Σύνορα και υιική ιδιότητα: Σημειώσεις για το μυθιστόρημα «Ο Φταίχτης», των Εύα Μ. Μαθιουδάκη και Κωστή Σχιζάκη, με τη βοήθεια της Ίγκεμπορ Μπάχμαν και του Μάσιμο Ρεκαλκάτι
Πρώτα πρώτα, ο πατέρας μου, που γύρισε νέος και με καλά λεφτά από την Αμερική που τα ‘χασε όλα στον πόλεμο και δεν κατάφερε ποτέ να πλησιάσει και να αγαπήσει τη μάνα μου. Ύστερα τα δικά μου, να βρεθώ στεφανωμένη με έναν άνθρωπο σκοτεινό, αγρίμι, αρπακτικό. Να συνεχίσω το προαιώνιο παραμύθι πάνω στις πέτρες και στ’ αγκάθια. Και να που η Αθήνα τα κουκούλωσε όλα αυτά, τα σκέπασε με αυτή την άσπρη ψιλή σκόνη, σαν τις λεπτεπίλεπτες κουρτίνες που έχουν τώρα οι κυράδες, βουάλ τις λένε. «Να κατεβάσεις, Ελένη, τα βουάλ», μου είπε προχθές η κυρία Καίτη του πέμπτου, να τα πλύνουμε στη μπανιέρα.
Ο Φταίχτης είναι πάντα ένα πρόσωπο δραματικό. Ένα πρόσωπο με πολλά μάτια, πολλά στόματα, πολλά χέρια και καμιά εναρμόνιση στις ανάγκες τους. Μέλη νεκρά, και μέλη ζωντανά. Το βρόχινο νερό που πέφτει στο πρόσωπο του Φταίχτη καθώς εκείνος βρίσκεται νεκρός στο φέρετρό του, συναντιέται με τον καθαρτήριο ψαλμό Ν’ του Δαβίδ, που δίνει στο βιβλίο την αφετηρία: «Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι». Το φέρετρο συνορεύει με άλλα φέρετρα, της μητέρας του, της πρώτης του ερωμένης και του εραστή της. Αλλιώς, της μητέρας του, της εικόνας της μητέρας του και της εικόνας του εαυτού του. Αλλιώς, του πρώτου εαυτού που όφειλε να τον αγαπήσει και δεν τον αγάπησε, της εικόνας του εαυτού που δεν τον αγάπησε, και της εικόνας του εαυτού που δεν αγαπήθηκε. Όλα τα συντρίμματα του εαυτού που δεν αγαπήθηκε, επιτέλους συνορεύουν τώρα με τον τρόπο που ορίζει στο εξαίσιο ποίημά της η Ίγκεμπορ Μπάχμαν: Η Βοημία κείται πλάι στη θάλασσα. (…) Αν η αγάπη εδώ είναι χαμένος κόπος, θα ‘θελα να τη χάσω εδώ. Αν συνορεύει εδώ μ’ εμένα κάποια λέξη, θα την αφήσω να συνορεύει. Αν η Βοημία κείται πλάι στη θάλασσα, θα πιστέψω στις θάλασσες πάλι. Κι αν πιστεύω ακόμα στη θάλασσα, τότε θα ελπίσω στη στεριά. Αν είμαι εγώ, είναι ο καθένας που είναι περίπου όπως εγώ. Δεν θέλω πια τίποτ’ άλλο. Θέλω να πιάσω πάτο. Πάτος, δηλαδή θάλασσα. Εκεί θα ξαναβρώ τη Βοημία. Προς τον πάτο στραμμένη θα ξυπνήσω ήρεμα. Απ’ τον πάτο ανεβαίνοντας τώρα γνωρίζω, και δεν έχω χαθεί. (μτφ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου)». Η Βοημία, ένας τόπος τόσο μακριά από την θάλασσα όπως τον γνωρίζουμε, ο Παναγιώτης, ένας κληρονόμος του φταιξίματος, τόσο μακριά από οποιαδήποτε έννοια αγάπης, απ’ τον πάτο ανεβαίνοντας, τώρα γνωρίζουν, και δεν έχουν χαθεί. «Συνορεύουν, κι ας είναι αυτό λίγο, συνορεύουν με όλα, όλο και περισσότερο. Βοημοί, περιπλανώμενοι που τίποτα δεν τους κρατάει, έχοντας πια το χάρισμα να βλέπουν απ’ τη θάλασσα, τη διαφιλονικούμενη, κάποια στεριά της επιλογής τους».
Θα σου πω, αλλά δεν ξέρω πολλά πράγματα. Αυτός, ο Παναγιώτης, ο αδελφός του καθώς και δύο ακόμη μικρότερα παιδιά, τα τέσσερα αδέλφια, ήρθαν με τη μάνα τους πριν από καιρό στην Αθήνα, φιλοξενούμενοι ενός μπάρμπα κάπου προς τον Πειραιά. Τα δύο αδέρφια άνοιξαν τα μάτια τους και ο ένας με την καλή δουλειά στα αυτοκίνητα και ο άλλος με τα ηλεκτρικά και τα τρανζίστορ, πιάσανε την καλή. Έτσι λένε. Μπορεί να είναι κι έτσι, δεν το ξέρω. Πάντως, άνοιξαν πιο κάτω ένα σύγχρονο καλό κατάστημα, θα το δεις φεύγοντας, θα στο δείξω κι εγώ. Φαίνεται ότι πατέρας δεν υπάρχει. Η δε μάνα, απροστάτευτη, βρήκε παρηγοριά μ’ έναν τελείως δικό της τρόπο. Απεμπόλησε τα δυο μεγάλα παιδιά που φύγανε απ’ την ποδιά της νωρίς νωρίς κι ανάθρεψε τα άλλα που της βγήκανε αστέρια. Τη μικρή κόρη ευχαρίστως θα την έβαζα για μοντέλο, ενώ το αγόρι το έχουν για φωστήρα στο σχολείο του. Σημαιοφόρος. Οι δυο μεγάλοι, και κυρίως ο τρόφιμός σου, δεν θέλουν να δουν στα μάτια τους τη μάνα τους, όπως λέει η γειτονιά, παρόλο που ήταν παρούσα στην εκδήλωση των εγκαινίων, η οποία έγινε πριν από λίγες ημέρες. Ποιος ξέρει γιατί. Έναν λόγο εναντίον της και υπέρ του Παναγιώτη, που είναι και ψιλοχρήστης απ’ ότι έχω καταλάβει, έχει κι ένας τύπος που κάθεται όλη μέρα στο καφενείο, λες και είναι δικό του. Αυτός στην πολυκατοικία όπου βρίσκεται το καφενείο. Είναι οικοπεδούχος και ζει, καταπώς φαίνεται, από την αντιπαροχή. Είναι ένας μυστήριος τύπος, αρκετά έξυπνος και δραστήριος, κι ο νους του κατεβάζει πολλά και διάφορα. Κάνει δουλειές του ποδαριού και κοιτάζει και κρυφά τ’ αγόρια. Τώρα, τι να σου πω παραπάνω; Έχει κάποιον ρόλο, αλλά δεν ξέρω ποιον. Τον φωνάζουμε Μάκη. Όμως, εβίβα!
Διαβάζοντας τον Φταίχτη, συναντάμε πολλά πρόσωπα. Σε ένα , όμως, πρόσωπο, συναντάμε όλα τα πρόσωπα: στο πρόσωπο του Παναγιώτη. Τα βιβλία του Μάσιμο Ρεκαλκάτι «Τα χέρια της μητέρας» και «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» (Εκδόσεις Κέλευθος), με βοήθησαν να σκεφτώ πάνω στην αίσθηση, σχεδόν από το ξεκίνημα της ανάγνωσης του βιβλίου, πως είτε ως παιδί, είτε ως έφηβη είτε ως ενήλικη, θα κινδύνευα από τον έρωτά μου για τον Παναγιώτη. Αλήθεια, τι θα έκανε τον Παναγιώτη τόσο συγκινητικό για μένα; Η ατέρμονη, μεγαγχολική του αναμονή για κάποιον ή κάτι που δεν θα έρθει ποτέ; Η αναζήτηση του πατέρα, «ως ενσαρκωμένη προσδοκία, μια ελπίδα, δυνατότητα επαναφοράς του Νόμου και του λόγου στη γη, του Νόμου που θα απαντήσει το πρωτόγνωρο και πιεστικό αίτημα για παρουσία, του προσώπου-νόμου που θα σταθεί ικανό να αποδείξει μέσα από τη μαρτυρία του προσωπικού του βίου πως η ζωή μπορεί να έχει νόημα».
Ρε, ποιος είναι ρε; Με ξέρεις εμένα ρε, και κολλάς στη μάνα μου; Ρε φαταούλα, θα φας χώμα. Θα σε βάλω να φας χώμα ρε κάθαρμα. Θα σε στείλω στο κασόνι να πας στο χωριό σου, ρε
Ας δούμε τον Φταίχτη σαν ένα βιβλίο-ασπίδα: Οι γεννήτορες δεν είναι απαραίτητα ούτε μητέρες ούτε πατέρες. O Ρεκαλκάτι γράφει πως για να είμαστε κληρονόμοι πρέπει να είμαστε πια ορφανοί. «Ο όρος «erede» (κληρονόμος) από το λατινικό heres, έχει την ίδια ρίζα με το ελληνικό χέρσος ή χέρρος, που σημαίνει έρημος, γυμνός, ελλιπής. Γιατί, κάθε αυθεντική κίνηση του κληρονομείν, προυποθέτει τον χωρισμό, το τραύμα της εγκατάλειψης του πατέρα, τη βίωση της απώλειας, την ορφάνια. Το ταξίδι του κληρονομείν δεν έχει εγγυήσεις, αλλά εμείς που νομίζουμε πως έχουμε και εμείς που έχουμε πατέρα, κληρονομούμε τραύματα, όμως και αγάπη, παρουσία, εγγύτητα». Κληρονομούμε, τελικά, όλοι, αυτό που είναι ανέκαθεν δικό μας, «με κάποια απόκλιση, μια στροφή, μια παράκαμψη». Κι ο Παναγιώτης, ως φταίχτης ήρωας, κληρονόμος απόστασης, εγκατάλειψης, απανθρωπιάς, μας δίνει με την ιστορία του μια ανεκτίμητη ασπίδα: τη μαρτυρία εκείνου που δεν κατόρθωσε ποτέ να προσεγγίσει τη δημιουργική διάσταση του κληρονόμου που συνεπάγεται η υιική ιδιότητα. Αιχμάλωτος σε μια αυτιστική απομόνωση, σ’ έναν κόσμο αδυνατότητας, ο Παναγιώτης μας θυμίζει πως «η μετάφραση της κραυγής σε αίτημα για αγάπη αφήνει πάντα ένα υπόλοιπο που δεν γίνεται να μεταφραστεί». Η κραυγή του με επαναφέρει στη ζωή ως κάλεσμα που απευθύνεται στον Άλλον, και γι’ αυτό τον ευχαριστώ. Τον κοιτάζω τώρα, ούτε σαν Φταίχτη, ούτε σαν δολοφόνο, αλλά σαν ένα παιδί, σαν ένα κορμάκι που κρέμεται, ανίκανο να ανταποδώσει ό,τι καλό δεν έλαβε.
Άνοιξε την πόρτα του ταξί και βγήκε. Πήγε να παραπατήσει και όρθιος ύστερα από λίγο έσκυψε πάλι στο ανοιχτό παράθυρο του ταξιτζή και του είπε πιο σιγά αυτή τη φορά: «Φύγε, δεν σε θέλω». Μάρσαρε ο ταξιτζής βρίζοντας και απόμεινε ο Παναγιώτης να κοιτά την αντανάκλασή του στις μεγάλες τζαμαρίες με την ταμπέλα που αναβόσβηνε γιορτινή, με γράμματα χρωματιστά στη βιτρίνα του καταστήματος: ΑΙΣΙΟ ΚΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ 1982. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ!
Όπως συμβαίνει σε μια μοναδική σκηνή που διηγείται ο Λακάν, όπου ένα παιδί που δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιο είναι (θα έλεγα: το κάθε παιδί) γίνεται κυριολεκτικά ένα νεκρό σώμα, μια ζωή χωρίς ζωή, μπροστά στην αδιαφορία του Άλλου. «Το είδα ν’ αφήνει το κεφάλι του να πέφτει στον ώμο μου για να παραδοθεί στον ύπνο, τον μόνο ικανό να του ξαναδώσει πρόσβαση στο ζωντανό σημαίνον, που ήμουνα εγώ από την ημέρα του τραύματος». Το παιδί και ο φταίχτης – ο καθένας μας.