Ξημέρωνε η πρώτη μέρα του νέου έτους, όταν η Υπηρεσία Ανάκτησης έσπασε την πόρτα και εισέβαλε στο σπίτι μας. Η καφετιέρα γουργούριζε στον πάγκο της κουζίνας κι απ’ το παράθυρο έμπαινε κατάλευκο το πρώτο φως.
Είχαμε χρόνια να γίνουμε μάρτυρες ενός τέτοιου φαινομένου, μιας και στον καινούργιο τόπο τα πρωινά είχαν ένα χρώμα σχεδόν μοβ, που στη διάρκεια της ημέρας γινόταν πράσινο, όπως το βόρειο σέλας. Η EYA-3 καθάριζε όπως πάντα αθόρυβα τη σκόνη που είχε μαζευτεί πίσω από την εξώπορτα. Η στρογγυλή ηλεκτρική σκούπα δούλευε νυχθημερόν στο σπίτι μας, καθότι, ακριβώς όπως μας είχαν προειδοποιήσει εξαρχής, οι άνεμοι στον νέο τόπο δεν σταματούν ποτέ. Βρισκόμουν ήδη τέσσερα χρόνια εκεί, στο διαμέρισμα 3 του χιλιοστού πεντακοσιοστού τρίτου ορόφου. Όντας από τους πρώτους ενοίκους της Βαβέλ 2020, είχα το προνόμιο να επιλέξω ποιον από την παλαιά επικράτεια μπορούσα να πάρω μαζί μου στον νέο τόπο. Χωρίς δεύτερη σκέψη επέλεξα εσένα. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε μαζί, σε έβλεπα να γλιστράς στο σπίτι, από δωμάτιο σε δωμάτιο και κάθε πρωί η μυρωδιά σου πλημμύριζε το διαμέρισμα, σαν φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί. Αρκούσε να χαϊδέψω με το δάχτυλό μου τον κόκκινο διακόπτη στη βάση του κρανίου, για να εμφανιστείς κι αρκούσε να τον τρίψω με ένταση, για να σε νιώσω ν’ απλώνεσαι επάνω μου, σαν παχύρρευστος χυλός.
Η Υπηρεσία Ανάκτησης λίγο έλειψε να ποδοπατήσει την ΕΥΑ-3, καθώς εισέβαλε στο καθιστικό με ορμή. Οι τρεις άντρες φορούσαν γκρίζες στολές με τα διακριτικά της υπηρεσίας κεντημένα στο στήθος. Δεν χρειάστηκε να μου πουν τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν απέναντί μου.
Η αυτοκόλλητη ετικέτα επάνω στον αναμεταδότη ήταν εξαρχής ξεκάθαρη: «Η υπηρεσία προειδοποιεί ότι μετά το πέρας τεσσάρων ετών, στην περίπτωση που δεν έχετε αποβάλει το αντικείμενο με δική σας πρωτοβουλία, θα προχωρήσει σε εξαναγκαστική ανάκτηση και διαγραφή».
Με πολύ αβρές κινήσεις, σε τοποθέτησαν στο δοχείο ανάκτησης και μου ζήτησαν να πατήσω τον διακόπτη διαγραφής. Δεν αντιστάθηκα. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, έφυγαν ικανοποιημένοι. Νυχοπατώντας, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους απαλά κι ευγενικά, σαν να με είχαν μόλις βάλει στο κρεβάτι.
Όρθια, δίπλα στην καφετιέρα που άχνιζε, χαμογελούσες κοροϊδευτικά.