι και να χαίρομαι. Σαν τα αδέρφια μου που δε γνώρισα καλά καλά, γιατί τραβήξαμε εσκεμμένα ξέχωρους δρόμους μακρινούς που δε συγκλίνουν πια. Βηθλεέμ, Σεούλ, Γεσθημανή. Μη τύχει και βρεθούμε κι ανταλλάξουμε δυο σ’ αγαπώ – θα ’ναι ντροπή.
Στον δρόμο εκείνο όμως έμαθα και ν’ αγαπώ. Υπάρχει κι αυτό. Κι ακόμα περισσότερο, έμαθα να συγχωρώ. Αυτό που μου ψιθύρισε ο αληθινός Θεός το βράδυ που φοβήθηκα πως θα πεθάνω, λερό κουρέλι. Εκείνο το βράδυ που το θεριεμένο δέντρο έγειρε στο σαλόνι και μας πλάκωσε. Κουνιόμουν πάνω κάτω, ξυπόλυτος στα κλαδιά του δέντρου και φώναζα για βοήθεια, κάποιος να με συναρμολογήσει. Χωρίς να το θέλω είχα κόψει τις αλυσίδες μου, που τόσα χρόνια μ’ είχαν βολέψει, είχανε γίνει φάλαγγα κι ωλένη μου.
Κι όσο περπάταγα αυτό μίκραινε μέσα μου. Πέρασα το κατώφλι κι αυτό μίκραινε κι άλλο. Παντρεύτηκα κι αυτό έγινε μια σταλιά. Έκανα παιδιά δικά μου κι αυτό χάθηκε. Το ανάστημά μου υψώθηκε. Έφτασε να ξυρίζει το ταβάνι, αλλά τα μάτια μου πάντα κοιτούν στο πατάρι. Εκεί που κρύψαμε τότε το κυπαρίσσι μας. Το τελευταίο κυπαρίσσι μας όλοι μαζί. Ανοίγω το πορτάκι και το βλέπω. Έχει μαδήσει σε χίλια ψιλά φυλλώματα. Τις μνήμες μας. Ξεκινώ να τις μαζεύω μία μία. Κι εγώ που νόμιζα ότι η αγάπη είναι αειθαλής…
Ακούς εκεί ευχή, που έγραψα. Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα! Πολλές ευχές για το νέο χρόνο. Στολίσατε εσείς;
Ναι! Στολίσαμε τα πένθη μας να τα γιορτάσουμε. Καρφώσαμε στην κορυφή, όπως και κάθε χρόνο τα θεόρατα εγώ μας. Πόσα θα προφταίναμε, αν αγκαλιαζόμασταν περισσότερο; Αν μιλούσαμε.
Εννιακόσια ενενήντα οκτώ, εννιακόσια ενενήντα εννιά, τέλος.
Α! Μαμά, έμαθα και να μιλώ. Σας αγαπώ. Μου λείπετε. Σας περιμένω κατά τις εννιά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Φώτης Κόντογλου. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]