frear

Κουβάρι – της Ηρώς Σκάρου

Η Ανθή περνώντας από τον διάδρομο στάθηκε στην είσοδο της τραπεζαρίας για άλλη μια επιθεώρηση. Πάνω στο τραπεζομάντηλο τα σερβίτσια είχαν παραταχθεί συμμετρικά. Δεν ήταν τα κατάλληλα για την περίσταση. Εκείνη θα είχε βγάλει τα πιάτα από λευκή πορσελάνη Βοημίας, τα κρυστάλλινα, κολονάτα ποτήρια και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα· αλλά δεν της έπεφτε πια λόγος. Τα μέτρησε ξανά. Ούτε αυτήν τη φορά της βγήκαν σωστά. Πρόσεξε μετά το κερί στο κέντρο του τραπεζιού και σκέφτηκε να το ανάψει από τώρα. Πήγε στην κάμαρά της κι έψαξε για τα σπίρτα στο κουτί με τα καρβουνάκια του θυμιατού. Δεν τα βρήκε. «Η κοντή θα μου τα πήρε» σκέφτηκε. Πήρε το εργόχειρο και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, για να τους δει όταν θα ‘ρθουν.

Ένα κασκόλ έφτιαχνε, με τις κλωστές που της είχαν περισσέψει από τα πλεκτά που θα τους έδινε για τα φετινά Χριστούγεννα. Αναρωτήθηκε αν ο γιος της ή κάποιο απ’ τα εγγόνια της θα φορούσαν σήμερα κάτι από τα προηγούμενα δώρα της. Ζητούσε και της έφερναν το καλύτερο μαλλί. Περιοδικά δεν χρειαζόταν. Τα πατρόν, τα είχε όλα στο μυαλό της. Μπορεί άλλες σκέψεις να μπερδεύονταν, να γίνονταν κουβάρι, τα μεγέθη όμως και οι πόντοι απλώνονταν ξεκάθαρα μπροστά της. Το πλέξιμο τής έδινε την αίσθηση ότι όριζε τα πράγματα. Κι αν συνέβαινε κάποιο λάθος, μπορούσε πάντα να ξηλωθεί και να διορθωθεί. Το κασκόλ το έφτιαχνε για εκείνην. Δώρο στον εαυτό της. Δεν βιαζόταν να το τελειώσει· δεν έβγαινε έξω και συχνά. Οπότε, έπαιρνε όσο χρόνο χρειαζόταν για να το κάνει όσο μακρύ και γερό το ήθελε.

Άκουσε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Το είδε να παρκάρει απ’ έξω. Ανασηκώθηκε για να δει καλύτερα. Ήταν η κόρη της διπλανής. Βοήθησε τη μητέρα της να μπει στη θέση του συνοδηγού, μπήκε κι αυτή στη δική της και φύγανε.

Η Ανθή είχε μόλις ξαναπιάσει το πλεκτό της όταν άκουσε έναν χτύπο από την άλλη πλευρά της πόρτας. Αναθάρρησε. Προτού προλάβει να απαντήσει, η πόρτα άνοιξε. Ήταν η προϊσταμένη. Κρατούσε στα χέρια δυο μεγάλες τσάντες. Η μία ήταν γεμάτη νήματα και βελόνες. Στην άλλη διαγράφονταν συσκευασίες από πάνες ακράτειας.

«Σε λίγο θα σερβιριστεί το γεύμα» της είπε. «Είστε έτοιμη;»

«Εσύ μου πήρες τα σπίρτα;» ρώτησε η Ανθή χωρίς να την κοιτάζει.

«Το ξέρετε πώς δεν επιτρέπονται» της είπε η προϊσταμένη προχωρώντας στο δωμάτιο. «Κοντέψατε να καείτε ζωντανή την άλλη φορά».

«Ν’ ανάψω το κερί ήθελα. Να γίνει το τραπέζι πιο γιορτινό».

«Θα το ανάψει η τραπεζοκόμος. Θα έρθετε τώρα;»

«Θα περιμένω τον γιο μου» απάντησε κι έστρεψε προς το παράθυρο.

Η προϊσταμένη ακούμπησε τις τσάντες στο κρεβάτι. «Έστειλε αυτά» της είπε. «Λυπάται που δεν τα κατάφερε ούτε φέτος». Κι αφού η Ανθή δεν γύρισε να ρίξει μια ματιά παρά κράτησε το βλέμμα της στυλωμένο στον δρόμο, την πλησίασε κι έπιασε τη μια άκρη του πλεκτού που σερνόταν στο παρκέ.

«Ακόμα παλεύετε με το κασκόλ σας;» τη ρώτησε. «Δεν είναι πια αρκετά μακρύ;»

Η Ανθή δεν απάντησε. Μόνο της το τράβηξε απ’ το χέρι κι όπως κινήθηκε απότομα, το κουβάρι της έπεσε από την πολυθρόνα και ξετυλίχτηκε στο πάτωμα. Το παρακολουθούσε μέχρι που έφτασε στο άνοιγμα της πόρτας. Όταν σταμάτησε, εκείνη έπιασε πάλι δουλειά. Οι πόντοι γλιστρούσαν τώρα γρήγορα από τη μια βελόνα στην άλλη. Έπλεκε με μανία. Σαν να έπρεπε ξαφνικά να το τελειώσει.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: